Πολιτικη & Οικονομια

Αν τα μνημόνια ήταν (και) ευκαιρία, πόσο την εκμεταλλευτήκαμε;

Μία φωτογραφία της πραγματικότητας που είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε για να έχουμε τα εργαλεία να κρίνουμε κατά το δυνατόν αντικειμενικά

georgia-panopoulou.jpg
Γεωργία Πανοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βουλή
© EUROKINISSI / ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ

Μνημόνια και ελληνική οικονομική κρίση: Τι δείχνει η έρευνα του ΟΟΣΑ για το πώς είμαστε το 2020, μετά από μία γεμάτη δεκαετία κρίσης

Πόσο αποτελεσματικά διαχειριστήκαμε την ευκαιρία των μνημονίων για να μεταρρυθμίσουμε την οικονομία μας κάνοντάς την πιο ανταγωνιστική, πιο ανοικτή, και με περισσότερες ευκαιρίες για εμάς τους ίδιους ως εργαζομένους και πολίτες αυτής της χώρας; Πριν από λίγες ημέρες ο ΟΟΣΑ δημοσιοποίησε την πρώτη του μετά τις εκλογές έκθεση για την ελληνική οικονομία. Αξίζει να δούμε τα βασικά ευρήματα για το πώς είμαστε το 2020, μετά από μία γεμάτη δεκαετία κρίσης, για να απαντήσουμε, έστω και μερικώς, σε αυτό το ερώτημα. Παρόλο που οι τεχνοκρατικές αναλύσεις έχουν δαιμονοποιηθεί τα χρόνια της κρίσης, αυτές αποτυπώνουν συχνά μία φωτογραφία της πραγματικότητας που είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε για να έχουμε τα εργαλεία να κρίνουμε κατά το δυνατόν αντικειμενικά. 

Κατ' αρχάς υπογραμμίζεται η άμεση και αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία όμως οδήγησε σε σημαντική πτώση του ΑΕΠ, μετά από μία τριετία αναιμικής ανόδου (λιγότερο από 2%/έτος). Ο ΟΟΣΑ προτείνει δύο σενάρια για το μέλλον: στο πιο ευνοϊκό, θεωρεί ότι δεν θα υπάρξει δεύτερο κύμα του ιού οπότε φέτος το ΑΕΠ θα μειωθεί (μόνο) κατά 8% και το 2021 θα αυξηθεί κατά 4,5%. Στο δυσμενέστερο, όπου θα υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας και μέτρα περιορισμού εντός του 2020, η μείωση φέτος θα είναι 9,8% και η αύξηση το 2021 2,3%. (Η ΤτΕ στο βασικό της σενάριο προβλέπει ύφεση 5,8 φέτος και αύξηση 5,6 του χρόνου). Η έκθεση υπεισέρχεται και σε λεπτομέρειες αναφορικά με συγκεκριμένα μεγέθη της οικονομίας, επισημαίνοντας κυρίως την αναμενόμενη αύξηση στον ήδη υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ, αλλά και τον καλύτερο έλεγχο των δαπανών και τα πρωτογενή πλεονάσματα των τελευταίων ετών (που οφείλονται εν πολλοίς στην υπερφορολόγηση των προηγούμενων ετών και στον περιορισμό του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων). Αυτά οδήγησαν πάντως στην ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας σε διεθνές επίπεδο και στη συμπερίληψή της στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ.

Κι ενώ οι προβλέψεις αυτές είναι αναμενόμενες, η αποτύπωση της κατάστασης στην πραγματική οικονομία φαίνεται ότι λίγο έχει αλλάξει σε σχέση με παλαιότερες εκθέσεις του Οργανισμού. Παρόλο που το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά των ανθρώπων σε ηλικίες κατάλληλες για εργασία έχει αυξηθεί λίγο τα τελευταία χρόνια, παραμένει το τρίτο χαμηλότερο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μόλις 56,8% στο σύνολο (μ.ο. ΕΕ 68,5%, ΟΟΣΑ 68,6%). Τα ποσοστά είναι ιδιαίτερα χαμηλά στους νέους και στις γυναίκες και, όπως και στις παλαιότερες εκθέσεις του, ο οργανισμός επισημαίνει την έλλειψη υποδομών υποστήριξης συγκεκριμένα της εργασίας των γυναικών, ειδικά σε ό,τι αφορά τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων. Οι προοπτικές δεν είναι θετικές και πολλοί νέοι και νέες αποθαρρύνονται και αποχωρούν από την ελληνική αγορά, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζεται και το ποσοστό δημογραφικής γονιμότητας (που στην Ελλάδα είναι χαμηλό, 1,4 παιδιά/γυναίκα το 2018, με μ.ο. ΟΟΣΑ 1,6 - χρειάζονται 2,1 παιδιά/γυναίκα για την απλή διατήρηση, όχι αύξηση ή μείωση, του πληθυσμού).

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης (tax wedge) για τον μέσο έγγαμο εργαζόμενο με δύο παιδιά, 37,8% το 2019, έναντι μ.ο. 26,4% στον ΟΟΣΑ. Η χώρα ήταν στην τέταρτη θέση το 2018.

Σημαντικό −αλλά και δυστυχώς απολύτως αναμενόμενο για όποιον παρακολουθεί τις εξελίξεις− είναι το εύρημα ότι η φτώχεια χτυπάει κυρίως τους νέους στη χώρα μας. Τα ποσοστά φτώχειας των νέων αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης ενώ αντίθετα, τα εισοδήματα των συνταξιούχων δεν θίχτηκαν ιδιαίτερα την ίδια περίοδο - παρά τις μειώσεις. Εν πολλοίς δηλαδή, οι συνταξιούχοι, που είναι και αυτοί που έζησαν στην καλύτερη περίοδο της σύγχρονης Ελλάδας, έχουν ουσιαστικά διατηρήσει τα κεκτημένα τους σε βάρος των νέων γενεών. Η Ελλάδα ξοδεύει υπερδιπλάσιο ποσοστό του ΑΕΠ της σε συντάξεις έναντι του μ.ο. του ΟΟΣΑ, 16,9% έναντι 8% (2015, τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) και παρά την αναμενόμενη μείωση −με στόχο το 13,2% το 2030− αυτό θα αυξηθεί μεσοπρόθεσμα, λόγω και των πρόσφατων δικαστικών αποφάσεων και νομοθετικών ενεργειών (π.χ. επαναφορά «13ης σύνταξης»). Δυστυχώς επίσης, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μικρότερη συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στο συνταξιοδοτικό (λιγότερο από 1% του ΑΕΠ), ενώ άλλες χώρες ήδη την έχουν εντάξει στο μείγμα, ώστε να περιορίζεται το βάρος του δημόσιου συστήματος.

Η υψηλή φορολογία (σε μικρή φορολογική βάση) και οι εισφορές, η αχρείαστη γραφειοκρατία, οι αναποτελεσματικές νομοθετικές προβλέψεις και η πολύ αργή απονομή της δικαιοσύνης εξακολουθούν να ταλανίζουν την επιχειρηματικότητα, αποτρέποντας εγχώριες και ξένες επενδύσεις, εμποδίζοντας τις υφιστάμενες επιχειρήσεις να μεγαλώσουν και καθηλώνοντας την παραγωγικότητα. Η οικονομία μας εξακολουθεί να εξαρτάται από μη διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα χαμηλής εξειδίκευσης. Ταυτόχρονα, τα υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού συστήματος (που είχαν αρχίσει να μειώνονται πριν τον κορονοϊό αλλά μπορεί τώρα να αυξηθούν) δεν του επιτρέπουν να επιτελέσει τον ρόλο του όπως πρέπει, χρηματοδοτώντας την οικονομία.

Τέλος, η έκθεση αναφέρεται στην ατμοσφαιρική μόλυνση, που παραμένει αυξημένη στην Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες και προκαλεί προβλήματα υγείας, ειδικά στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, και στην κακή ποιότητα των συστημάτων διαχείρισης απορριμμάτων. Οι δύο αυτοί παράγοντες φαίνεται ότι επηρεάζουν τη συνολική ευημερία των Ελλήνων, αλλά και γενικότερα η χώρα μας κατατάσσεται χαμηλά σε μία σειρά δεικτών ευημερίας (μεταξύ άλλων, τελευταία στον δείκτη «εργασία και εισόδημα»). Οι πολίτες οι ίδιοι κατατάσσουν τους εαυτούς τους προτελευταίους όταν καλούνται να αξιολογήσουν υποκειμενικά την ευημερία τους (34η μεταξύ 35 χωρών στον δείκτη «subjective well being» και 82οι σε σύνολο 156 χωρών στο World Happiness Report 2019 του ΟΗΕ). Παρατηρούμε βέβαια την αντίφαση ότι, ενώ οι ίδιοι αναφέρουμε πολύ χαμηλή ικανοποίηση από τη ζωή μας όπως είναι, ταυτόχρονα παλεύουμε με νύχια και με δόντια να τη διατηρήσουμε ως έχει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ