Ταξιδια

Τα Κουφονήσια του Κρατερού Κατσούλη

Αυτό που δεν άλλαξε και δεν θα αλλάξει είναι οι καλημέρες, οι συζητήσεις, οι πλάκες, οι κουβέντες τα πρωινά στη «Χελώνα» του Νικήτα

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 444
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
45114-101379.jpg

Ο Κρατερός Κατσούλης γράφει στην ATHENS VOICE για τα Κουφονήσια.

Κουφονήσια: Καλοκαίρι 1985, πρώτο μου ταξίδι στον επίγειο παράδεισο. Το ταξίδι ήταν πάνω από 12 ώρες με τον παλιό Σκοπελίτη, το πλοίο αρόδο, το καΐκι παραλαμβάνει τους επιβάτες και στη παραλία μάς περιμένει το κόκκινο τρακτέρ του «Φοίνικα» (Δημήτρης Μαύρος) να μας πάει στα πρώτα τέσσερα δωμάτιά του, που έχουν λάμπες πετρελαίου, όπως και η πλειοψηφία του νησιού. Από τότε πολλά άλλαξαν. Έγινε λιμάνι, έγινε μαρίνα για μικρά και μεγάλα σκάφη, χτίστηκαν δωμάτια, ξενοδοχεία μικρότερα και μεγαλύτερα, φτιάχτηκε ο δρόμος για το Πορί –η τελευταία παραλία του νησιού– και ο Ρουσέτος (του καπετάν Κώστα Πράσινου), που δεν προλαβαίνει να πηγαινοφέρνει τον κόσμο σε όλες τις παραλίες και στο κάτω νησί.

Αυτό που δεν άλλαξε και δεν θα αλλάξει είναι οι καλημέρες, οι συζητήσεις, οι πλάκες, οι κουβέντες τα πρωινά στη «Χελώνα» του Νικήτα, με την υπέροχη ψαγμένη μουσική, που χρόνια τώρα με φωνάζει Κωστάκη· στο στέκι της Μαρίας, με τα πιο νόστιμα τηγανητά αυγά· στα «Καλάμια» του Γιάννη και του Νίκου (και ας μην είναι πια μαζί μας) με τα διάσημα ανά τον κόσμο πια μοναδικά γλυκά· στο «Πέτρινο» της κυρα-Κατερίνας με τις αφράτες βάφλες, στην παραλία του Φανού, από όπου συνήθως ξεκινάει η μέρα. Μετά προμήθειες για την παραλία. Έχουμε, παρακαλώ, τρία σούπερ μάρκετ. Δεν ξέρω αν είναι η πιο παλιά η κυρα-Μαρουσώ, που μάλλον είναι, ή η κυρα-Ελευθερία με τα 14 παιδιά, αλλά είναι και οι δυο λατρεμένες. Και στη μέση της διαδρομής, που είναι δεν είναι συνολικά 300 μ., βρίσκεται και ο νεότερος της παρέας, ο Βενέτης. Όπως αντιλαμβάνεστε, αποκλείεται να μη βρείτε αυτό που ψάχνετε.

Όλο το πάνω νησί είναι, αν δεν κάνω λάθος, 11 τ. χλμ. Δηλαδή τρεισήμισι ώρες περπάτημα γύρω-γύρω, και δεν του λείπει τίποτα. Μόνο τα ονόματα των αγαπημένων να γράψω... Είναι πολλά τα χρόνια και ατέλειωτες οι ιστορίες. Όπως και τα τηλέφωνα που κάνω στο νησί τώρα, γράφοντας, για να τσεκάρω ονόματα μαγαζιών, μην κάνω κάποιο λάθος ή ξεχάσω κάποιον και έχουμε παρεξηγήσεις.

Οι κυρίως παραλίες είναι 5: του Χωριού, του Φοίνικα, του Φανού, η Ιταλίδα (Μαρία και Αλέξη, αγαπημένοι μου, δεν πάει το χέρι μου να γράψω Πλατιά Πούντα) και το Πορί. Ανάμεσά τους, πολλοί μικροί κόλποι και μια φυσική βραχώδης πισίνα, όλα σε μοναδικές αποχρώσεις του μπλε. Τις Πλάκες, το Μάτι του Διαβόλου και το Γάλα θα τα ανακαλύψετε ρωτώντας. Η άλλη επιλογή είναι να πάρετε το καΐκι του καπετάν-Κώστα (ή Ρουσέτου που λέγαμε) και να περάσετε στο κάτω νησί σε 10 λεπτά, όπου έχουμε άλλες 3 υπέροχες παραλίες. Για τον καπετάνιο έχουν γραφτεί ουκ ολίγα άρθρα για την προσφορά του και για τη σωτήρια επέμβασή του στη μεταφορά επειγόντων περιστατικών και έχει βραβευτεί κιόλας, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Πού ήμασταν; Α, ναι! Κολυμπήσαμε, δροσιστήκαμε, χαρήκαμε τον ήλιο και επιστρέφουμε.

Κεφάλαιο φαγητό. Εδώ έχουμε πολλά και όλα καλά! Καταρχήν, αν είμαστε Πορί, μένουμε στο «Καλόφεγγο» του Αλέξανδρου και τρώμε απλά και ψαγμένα με ωραία μουσική και θέα όλο τον κόλπο. Αν επιστρέφουμε με τα πόδια, πέφτουμε στον «Φοίνικα». Τρελές ταχύτητες, φρέσκο φαΐ, εξαιρετικός ψήστης (γεια σου, ρε Νικόλα!) και τρελό γλέντι. Για μένα η πιο νόστιμη αστακομακαρονάδα και οι πιο ωραίες μοσχαρίσιες μπριζόλες. Ο Φοίνικας ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα στο νησί και έχουμε ζήσει μαζί πολλά. Πάρα πολλά! Και θα μείνουν, συγγνώμη, μεταξύ μας. Η πάντα χαμογελαστή Γιώτα, η γυναίκα του, ο Γιώργης (ίδια ημερομηνία τα γενέθλιά μας) και ο Μανώλης, τα παιδιά του, μέχρι πρότινος στο άψογο σέρβις και όχι μόνο. Αν τους δείτε να χορεύουν Δεκαπενταύγουστο, θα καταλάβετε.

Με βαριά καρδιά φεύγουμε και πάμε λίγο πιο κάτω, στο «Χοντρόκαβο». Η μοναδική Γιωργούλα είναι εκεί με τα φαγητά της, και μαγειρευτά, τα πειράγματά της και την υπέροχη φωνή της – και με δισκογραφία, παρακαλώ. Λίγο πριν φτάσουμε στο χωριό είναι ο αγαπημένος Γιάννης Πράσινος με τις αδερφές του και η ταβέρνα του Μιχαλιού. Το καλύτερο κατσικάκι Κέρου που μπορείτε να φανταστείτε. Και ίσως το πιο πλατύ και φωτεινό χαμόγελο του νησιού. Να ’στε καλά όλοι!

Επιτέλους, φτάσαμε στην αρχή του χωριού. Η ταβέρνα του Λευτέρη πάνω στην παραλία, ιδανική για περαντζάδα, καλό φαΐ, θέα όλο το λιμάνι με τις βάρκες του, όμορφα και το βράδυ. Συνεχίζουμε παραλιακά και μόλις περάσουμε το καφενείο στο λιμάνι, του αγαπημένου, επίσης, Νικήτα (όλα τα καλωσορίσματα και οι αποχαιρετισμοί), με ελληνικό καφέ, φρέντο ή ρακόμελο, στρίβουμε δεξιά πάνω για το «Ρεμέτζο» της κυρα-Στέλλας. Μαγειρευτά φαγητά απίστευτα, με πολύ κέφι σερβιρισμένα από την Άννα και την Τασία (η εμμονή μου είναι με τους μελιτζανοντολμάδες), και σπιτικό γλυκάκι κέρασμα στο τέλος. Φτάσαμε στην κορυφή της μοναδικής μικρής ανηφόρας του λιμανιού. Αριστερά έχουμε τους «Αχώριστους» (Νικήτας-Πέτρος), την πιο νέα ταβέρνα του νησιού και σε στιλ και σε γεύσεις και με θέα όλο το Κουφονήσι από «ψηλά».

Συνεχίζοντας αυτό το δρόμο προς το παλιό λιμάνι έχουμε και τις δύο, νομίζω, τελευταίες επιλογές. Ο «Καπετάν-Νικόλας» και το «Καρνάγιο». Στο πρώτο, ο γιος του Παναγιώτης συνεννοείται… με τα ψάρια και αυτά έρχονται και καλοψήνονται στο μαγαζί! Άρα ψάρι = καπετάν Νικόλας, κυρίως. Με όλη την οικογένεια να συνεχίζει την παράδοση, με κέφι και χαμόγελο. Προσπερνάμε προσωρινά το μύλο του Σιγάλα, τέλεια πανοραμική θέα όλου του νησιού, μουσικούλα, ρακόμελα, και κατηφορίζουμε προς το καρνάγιο, αλλά και το ουζερί-μεζεδοπωλείο –όπως θέλετε πείτε το–, του Γιάννη Πράσινου. Τέλειοι μεζέδες, θαλασσινά, πίτες και ό,τι άλλο σε αυτό τον ήρεμο φυσικό κολπίσκο, με ούζα, τσίπουρα, μπίρες ή ρακόμελα. Στην υγειά μας! Και από εδώ αρχίζει η μπαρότσαρκα. (Και εδώ και ώρα στην Α.V. αναρωτιούνται μήπως το άρθρο βγει σε συνέχειες και σε άλλα τεύχη, όπως και πόσο στ’ αλήθεια καλή ιδέα ήταν να μου πουν να γράψω.)

Πάμε από μέσα, από το μοναδικό δρόμο του χωριού, να κυκλώσουμε τη διαδρομή. Πρώτο μπαράκι το «Σχολείο», μικρό, πέτρινο, υπέροχο και με επιτραπέζια. Σιγά-σιγά μπαίνουμε στο χωριό και συναντάμε όλα τα μαγαζιά που χρειαζόμαστε. Καταρχήν το φαρμακείο μας. Γεια σου, Βασιλική. Τι σχέση έχει το φαρμακείο με τα μπαρ; Δοκιμάστε να πιείτε και να μην έχετε μια ασπιρίνη για την επόμενη μέρα και το ξανασυζητάμε. Στα αριστερά φτάνουμε στον «Σείριο». Το μαγαζί με παρεό, κοσμήματα, βιβλία και όχι μόνο, των αγαπημένων Γιώργου και Γιώτας.

Απέναντι έχουμε τους πράκτορες Εισιτηρίων, η μία και μοναδική Κατερίνα Πρασίνου, του Τύπου η αδερφή της Γιάννα, και Σοφία, η άλλη αδελφή, το ταχυδρομείο. Και μαζί με τον Ρουσέτο, που κάνει όλες τις μεταφορές, βλέπε αρχή της ιστορίας, όλα παιδιά του καπετάν-Κώστα. Ο τέλειος συνδυασμός. Σε πακετάρουν, σου βγάζουν εισιτήριο, σε μεταφέρουν και ο χάρτης δώρο! 4 σε 1! Να ’στε πολύ καλά όλοι. Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στο «Αστρολούλουδο». Τα πρώτα ρακόμελα, παρέες και πειράγματα, από τον Μανώλη και την Αγράμπελη. Μήπως πήγε αργά και πεινάσαμε λίγο; Στη γωνία, η «Στροφή», το καλύτερο και μόνο σουβλάκι στο χέρι, στο νησί. Του Λευτέρη. Πάντα με χαμόγελο και ταχύτητα, από τον Δημήτρη. Φύγαμε με το σουβλάκι στο χέρι και πάμε για την παραλία του χωριού στο λιμάνι. Η μεγάλη υπέροχη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου προστάτη του νησιού – να πάτε Πάσχα να δείτε και να ζήσετε την περιφορά της εικόνας! Στη στροφή δεξιά το «πέρασμα», είδη δώρων, υφαντά σουβενίρ και όχι μόνο από την κυρία Μαρία. Κουράγιο, φτάνουμε!

Αριστερά τα «Καλάμια» με τα διάσημα ανά τον κόσμο γλυκά που λέγαμε… Και με τον καλύτερο μπάρμαν γενικώς, Γιάννη, με τη σωστή πρόταση για κοκτέιλ ανά πάσα στιγμή. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται το μαγαζί «Άσπρα χαλιά», της δικιάς του μανούλας της κυρα-Αννιάς, αντικείμενα διακοσμητικά και χρηστικά, φτιαγμένα με υλικά από παραλίες του νησιού. Δίπλα από τον Νικόλα που φτιάχνει τα ομορφότερα ασημένια κοσμήματα στο νησί και δίπλα από τη Μάνια που έχει είδη δώρων και υπέροχα πήλινα! (Εδώ που είστε είναι ευκαιρία να δοκιμάσετε την τρελή πίτσα στο «Φως φανάρι»). Τέλος, τα δυο μεγάλα και παλιά μπαρ του νησιού, «Εν πλω» και ο θρυλικός «Σορόκος», κέφι και χορός μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Μην παραλείψετε τους αφράτους πεντανόστιμους λουκουμάδες στο «Κύμα» της κυρα-Μαρίας, και το μαγαζί της Λίζας και της Κατερίνας, για ρούχα, βερμούδες, ιδιόχειρες ζωγραφισμένες μπλούζες αλλά και… ποδήλατα προς ενοικίαση.

Σχεδόν όλοι έχουν και δωμάτια που νοικιάζουν κοντά ή λίγο μακρύτερα από τις παραλίες. Ο Φοίνικας, ο Γιάννης του Μιχαλιού και οι Αλκυωνήδες ήταν αυτά τα χρόνια οι δικές μου επιλογές, φίλοι έχουν μείνει σχεδόν σε όλους. Στα Γαληνά του μοναδικού Αντώναρου, φτιαγμένα αποκλειστικά με πέτρα και βαμμένα σε χρώμα γαλάζιο τιρκουάζ, στην ανατολή και στη δύση, γίνονται ένα με τον ουρανό. Του Σταμάτη η «Ατλαντίδα» και ο νεόκτιστος παράδεισος της Γιωργούλας στο Χοντρόκαβο, της κυρίας Μαρίας αμέσως μετά και πριν του Φοίνικα, της κυρα-Κατερίνας στον Φανό κ.λπ. Ακόμα και στο Πορί μπορεί κάποιος να μείνει και μάλιστα να νοικιάσει ολόκληρο σπίτι, αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι είναι καθαρά, όμορφα και τακτοποιημένα, ότι υπάρχουν δωμάτια σε όλες τις τιμές. Μπείτε στο ίντερνετ, δείτε, μιλήστε μαζί τους, συγκρίνεται και αποφασίστε. Ραντεβού στα δικά μας Κουφονήσια!


Κρατερός Κατσούλης είναι ηθοποιός

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ