Πολιτικη & Οικονομια

Παιδοκτονία-αυτοκτονία: μετά το σοκ

Μια νέα γυναίκα – μητέρα αυτοκτόνησε, αφού πρώτα σκότωσε το παιδί της. Ερωτήματα ζητούν επιτακτική απάντηση

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
371672_1_1.jpg
© ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ / INTIME NEWS

Ο Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής Παντείου Παν/μίου, ψυχαναλυτής, ομαδικός αναλυτής, και ο Γιώργος Τζεφεράκος, Ψυχίατρος, Διευθυντής ΜΟΘΕ ΟΚΑΝΑ, Επιστημονικός Συνεργάτης του Τμήματος Ψυχολογίας - Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πρόεδρος του κλάδου Ψυχιατροδικαστικής της ΕΨΕ, Γραμματέας του κλάδου Ψυχιατρικής, Νόμου και Δεοντολογίας της Παγκόσμιας Ψυχιατρικής Εταιρείας, γράφουν με αφορμή το θλιβερό συμβάν στο Νέο Κόσμο.


Μια νέα γυναίκα – μητέρα αυτοκτόνησε, αφού πρώτα σκότωσε το παιδί της. Ειδήσεις σαν και αυτή σε αφυπνίζουν με ένα τραγικό τρόπο από μια καθημερινότητα με τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματά της. Σε μια κοινωνία, που έχει συθέμελα κλυδωνιστεί για πολλά χρόνια με την κοινωνική και οικονομική κρίση και η οποία προσπαθεί με αγωνία να ξαναϋφάνει τους κοινωνικούς της δεσμούς και να θεμελιώσει στέρεους πυλώνες κοινωνικής αλληλεγγύης, αναπηδούν αμείλικτα τα ερωτήματα «τι πήγε στραβά;», «τι έπρεπε να είχε γίνει», «τι πρέπει να γίνει;». Ένα τέτοιο περιστατικό δεν είναι μια απλή καταγραφή αστυνομικού συμβάντος. Μετά το αρχικό σοκ και το πάγωμα της σκέψης που μας προκαλεί , η τραγωδία αυτή θέτει ουσιώδη ερωτήματα τόσο για την  πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και ψυχοπαθολογίας, όσο και για την ρεαλιστική δυνατότητα ενός δημόσιου συστήματος υπηρεσιών ψυχικής υγείας να προλάβει, να παρέμβει, να θεραπεύσει, να μάθει από τα κενά του , να αναστοχαστεί πάνω στις επιστημονικές δυνατότητες του και στην βούληση της πολιτείας  και της κοινωνίας να επενδύσει ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα στην συνοχή και συνέχεια της κοινοτικής φροντίδας ψυχικής υγείας.

Ερωτήματα που ζητούν επιτακτική απάντηση. Απάντηση οργανωμένη, ψύχραιμη, σταθερή και επιστημονικά τεκμηριωμένη, μακριά από επικοινωνιακές, μετεωρικές φωτοβολίδες. Φωτοβολίδες, οι οποίες όταν σβήσουν, αφήνουν μια τρομαχτική σιωπή, η οποία καλύπτει θεσμικά ελλείμματα, οργανωτικά σφάλματα, κοινωνικά στερεότυπα και ανεξίτηλα στίγματα. 

Για την αντιμετώπιση όλων των προαναφερθέντων χρειάζεται κατ’ αρχάς έρευνα, αναζήτηση, διερεύνηση μακριά από προκαταλήψεις, κοινωνικά στεγανά, σιωπή και ψευδο-βεβαιότητες για την απόλυτη επιστημονική αλήθεια. Αναζήτηση, που πρέπει να χαρακτηρίζεται από ειλικρινή επιθυμία για την αλήθεια και η οποία να εδράζεται επί της παραδοχής ότι τίποτα στον κόσμο δεν είναι απόλυτα καλό ή απόλυτα κακό και ότι μέσα στον κάθε άνθρωπο διαλαμβάνει χώρα μια συνεχής δυναμική εξισορρόπηση μεταξύ καταστροφικών και δημιουργικών δυνάμεων.

Παρόλη την κοινωνική εικόνα της μητρότητας, η οποία παρουσιάζεται ως ονειρική και εξιδανικευμένη, η πραγματικότητα της περιγεννητικής περιόδου και της λοχείας παρουσιάζουν αυξημένο ρίσκο για την εκδήλωση σοβαρών ψυχιατρικών προβλημάτων, τα οποία προϋπάρχουν αλλά παραμένουν σε λανθάνουσα μορφή, συμπεριλαμβανομένων αυτών της περιγεννητικής κατάθλιψης με η χωρίς ψυχωτικά στοιχεία, της αυτοκτονίας και της βρεφοκτονίας. Η περίοδος της εγκυμοσύνης επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στο σώμα, την ταυτότητα και την αντίληψη του εαυτού της γυναίκας και δύναται να διακινήσει σημαντικά τραύματα αναφορικά με τον δεσμό της νέας μητέρας τόσο με τη δική της μητέρα όσο και με τα δικά της παιδιά, σε μια διαδικασία διαγενεακής μετάδοσης του τραύματος. Υπάρχει συντριπτική κοινωνική και οικογενειακή πίεση για την γυναίκα να νιώθει πληρότητα, ολοκλήρωση και ευτυχία στον ρόλο της ως μητέρα ενώ οτιδήποτε αποκλίνει από το ιδεώδες αυτό πρότυπο απορρίπτεται και διαψεύδεται τόσο από το ίδιο το άτομο, σε μια διαδικασία αυτό-στιγματισμού, όσο και από την οικογένεια και την ευρύτερη κοινωνία. Το φαινόμενο της μη ευτυχισμένης μητέρας, της μητέρας που δυσκολεύεται ή αποποιείται τον ρόλο της, της μητέρας που εγκαταλείπει τα παιδιά της για οποιονδήποτε λόγο αποτελούν κοινωνικά ταμπού που απειλούν την οικογενειακή και κοινωνική συνοχή και συχνά παθολογικοποιούνται, στιγματοποιούνται και συγκαλύπτονται από την οικογένεια και την κοινωνία. Δυστυχώς, τραγικές περιπτώσεις παιδοκτονίας συχνά επισημαίνουν τα βαθιά κοινωνικά αυτά προβλήματα, τα οποία όμως δαιμονοποιούνται, δραματοποιούνται και ανάγονται σε προβληματικές σύγχρονων Μηδειών, αντί να καθίστανται αντικείμενα μελέτης, προβληματισμού και ανάλυσης, προκειμένου να αναγνωριστούν οι ευθύνες και τα αίτια τόσο ψυχιατρικά όσο και κοινωνικό-οικονομικά.

Σε μία προσπάθεια ενημέρωσης και αποδόμησης των προκαταλήψεων και των νοσηρών στερεοτύπων είναι σημαντική η παράθεση επιστημονικών δεδομένων, που αντλούνται από την διεθνή βιβλιογραφία. Η μητρική παιδοκτονία αναφέρεται συχνά ως υποκινούμενη από αλτρουιστικά κίνητρα προς το ίδιο το παιδί, αποφυγή και «τελική λύση» μιας χρόνιας ανίατης νόσου του παιδιού, χρόνια οξεία ψυχωτική συνδρομή της μητέρας, γέννηση ενός ανεπιθύμητου παιδιού, κακοποίηση της μητέρας ή του τέκνου από τον σύντροφο ή εκδίκηση προς τον πατέρα του παιδιού. Οι μητέρες αυτές, πέραν από προϋπάρχουσες πλην όμως λανθάνουσες ψυχιατρικές ή ψυχολογικές δυσκολίες, συχνά αντιμετωπίζουν πληθώρα ψυχοπιεστικών παραγόντων όπως οικονομικά προβλήματα, ανεργία ή οικονομική εξάρτηση από τον σύντροφο, κοινωνικό αποκλεισμό, απώλεια οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού ρόλου πέραν του μητρικού- φροντιστικού, ένδο-οικογενειακή βία ή συγκρουσιακές σχέσεις με τον σύντροφο, τους φίλους και την οικογένεια και έλλειψη υποστηρικτικού κοινωνικού δικτύου. Ένα σημαντικό 16-29% των παιδοκτονιών ολοκληρώνονται με την αυτοκτονία της μητέρας.

Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, η εν γένει παραβατική συμπεριφορά και εγκληματικότητα δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την μητρική παιδοκτονία αλλά με την παρουσία ψυχιατρικών προβλημάτων στην μητέρα από την προ- και περί-γεννητική περίοδο και μετά. Διεθνείς μελέτες συσχετίζουν τόσο τον παιδοκτονικό ιδεασμό όσο και την μητροκτονία ακολουθούμενη από αυτοκτονία (πέρασμα στην πράξη) με την παρουσία μεγάλης  βαρύτητας κατάθλιψης με ή χωρίς ψυχωτικά στοιχεία στην μητέρα, σε ένα ποσοστό 41%. Από την άλλη πλευρά, παιδιατρικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό, χωρίς αναφερόμενα ψυχιατρικά προβλήματα, καταδεικνύουν ότι το 70% των μητέρων με βρέφη που υποφέρουν από κολικούς, αναφέρουν σαφείς επιθετικές σκέψεις προς τα βρέφη τους με ένα συντριπτικό 25% από αυτές να αναφέρουν ρητές σκέψεις παιδοκτονίας κατά την διάρκεια επεισοδίων κολικών των παιδιών τους. Οι μελέτες αυτές επισημαίνουν επίσης την σημαντική δυσκολία γυναικολόγων, παιδιάτρων και γενικών ιατρών να ανιχνεύσουν πρώιμα σημάδια δυσφορίας, αποδιοργάνωσης της συμπεριφοράς αλλά και της συχνότητας αυτοκαταστροφικού ή ετεροκαταστροφικού ιδεασμού σε νέες μητέρες.

Ο κάθε άνθρωπος και η κοινωνία κατ’ επέκταση πρέπει να έχει το κουράγιο και την ωριμότητα να αναγνωρίσει την σκοτεινή της πλευρά. Εξ άλλου η προκατάληψη, το στίγμα και τα απλουστευτικά στερεότυπα στηρίζονται και ανατροφοδοτούνται από την ανεπεξέργαστη ψυχικά σκοτεινή πλευρά της εσωτερικής μας πραγματικότητας. Στέρεοι κοινωνικοί και ψυχικοί δεσμοί κτίζονται όταν δεν εξοβελίζεται η (ψυχική) αρρώστια, η αδυναμία, η ιδιαιτερότητα ως κάτι βδελυρό και αποτρόπαιο, αλλά  γίνεται αποδεκτό στην ολότητα του , ώστε  έτσι να βοηθιέται και να φροντίζεται.

Πέραν της αλλαγής, όμως, της στάσης απέναντι στην ψυχική αρρώστια, η οποία εκκινεί από τις παρυφές της ατομικής υποκειμενικότητας και υπερακοντίζεται στον πυρήνα της κοινωνικής θεμελίωσης, είναι απαραίτητη η οργάνωση αντίστοιχων δομών ψυχικής υγείας.

Οι δομές αυτές θα πρέπει να έχουν κάποια θεμελιώδη χαρακτηριστικά. Αναγκαία συνθήκη και προϋπόθεση για την αποτελεσματικότερη λειτουργία τους είναι η ουσιαστική ενσωμάτωση τους στην κοινότητα. Οι ψυχιατρικές δομές, αντί για αποθήκες ψυχών και πλαίσια διαιώνισης του κοινωνικού αποκλεισμού, πρέπει να  αποτελούν ένα ζωντανό ενδοκοινοτικό κόμβο και σημείο αναφοράς για την πληροφόρηση, πρόληψη και αντιμετώπιση της ψυχικής διαταραχής. Η επιτυχία, δε, αυτού του εγχειρήματος εδράζεται στην μαζική και βέλτιστη κινητοποίηση, χρήση και αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων έμψυχων και υλικών κοινοτικών πόρων. 

Μια άλλη παράμετρος επιτυχίας των δομών αυτών είναι η ευκολία πρόσβασης αλλά και η απενοχοποίηση της χρήσης τους. Είναι, πραγματικά τραγικό και εξοργιστικό, η έκκληση για βοήθεια ενός ανθρώπου να αρθρώνεται με ένα λόγο απολογητικό, γεμάτο ντροπή και φόβο. Τα συναισθήματα αυτά κατοπτρίζονται ανάγλυφα στα λόγια, που με αγωνία μας λένε οι ασθενείς μας: «Γιατρέ, βάλε με τελευταίο ραντεβού. Δεν θέλω να με δουν οι άλλοι. Δεν θέλω να ξέρουν ότι έρχομαι εδώ». Καθίσταται αδήριτη η ανάγκη της θέασης της ψυχικής υγείας και της ψυχικής νόσου σαν ένα συνεχές, ένα φάσμα που αφορά όλους μας, παρά σαν μια διχοτόμηση που διαχωρίζει «εμάς» από τους «άλλους» (ψυχικά ασθενείς).

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι καθίσταται επιτακτική η ανάγκη πρώιμης ανίχνευσης ψυχολογικών ή ψυχιατρικών δυσκολιών στην μητέρα από την προγεννητική κιόλας περίοδο καθώς και των παραγόντων που αυξάνουν το ρίσκο ένδο-οικογενειακής βίας, με την έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια.  Άλλοι σημαντικοί στόχοι που αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για την όποια επιτυχή παρέμβαση είναι η απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην κοινότητα, η ρεαλιστική σκιαγράφηση της μητρότητας καθώς και ο αποστιγματισμός των γυναικών αυτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον ρόλο αυτό μέσω επιμορφωτικών προγραμμάτων τόσο των επαγγελματιών υγείας που εμπλέκονται στην φροντίδα της νέας μητέρας (γυναικολόγοι, παιδίατροι, μαίες, νοσηλευτές) όσο και της ευρύτερης κοινωνίας.

Η επανάληψη των ίδιων επισημάνσεων για χρόνια, με αφορμή άλλη μια ανθρώπινη τραγωδία, φθείρει και ματαιώνει και τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας και την κοινωνία, όταν δεν προτάσσεται ένα νέο όραμα και σχέδιο δράσης για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ