Ταξιδια

Muchas gracias, Athens Voice

Της Γιώτας Πούλου

62222-137653.jpg
A.V. Team
ΤΕΥΧΟΣ 241
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
43875-98630.jpg

Κι εσάς, άγνωστη-ε συναναγνώστες. Που όπως κι εγώ στείλατε το μήνυμα για την κλήρωση. Κληρώθηκα στο όνειρο. Και στην αλήθεια, αφού πίστευα μέχρι τώρα ότι τέτοιοι διαγωνισμοί είναι σικέ. Γιόρταζαν τα πέντε χρόνια τους. Χρόνια πολλά, φωνούλα. Σε πήρα μαζί μου και στην Κούβα. Μη ρωτάς γιατί.

Μετά από πολύωρη πτήση, νύχτα, τα φώτα της Αβάνας. Σα λαμπιόνια χρωματιστά, σωρός, μπροστά στη θάλασσα. Ωραία λούνα-παρκ, ξεφωνίζει ο γιος μου. Ναι, πήγα με το γιο μου. Μη ρωτάς γιατί. Στο ταξί για τη Μιραμάρ εξηγώντας στον προέφηβο για την επανάσταση και τη δημοκρατία, διαπιστώνω ότι αυτή η γενιά δεν θα κρεμάσει την αφίσα με τον Γκεβάρα στα δωμάτιά της. Και σταματάω.  Ίσως βγάλουν ένα νέο Τσε. Από το ανοιχτό παράθυρο έρχονται μυρωδιές φτηνού αρώματος, θάλασσας και κάτι μισοσάπιου. Εισέπνεα το διαφορετικό αχόρταγα.

Πέντε νύχτες, έξι μέρες, περιμένουν να μας αποκαλύψουν ή να ανακαλύψουμε αυτή τη νησιώτικη χώρα που αντέχει ακόμα στα καυτά χνώτα του λύκου. Από την αρχή καταλαβαίνω πως είτε θα ακολουθήσουμε το πρόγραμμα καρτ-ποστάλ, την ιλουστρασιόν φάση, φοίνικες, παραλίες, πολυτέλεια και όλα τα άλλα για να τα φωτογραφίζουμε από απόσταση… ή θα λιώσουμε παπούτσια. Με εξαίρεση τη Φίνκα Βίγια και το Τρινιδάδ, στην πρώτη για προσκύνημα στον  Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στη δεύτερη για την αρχιτεκτονική της μοναδικότητα, η Λα Αμπάμα κυριαρχεί στις αισθήσεις μας. Και προσπαθώ να αφεθώ στο μόλο της Μαλεκόν, και νιώθω πολύ μαλάκας για το πώς ορίζω μέχρι τώρα τη χαρά και τη διασκέδαση. Τρεις αμπανέρος δίπλα μου να πίνουν ρούμι από τη διάφανη μπουκάλα και να τραγουδούν σάλσα. Τα κύματα του ωκεανού να έρχονται ορμητικά και να γεμίζουν τις τετράγωνες μπανιέρες, σκαλισμένες στους βράχους της ακτής.

Στην Πλάσα Δε Σαν Φρανσίσκο, στα καλντερίμια πίσω από την Αδουάνα, τελωνείο, μια όμορφη μιγάδα σταματάει στην επίκλησή μου για μια πληροφορία. Κοιτάζω μόνο το αραχνοπλεγμένο της ζακετάκι στο μοβ της πασχαλιάς. Κατάλαβε, είναι δικό μου λέει, κάνοντας νοήματα για το πώς το έχει πλέξει. Θα μπορούσα να της ζητήσω να μου το πουλήσει, άλλα έχω καταλάβει ότι οι άνθρωποι εδώ είναι πολύ αξιοπρεπείς και δεν δέχονται χρήματα. Κάνει να φύγει, βγάζω αμέσως και της προτείνω το τζιν μπουφάν μου, το φουλάρι και τη ζώνη μου, φωνάζοντας «τε κιέρο». Μου το δίνει. Ευχαριστώ πολύ, της λέω στη γλώσσα μου, κόμε τε γιάμο; Μαρία Ροντρίγκεζ, χαμογελάει πλατιά.

Κοντά στην Πλάσα Δε Άρμας γευόμαστε κρεολέζικη κουζίνα στον παραδείσιο κήπο ενός εστιατορίου, όπου κυκλοφορούν ελεύθερα παγόνια, παπαγάλοι και κοκόρια. Η μικρή ορχήστρα παίζει ρούμπα και σάλσα και γελάνε με μένα που τραγουδάω Βαμβακάρη, και προσπαθούν να παίξουν το ρεμπέτικο ρυθμό.

Στην Πλάσα Δε Λα Κατεδράλ λιαζόμαστε απολαμβάνοντας τη θέα του καθεδρικού, ενώ μουτάτας με παραδοσιακές φορεσιές καπνίζουν τεράστια πούρα και φωτογραφίζονται για 1 πέσος. Δύο καραφλοί  Έλληνες μας προσπερνούν αδιάφοροι μαζί με μια εντυπωσιακή μουλάτα. Πηγαίνουν στην Μποντεγκίτα, ένα από τα στέκια του Χέμινγουεϊ. Ο’Ρέλι, Ομπίσμπο, πάνω κάτω στους κεντρικούς δρόμους της Αβάνα Βιέχα. Μπαρ με ζωντανή μουσική, μαγαζιά… ένα κραγιόν 5 πέσος κονβερτίμπλε, όταν ο μισθός μιας ιατρού είναι 20 πέσος. Το παίρνω για να το χαρίσω στη Ρόζα την καμαριέρα μας. Το δοκιμάζω όμως. Σαν μαρμελάδα κολλάει στα χείλη μου. Στο τέλος της Ομπίσμπο αράζουμε στα σκαλιά του επιβλητικού Καπιτώλιου. Μουτάτας στην πλατεία μπροστά, και συλλεκτικά παλιά αυτοκίνητα αμερικανικά. Αυτά τα αυτοκίνητα με εντυπωσίασαν από την αρχή. Βγάζουμε φωτογραφία πλάι στον χαμογελαστό Έρνεστ στο κατάμεστο μπαρ Φλοριντίτα, πράγμα που κάνουν όλοι εκεί, αγγίζοντας το μύθο. Μοχίτο και νταγκίρι. «Αυτός δεν έγραψε τον “Γέρο και τη θάλασσα”;». Με ρωτάει, γυρίζει, ξανακοιτάζει το άγαλμα, «ωραίος τύπος» καταλήγει ο εκκολαπτόμενος.

Έξω από τη βιβλιοθήκη συναντάμε τον Αριστοφάνη. Είναι δάσκαλος και μιλά τα αρχαία ελληνικά! Ο μικρός κεντρίζεται, συνεχίζουμε παρέα με τον Κουβανέζο δάσκαλο να μας απαγγέλνει Πίνδαρο. Αποχαιρετιόμαστε και μπαίνουμε σ’ ένα κατάστημα με αθλητικά είδη επώνυμα, δυτικά. Αντίντας τρεις φορές κάτω από ό,τι στην Ελλάδα.

Φυσικά τα αγοράζουμε. Σε ένα παγκάκι πιο κει κάθεται να τα φορέσει. Έρχεται μια γριά, σκύβει, του τα βάζει, δένει τα κορδόνια, χαϊδεύει τα παπούτσια. Παθαίνω σοκ. Της δίνω δύο πέσος, αρνείται, φεύγει. Γιατί το έκανε αυτό, μαμά; Γιατί δεν πήρε τα λεφτά, φαινόταν πολύ φτωχή, με κοιτάζει όλο απορία. Έλα μου ντε;  Ένας διαφημιστής θα μπορούσε να μας εξηγήσει το προφίλ της.

Τελευταίο βράδυ στη φιδογυριστή Μαλεκόν. «Η Αβάνα τη νύχτα από τη θάλασσα μοιάζει η ωραιότερη πόλη στον κόσμο» είχε πει ο Έρνεστ, λέω στο γιο. Για να μου απαντήσει ακαριαία, πως φαίνεται σαν μόλις να έχει βομβαρδιστεί. Μην κοιτάς το δάχτυλο, κοίτα το φεγγάρι του λέω. Τα κτίρια ανακαινίζονται, βάφονται, με μας τι γίνεται;

Ένιωσα να ζωντανεύει η χαυνωμένη μου ψυχή όσο ήμουν εδώ. Να επαναστατεί. Επιστρέφω.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ