Τεχνολογια - Επιστημη

Διαδικαστική Ρητορική: Πώς επιχειρηματολογούν τα videogames

Τα βιντεοπαιχνίδια ως μορφή πειθούς

Γιώργος Δρίτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η «διαδικαστική ρητορική» ή «ρητορική προσομοίωσης» είναι η ρητορική που εκφράζουν οι κανόνες και οι μηχανισμοί ενός videogame – Το παράδειγμα του «Papers, Please».

Στο επεισόδιο #16 του GDC (Game Developers Conference) με τίτλο «Welcome to Hades: Roguelikes and Narrative Design with Supergiant's Greg Kasavin» ο Kasavin, creative director και σεναριογράφος του Hades, μιλάει για τις αξίες του studio και λέει κάτι που έχω ακούσει από ένα σωρό κορυφαίους δημιουργούς ανεξαρτήτως του πεδίου τους. Ο ίδιος το θέτει σε μορφή ρητορικής ερώτησης, ως εξής: Πώς μπορούμε να πούμε μια ιστορία με μοναδικό τρόπο που δε μεταφράζεται σε άλλα μέσα; Πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό που ξεχωρίζει τα games στην αφηγηματική μας προσέγγιση;

Πραγματικά, τι κάνει τα videogames να διαφέρουν από όλα τα υπόλοιπα μέσα; Ναι, είναι διαδραστικά, αλλά δεν είναι το μόνο είδος διαδραστικού software εκεί έξω, οπότε η απάντηση αυτή δεν επαρκεί. Δε βρισκόμαστε ακριβώς σε αχαρτογράφητα εδάφη με αυτή την ερώτηση. Οι διαθέσιμες πηγές πληθαίνουν προοδευτικά την περασμένη εικοσαετία και βάλε, με άρθρα, ακαδημαϊκές εργασίες, με διδακτορικά και βιβλία ολόκληρα. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες αναλύεται στο βιβλίο «Persuasive Games: The Expressive Power of Videogames» του Ian Bogost. Ο Bogost, game developer και ακαδημαϊκός του μέσου με φόντο προγραμματισμού, εξηγεί πως τα videogames έχουν την ιδιότητα «να αναπαριστούν διαδικασίες με διαδικασίες». Η θεωρία αυτή αποκαλείται και «ρητορική προσομοίωσης» ή «διαδικαστική ρητορική». Πρόκειται για μια ρητορική και ταυτόχρονα μια αφήγηση, που τελείται όχι με τη γλώσσα, τους διαλόγους, ή το δράμα, αλλά με τους κανόνες και τους μηχανισμούς ενός videogame.

To «Papers, Please» είναι ένα puzzle/simulation video game του ανεξάρτητου δημιουργού Lucas Pope που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2013. Στo δυστοπικό, πλασματικό, Σοβιετικού τύπου έθνος της Arstotzka ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο ενός εργάτη που μέσω κρατικής λοταρίας κερδίζει μία δυσεύρετη θέση εργασίας ως λειτουργός της υπηρεσίας μετανάστευσης σε ένα νέο σημείο ελέγχου.

Ως υπεύθυνος μετανάστευσης, ο παίκτης πρέπει να ελέγξει κάθε μετανάστη και να επιστρέψει τα διαβατήρια του πολίτη και άλλα δικαιολογητικά έγγραφα αντιμέτωπος με έναν συνεχώς αυξανόμενο κατάλογο κανόνων, χρησιμοποιώντας μια σειρά εργαλείων και οδηγών, επιτρέποντας την πρόσβαση μόνο σε όσους διαθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα, απορρίπτοντας όσους δεν καταφέρνουν να τα παρουσιάσουν και σε ορισμένες περιπτώσεις συμβάλλοντας στην σύλληψη μεταναστών με ψευδεπίγραφα στοιχεία. Ο παίκτης ανταμείβεται με έναν ημερήσιο μισθό το μέγεθος του οποίου εξαρτάται από τον αριθμό των μεταναστών που θα προλάβει να «εξυπηρετήσει», ενώ επίσης τιμωρείται με μειώσεις για τα λάθη του. Ο μισθός χρησιμοποιείται για την παροχή καταφυγίου, φαγητού και θερμότητας για την ψηφιακή οικογένεια του παίκτη.

Η διαδραστική φύση του Papers, Please το καθιστά ένα εξαιρετικά υλοποιημένο νοητικό πείραμα ηθικής. Ποια απόφαση θα πάρει ο παίκτης όταν κληθεί, σύμφωνα με τους αυστηρούς κανονισμούς, να απορρίψει την πρόσβαση ενός πατέρα που ταξιδεύει για να σμίξει με την οικογένειά του απλώς και μόνο επειδή το διαβατήριο του έχει κάποιο τυπογραφικό λάθος; Αντιστρόφως, θα επιτρέψει σε έναν έμπορο λευκής σαρκός να εισέλθει στη χώρα γνωρίζοντας τις συνέπειες τις πράξεις του, αφού τα χαρτιά του είναι στην εντέλεια; Κάθε παράβαση των οδηγιών μπορεί να σημαίνει την απώλεια ενός από τα μέλη της οικογένειάς του. Οι δύο αντικρουόμενες πεποιθήσεις του παίκτη, δηλαδή «δεν πρέπει να βλάψω κάποιον αθώο» και «δεν πρέπει αν βλάψω την οικογένειά μου» προκαλούν ενώπιον του διλήμματός του την κατάσταση της γνωστικής ασυμφωνίας. Εν προκειμένω δε μας απασχολεί η εκάστοτε ατομική απόφαση που θα ληφθεί. Αυτό που μας αφορά είναι η στάση που ενθαρρύνεται να υιοθετήσει ο εργαζόμενος από τον οργανισμό στον οποίο υπάγεται, συγκεκριμένα το κράτος της Arstotzka

Προκειμένου ο παίκτης-υπάλληλος να φέρει εις πέρας το έργο που του έχει ανατεθεί και ταυτοχρόνως να λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα, «αποχωρεί» από το δίλημμα εκχωρώντας την ηθική του αυτοδιάθεση. Ουσιαστικά αφήνει τον εαυτό του να καταναλωθεί από τον ρόλο του. Η παράδοσή του στην ιδέα πως «κάνω απλώς τη 10 δουλειά μου, είμαι ένας απλός λειτουργός» αποτελεί τον καταλυτικό παράγοντα, σωτήριο κατευνασμό της εσωτερικής σύγκρουσης. Αντικειμενικά μία απόφαση έχει παρθεί και η ουρά αναμονής προχωράει, το υποκείμενο όμως απουσιάζει όσον αφορά στην ηθική του διάσταση (Rozuel, C., 2011).

Το Papers, Please κάνει το επιχείρημά του για το πώς ένα απολυταρχικό σύστημα μπορεί να ωθήσει συστημικά τον πολίτη όχι απλώς να συμμορφωθεί, αλλά και να ασκήσει εξουσία εκ μέρους του. O Lucas Pope εκφράζει την οπτική του για το πώς το υποκείμενο εγκαταλείπει την ηθική του αυτοδιάθεση, όχι λέγοντας την ιστορία ενός τέτοιου υποκειμένου, αλλά δημιουργώντας συστήματα, κανόνες και μηχανισμούς, η αλληλεπίδραση με τους οποίους συνιστά το επιχείρημα και την οπτική. Σύμφωνα με τον Bogost, η «διαδικαστική ρητορική» είναι ένα ρητορικό εργαλείο που ελάχιστα έχει αξιοποιηθεί στην παγκόσμια πολιτική.