Πολεις

Το ημερολόγιο του Σαββάτου | 26.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το ημερολόγιο του Σαββάτου | 26.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Προχώρησα θαρρετά προς το Σπίτι, έφτασα μπροστά από την πόρτα και άπλωσα το χέρι για να τη σπρώξω. Όμως ένα άλλο χέρι βγήκε εκείνη τη στιγμή μέσα από το σκοτάδι και με έπιασε από το μπράτσο, λίγο πάνω από τον αγκώνα, παγώνοντάς μου το αίμα. Η γάτα μας, που όλη εκείνη την ώρα, αφότου στρίψαμε τη γωνία, την κρατούσα στην αγκαλιά μου, στράφηκε πριν από εμένα προς τη μεριά του και σύριξε με θυμό. Η καρδιά μου αναπήδησε στο στήθος μου και μέσα σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο ένιωσα το στόμα μου και τον λαιμό μου να ξεραίνονται. «Τι πας να κάνεις εκεί;» άκουσα. Η φωνή ήταν βαριά, τραχιά, σαν να κυλούσε πάνω σε μεγάλες, ξασπρισμένες πέτρες. «Τι πας να κάνεις;» επανέλαβε. Τίναξα το χέρι μου για να ελευθερωθώ και ταυτόχρονα έκανα ένα βήμα προς τα πίσω. Η γάτα μας γάντζωσε τα νύχια της στο μανίκι της στολής μου και συνέχισε να είναι τεντωμένη προς το μέρος του άντρα που μιλούσε, σάμπως να ’ταν φτιαγμένη ολόκληρη από ένα μόνο ισχυρό νεύρο, σαν λάστιχο. Ποιος ήταν; Τι ήθελε από μένα; Γιατί με εμπόδιζε; Τι θα μου έκανε;

Ο άγνωστος με πλησίασε κι άλλο, χωρίς να ξαναπλώσει τουλάχιστον το χέρι του. Και τον είδα. Το πρόσωπό του μου ήταν κάπως οικείο, αλλά όχι τελείως. Όχι ξεκάθαρα. Ίσως τον ήξερα από κάπου, αλλά έξω από αυτό το κάπου —ένα μαγαζί, ένα γραφείο, μια υπηρεσία, κάτι— μου ήταν αδύνατον να τον θυμηθώ. Η γάτα που κρατούσε στην αγκαλιά του ήταν πορτοκαλί, και κοιτούσε τη δικιά μας με ένταση και μισάνοιχτο στόμα, επίσης γαντζωμένη με τα νύχια της από τα ρούχα του. Ο άντρας φορούσε ίδιο παντελόνι με εμένα και ένα χακί πουλόβερ από πάνω, παρά τη ζέστη, με πέτσινα μπαλώματα στους αγκώνες. Πίσω από τους ώμους του ξεχώριζε η λαβή ενός σπαθιού που φορούσε χιαστί στην πλάτη του, όπως εγώ την αξίνα μου. Τι διάολο ήταν αυτό; Κατάνα; Πισωπάτησα κι άλλο και απομακρύνθηκα μερικά μέτρα από την πόρτα, για να μη μας ακούν από μέσα. Αν και φυσικά οι στοιχειωτές είχαν απόλυτη και ξεκάθαρη γνώση της παρουσίας μας εκεί. Μας περίμεναν. Ήξεραν για μας. Και είχαν ετοιμαστεί για να μας υποδεχτούν. Αυτό ήταν το μόνο βέβαιο.

«Πού ήσουν τόσες μέρες;» συνέχισε εκείνος. «Κρυβόσουν; Δείλιαζες; Και τι κάνεις δηλαδή; Εμφανίζεσαι έτσι ξαφνικά από το πουθενά ντυμένος για μάχη και θέλεις να μπεις; Είσαι τρελός, άνθρωπέ μου; Είσαι με τα καλά σου; Με ποιο δικαίωμα;» Τον άκουγα, άκουγα εκείνες τις αστήριχτες κατηγορίες που εξαπέλυε εναντίον μου μέσα από το σφιγμένο του στόμα, σχεδόν ψιθυριστά αλλά όχι όσο ψιθυριστά θα έπρεπε, θέλοντας να πω πολλά… θέλοντας κι εγώ να πω πολλά… όμως όλο μου το πρόσωπο είχε παγώσει κι ας ήταν ιδρωμένο την ίδια στιγμή —ένας ιδρώτας που ανέβλυζε από το μέτωπο και από τα μάγουλά μου, ολόκληρα ρυάκια που κυλούσαν στον λαιμό και στο σβέρκο μου—, και μου ήταν δύσκολο ακόμη και να κινήσω τα χείλη μου. Το μόνο που ήθελα —και δεν ντρεπόμουν να το παραδεχτώ— ήταν να φύγω, να κάνω πάλι μεταβολή και να τρέξω ξανά στο σπίτι μου, να ανοίξω το κλιματιστικό, να πετάξω από πάνω μου εκείνη τη στολή και όλα τα άλλα που κουβαλούσα, να πλύνω το πρόσωπό μου και να κρυφτώ σε μια γωνιά, με τα σκυλάκια μας επάνω μου να μου κάνουν παρέα απαλύνοντας με τον τρόπο που τόσο καλά ήξεραν εκείνο το κακό, το αόριστο και βαρύ σαν μεγάλο αμάρτημα κακό, ένα κακό χειροπιαστό, που κυλούσε και απλωνόταν επάνω μου σαν δεύτερο στρώμα ιδρώτα. Όμως ήμουν καρφωμένος εκεί, με την πλάτη στον τοίχο της πολυκατοικίας που συνόρευε με το Σπίτι, δίπλα στη σκοτεινή είσοδό της. Και πια με είχαν πλησιάσει και άλλοι, τέσσερις… πέντε… ίσως ή και περισσότεροι. Ο ιδρώτας πήγαζε και μέσα από τα φρύδια μου τώρα, και τα μάτια μου είχαν βαλτώσει από το αλμυρό νερό. Μου ήταν αδύνατον να διακρίνω λεπτομέρειες. Έβλεπα μονάχα σκιές… σκιές που… που κρατούσαν γάτες στα χέρια τους, ή οδηγούς που στη χαλαρή άκρη τους καθόταν στα πίσω της πόδια μια γάτα.

Έτριψα τα μάτια μου με το μανίκι της στολής και τους είδα πιο καθαρά, έτσι όπως φωτίζονταν από δύο ράθυμα φώτα του Δήμου και από το απατηλό, μαβί χρώμα της ανατολής που υποσχόταν ο κατά τα άλλα σκοτεινός ακόμα ουρανός, μαζί με τη σελήνη πάνω από τα κεφάλια μας που έμοιαζε με μπάλα του ράγκμπι και μας παρακολουθούσε. Ήταν έξι, τελικά. Και ένας εγώ, εφτά. Και ήμασταν όλοι γερά οπλισμένοι. Η γυναίκα που βρισκόταν πιο κοντά μου, κοντά στα σαράντα ίσως, γυμνασμένη, με ένα γκρίζο τζιν, μπότες ορειβασίας και ένα στενό, μαύρο δερμάτινο μπουφάν, με κοντά, ξανθά, σχεδόν κάτασπρα μαλλιά, και μάτια χωμένα σε δύο μεγάλους μαύρους κύκλους που φαίνονταν καμωμένοι από λιπαρό βερνίκι παπουτσιών, κρατούσε στα χέρια της ένα τσεκούρι, αστραφτερό και αχρησιμοποίητο. Αγορασμένο μόλις, υπέθεσα, όπως και τα δικά μου όπλα. Από κάποιο e-shop. Μία άλλη, λίγο πίσω της, όχι πάνω από είκοσι χρονών, ήταν ζωσμένη με δύο δερμάτινες λωρίδες που σχημάτιζαν ένα χι στο στέρνο της. Ήταν γεμάτες λουριά και μικρές θήκες από όπου ξεπρόβαλλαν μεταλλικά αιχμηρά αντικείμενα. Ήταν ψηλή, φορούσε μια ολόσωμη, μονοκόμματη στολή μηχανικού, είχε στρατιωτικές πλαστικές επιγονατίδες και επαγκωνίδες από πάνω, και ένα πρόσωπο λευκό σαν νεκροκεφαλή με τη βοήθεια μιας παχιάς στρώσης κρέμας και πλαισιωμένο από ένα μελαχρινό καρέ. Ένας άλλος άντρας, κάπου δέκα χρόνια μικρότερός μου, με ξυρισμένο κεφάλι και περιποιημένο μούσι, είχε μόνο ένα σφυρί στα χέρια και κανένα άλλο όπλο επάνω του, αλλά ήταν θηριώδης και έδειχνε ικανός να κάνει μεγάλη ζημιά μ’ αυτό. Δεν φαινόταν να έχει αγοράσει καινούργια ρούχα. Εμπιστευόταν απόλυτα τις δυνάμεις του, και είχε έρθει με ένα απλό παντελόνι και ένα κοντομάνικο πόλο. Ούτε είχε βαφτεί με τα χρώματα του πολέμου όπως εγώ. Είχε μονάχα περάσει ένα κόκκινο κραγιόν στα χείλη του και είχε φορέσει ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Ένας ακόμη άντρας και μια γυναίκα, στην άλλη μεριά του στενού, που θα μπορούσαν να ήταν ζευγάρι, φορούσαν παρόμοια ρούχα, μποτάκια και καπέλα, σαν κυνηγοί —έμοιαζαν παρ’ όλα αυτά, ευτυχώς ή δυστυχώς, υπάλληλοι σε τράπεζα, ή λογιστές, ή δάσκαλοι λίγο πριν τη σύνταξη, και όχι πραγματικοί κυνηγοί—, και είχαν ένα ηλεκτρικό πριόνι, εκείνος, που σχεδόν τον ξεπερνούσε σε ύψος έτσι όπως το είχε στηρίξει δίπλα του στον τοίχο τού απέναντι σπιτιού, και μία βαλλίστρα, ήδη οπλισμένη, εκείνη. Η γυναίκα την κρατούσε χαλαρά και με τα δυο της χέρια, σαν να ήξερε να τη χρησιμοποιεί. Μπορεί πράγματι να ήξερε, βέβαια. Ή να είχε ασκηθεί πριν έρθει εδώ. Κι όσο για τις γάτες… οι γάτες όλων τους στέκονταν με τη γούνα τους ορτσωμένη, αν και όχι πολύ, είτε στην αγκαλιά του ανθρώπου τους, είτε, οι περισσότερες, στο έδαφος, τραβώντας ελαφρά τα λουριά τους, έτοιμες να χιμήξουν μόλις θα τους παρουσιαζόταν μια ευκαιρία, ή με το που θα έκανε την εμφάνισή του ο εχθρός. We few, we happy few, σκέφτηκα. We band of brothers and sisters. Σκούπισα πάλι τα μάτια μου, και, δεν ξέρω πώς και γιατί, ο ιδρώτας μου εξαφανίστηκε, και ένιωσα ξάφνου μια παράξενη ευεξία να με πλημμυρίζει, ακριβώς στο άλλο άκρο της απόγνωσης που πήγε να με πνίξει προηγουμένως. Ήμουν για πρώτη φορά εδώ και καιρό… καλά. Ή σχεδόν καλά. Χάιδεψα τη γάτα μας πίσω από τα αυτιά έτσι όπως την κρατούσα στην αγκαλιά μου, νιώθοντας τη σάρκα της από κάτω να πάλλεται τεντωμένη. Χαμογέλασα και αισθάνθηκα ακόμα καλύτερα. Κι εκείνη, νομίζω. Ή, αν όχι καλύτερα, τουλάχιστον μου είχε κάπως περισσότερη εμπιστοσύνη πια. Ελπίζω.

«Φαίνεται πως ξέρετε πολλά περισσότερα από εμένα», τους είπα κρύβοντας έναν αναστεναγμό. «Σας είδα και προχθές το βράδυ εδώ, αν και μου φανήκατε περισσότεροι τότε, αλλά… έφυγα. Δεν ήξερα ποιοι είστε». Πήρα μια μικρή, κοφτή ανάσα και συνέχισα. «Όμως τώρα ξέρω. Είμαστε εδώ για τον ίδιο σκοπό. Σωστά;» «Ποιος είναι αυτός ο σκοπός;» με ρώτησε η νεαρή κοπέλα γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι. Έγλειψα τα χείλη μου. «Κάτι έχει έρθει εδώ», ξεκίνησα να λέω. «Κάτι που κατοικεί… στο Σπίτι». Έγνεψα με το κεφάλι σαν να συμφωνούσα με τον εαυτό μου, και χαμήλωσα τη φωνή μου. «Δεν το ξέρουν πολλοί αυτό. Το ξέρουμε μόνο εμείς. Όλοι οι άλλοι δείχνουν να έχουν υπνωτιστεί, ή να είναι ανίκανοι να δουν. Δεν έχω ιδέα γιατί. Ίσως να έχει να κάνει με τα όνειρα που βλέπουμε, ή με το πόσο… δεν ξέρω. Με το πόσο ευαίσθητοι είμαστε;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Δεν έχω ιδέα», επανέλαβα. «Αλλά συμβαίνει. Πίστευα πως ήμουν ο μόνος που το είχε καταλάβει, αλλά…» Σταμάτησα και τους έδειξα έναν-έναν με το ελεύθερο χέρι μου. Με το άλλο κρατούσα πάντα τη γάτα μας, σφιχτά μην πεταχτεί και μου φύγει. «Αλλά έπεσα έξω», συμπλήρωσα. Τους χαμογέλασα. «Και νομίζω πως αυτό είναι καλό. Όσο πιο πολλοί, τόσο πιο εύκολα θα… θα κάνουμε αυτό που πρέπει να γίνει».

Οι τέσσερίς τους, εκτός από το ζευγάρι των λογιστών απέναντι, που είχαν το βλέμμα τους στραμμένο, ή μάλλον κολλημένο στο Σπίτι —και, από όσο μπορούσα να καταλάβω, συγκεκριμένα στο μπαλκόνι με εκείνο το μπάνερ, το ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ—, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους χωρίς να μιλάνε. Νομίζω πως και οι γάτες τους έκαναν το ίδιο. Και πως όλες τους μαζί κοίταξαν κατόπιν τη δικιά μου.

«Αλλά είναι και οι γάτες», βιάστηκα να προσθέσω. «Είναι και οι γάτες μας. Φαίνεται πως ξέρουν πιο καλά από εμάς τι κρύβεται εδώ, ή τουλάχιστον πιο καλά από μένα, και δείχνουν… δείχνουν μια επιθυμία να το κυνηγήσουν. Ή να το σκοτώσουν. Μη με ρωτάτε γιατί. Όμως, αν τυχόν έχετε καταλάβει εσείς γιατί, ή πώς, ή οτιδήποτε, αν έχετε καταλάβει ότι είναι εξωγήινες, ή ότι έχουν έρθει από τον ίδιο πλανήτη με τα χταπόδια ή κάτι εξίσου παλαβό, θέλω να μου το πείτε κι εμένα. Όσο παλαβό και να είναι. Έχω χίλια ερωτηματικά, αλλά αυτό είναι το νούμερο ένα». «Οι γάτες;» με ρώτησε η γυναίκα που είχε βάψει με μαύρους κύκλους τα μάτια της. «Οι γάτες», της είπα, «ναι». Ανασήκωσε τους ώμους και στριφογύρισε το τσεκούρι της στα χέρια. Κοίταξε τους υπόλοιπους. «Να του πούμε;» Ο άντρας που μου είχε αρπάξει το χέρι εμποδίζοντάς με να μπω στο Σπίτι, ξεφύσησε. «Φυσικά και να το πούμε, διάβολε. Με κοροϊδεύεις;» «Ναι», του είπε εκείνη, γελώντας.

Και μου είπαν. Αν και όχι για τις γάτες. Όμως μού είπαν όλα τα άλλα.

* * *

Όταν τελειώσαμε από τη φύλαξη, είχε πάρει πια να χαράζει. Τους αποχαιρέτησα και σύρθηκα στο σπίτι μου, τρομερά κουρασμένος, για να κοιμηθώ. Πέρασα όλη την Παρασκευή έτσι, μέχρι που σκοτείνιασε, γυρνώντας από κρεβάτι σε κρεβάτι, με δύο μικρά διαλείμματα για τη βόλτα μας στο σιντριβάνι. Ξόδεψα έτσι και όλο το βράδυ της Παρασκευής, και τη νύχτα. Δεν πήγα στο Σπίτι μετά τα μεσάνυχτα, γιατί η βάρδια μου είναι για απόψε, χαράματα Κυριακής. Γιατί έχουμε βάρδιες, ναι. Είμαστε οργανωμένοι. Είμαστε ομάδα. Έχουμε κανόνες.

Είμαστε φύλακες. Απλώς δεν ξέρω τι ακριβώς φυλάμε. Και πότε θα το σκοτώσουμε, ή θα μας σκοτώσει.

Θα το μάθω κάποια στιγμή. Αλλά τώρα είναι Σάββατο πρωί, έξω ξημερώνει σιγά-σιγά, κι εγώ κρατάω στα χέρια μου μια κούπα με έναν ήδη κρύο καφέ, καθισμένος στην πολυθρόνα δίπλα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα με τα κατεβασμένα στόρια, και για πρώτη φορά εδώ και καιρό — χαμογελάω.

Το ημερολόγιο του Σαββάτου | 26.08.2023
H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ