Πολιτικη & Οικονομια

Πολιτιστικός επαρχιωτισμός

Το τι είναι σημαντικό και τι όχι για τα μίντια συχνά καθορίζεται από κριτήρια που αποπνέουν κοντόθωρο πολιτιστικό επαρχιωτισμό

4755-35205.jpg
Ανδρέας Παππάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
social-media-3694929_1920.jpg

Πρόσφατα πέθανε η υψίφωνος Μονσερά Καμπαγιέ. Γράφτηκαν αρκετά για αυτήν. Ίσως επειδή διατηρούσε κάποιου είδους σχέση με την Ελλάδα, έχοντας συνεργαστεί με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και έχοντας έρθει αρκετές φορές στη χώρα μας. Γενικώς, για να θεωρηθεί αξιομνημόνευτη από τα μίντια (έντυπα και ηλεκτρονικά) μια απώλεια από τον χώρο του πολιτισμού, πρέπει λίγο-πολύ ο/η εκλιπών/ούσα να είχε κάποια σχέση με την Ελλάδα.

Πριν από περίπου ένα μήνα, πέθανε επίσης ο αρχιτέκτονας Ρόμπερτ Βεντούρι, σε ηλικία 93 ετών. Το γεγονός αγνοήθηκε από τα ελληνικά ΜΜΕ, με ελάχιστες εξαιρέσεις, που και αυτές περιορίστηκαν σε λίγες λέξεις. Και όμως, ο Ρόμπερτ Βεντούρι ήταν ο πατέρας του μεταμοντερνισμού, ρεύματος το οποίο, με αφετηρία την αρχιτεκτονική, τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει επηρεάσει καθοριστικά όλες τις τέχνες. Μπορεί ο μεταμοντερνισμός να είναι ή να μην είναι του γούστου μας, μπορεί κάποιοι να τον θεωρούν κιτς, μπορεί κάποιοι άλλοι να θεωρούν ότι υπήρξε απλώς μια μόδα και ότι έχει φάει ήδη τα ψωμιά του. Ωστόσο, αυτό δεν μειώνει καθόλου τη σημασία του για την ιστορία της τέχνης – και όχι μόνο. Και για να γίνω λίγο πιο δημοσιογραφικός, ο Βεντούρι υπήρξε για τον μεταμοντερνισμό ό,τι περίπου υπήρξε ο Λε Κορμπυζιέ για τον μοντερνισμό. Εκλεκτικιστής, ενσωμάτωνε στα κτίρια που σχεδίαζε διακοσμητικά στοιχεία τόσο από την ιστορική παράδοση της αρχιτεκτονικής όσο και από τη λαϊκή (ποπ) κουλτούρα, αμφισβητώντας έμπρακτα τη λιτότητα εκφραστικών μέσων και την απόλυτη αυστηρότητα του μοντερνισμού, και ειδικότερα του λεγόμενου International Style.

Όμως, θέμα μου δεν είναι ο Βεντούρι και η επίδρασή του στην αρχιτεκτονική και την τέχνη ευρύτερα. Θέμα μου είναι το πώς αντιμετωπίζονται από τα ελληνικά μίντια, και μέσω αυτών από την ελληνική κοινή γνώμη, τα τεκταινόμενα στον χώρο της τέχνης, και ειδικότερα οι εκδημίες καλλιτεχνών.

Επανέρχομαι, λοιπόν, στη μουσική. Εδώ και χρόνια, παρακολουθώντας τα σχετικά δημοσιεύματα, μου έχει κάνει εντύπωση ότι οποιοσδήποτε έχει σχέση με τη μουσική (τουλάχιστον τη λεγόμενη κλασική) και έχει πρόσφατα αποδημήσει εις Κύριον δικαιούται πέντε αράδες ή πέντε κουβέντες παραπάνω μόνο αν το όνομά του συνδεθεί με κάποιον «δικόν μας». Και επειδή οι υπερδιάσημοι «δικοί μας» σε αυτό το πεδίο δεν είναι, δα, και άπειροι, κριτήριο καταλήγει να είναι αν η σταδιοδρομία του/της εκλιπόντος/ούσης συνδέεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με τη Μαρία Κάλλας, τον Δημήτρη Μητρόπουλο, άντε και με την Αγνή Μπάλτσα ή τον Λεωνίδα Καβάκο. Πεθαίνει ο σημαντικός τενόρος Χ; Αν είχε κάποτε τραγουδήσει, είτε live είτε σε δίσκο, με τη Μαρία Κάλλας, κάποια μνεία του θανάτου του θα υπάρξει στα κανάλια ή στις εφημερίδες. Αν, όμως, δεν είχε τύχει (για τους όποιους λόγους, ακόμα και ηλικιακούς ή επειδή συνεργαζόταν με άλλη δισκογραφική εταιρεία) να τραγουδήσει με την Κάλλας, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι στα ελληνικά ΜΜΕ. Αν, πάλι, ήταν σολίστας ή διευθυντής ορχήστρας, το πρώτο που δείχνει να απασχολεί τους συντάκτες του πολιτιστικού ρεπορτάζ είναι αν είχε παίξει με τον Μητρόπουλο, αν ήταν ανταγωνιστής του Μητρόπουλου, τι είχε πει για εκείνον ο Μητρόπουλος, κ.ο.κ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Μαρία Κάλλας υπήρξε μία από τις κορυφαίες υψιφώνους του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα σε ρόλους του μπελκάντο. Ούτε βέβαια «η μοναδική», ούτε οι γυναικείοι ρόλοι στην ιστορία της όπερας άρχισαν ή τελείωσαν με εκείνη. Δεν υπάρχει, επίσης, αμφιβολία πως ο Δημήτρης Μητρόπουλος υπήρξε ένας από τους σημαντικούς διευθυντές ορχήστρας του 20ού αιώνα, δίπλα πάντως σε πολλούς άλλους, των οποίων τα ονόματα δεν έχει βέβαια νόημα να παραθέσω εδώ. Ούτε «ο κορυφαίος», ούτε «ανεπανάληπτος» υπήρξε ο άνθρωπος. Στο κάτω κάτω, για διεύθυνση ορχήστρας μιλάμε, όχι για άλμα επί κοντώ ή για ενόργανη γυμναστική.

Συμπερασματικά και εν ολίγοις, τον ιδιότυπο αυτό πολιτιστικό επαρχιωτισμό τον τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό, με τον τρόπο που προσεγγίζουν τέτοιου είδους συμβάντα, τα ΜΜΕ. Και βέβαια, όταν κάνω λόγο για επαρχιωτισμό, πρόθεσή μου δεν είναι να υποβαθμίσω καθετί ελληνικό, και μάλιστα από τη σκοπιά ενός σνομπίστικου κοσμοπολιτισμού. Επαρχιωτισμός είναι να θεωρείς ότι το χωριό σου είναι το πιο όμορφο στον κόσμο, ότι οι συμπατριώτες σου είναι οι πιο έξυπνοι, ότι η χώρα σου βγάζει «διαμάντια» ενώ οι άλλοι λαοί είναι απλώς μέτριοι, ότι κανένας δεν μπορεί να φτιάξει το κοκκινιστό καλύτερα απ’ ό,τι η μάνα σου, κ.λπ.

Μιας και άρχισα με τον θάνατο της Καμπαγιέ, ας κλείσω με μιαν άλλη αναφορά στη μουσική: πριν από λίγους μήνες πέθανε ο μείζων Ρώσος μαέστρος Γκενάντι Ροζντβέστβενσκι. Δεν ισχυρίζομαι ότι έπρεπε να βάλουμε τις πλερέζες για τον Ροζντβέστβενσκι. Αλλά, να, δύο λεπτά στην τηλεόραση ή ένα μονόστηλο το δικαιούνταν, ενδεχομένως, ο μακαρίτης. Αλλά ξέχασα: δεν συνεργάστηκε με την Κάλλας, δεν υπήρξε μαθητής, φίλος ή ανταγωνιστής του Μητρόπουλου, δεν υπάρχει φωτογραφία του όπου να τον ασπάζεται η Μελίνα Μερκούρη. Οπότε...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ