Πολεις

Νέα Υόρκη: από την κρίση της φτώχειας, στην κρίση της ευημερίας

Εντυπώσεις από μια υπερ-πόλη που γκρεμίζεται με μανία και ξαναχτίζεται με μανία

Σώτη Τριανταφύλλου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Νέα Υόρκη: Από το ναδίρ στις στιγμές δόξας - Οι μετανάστες, η στέγαση, τα malls, οι ουρανοξύστες και η οικονομική κατάσταση της πόλης και των Νεοϋορκέζων.

Το φετινό καλοκαίρι η πόλη της Νέας Υόρκης υποδέχτηκε 57.300 πρόσφυγες και μετανάστες από τη Λατινική Αμερική: πολλοί φιλοξενούνται στο ξενοδοχείο Roosevelt στη 45η οδό —που δεν λειτουργεί πια— καθώς και σε ένα γήπεδο ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στο νησάκι Randalls. Κι ενώ οι υπόλοιποι περιμένουν να βρεθεί στέγη γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο του Roosevelt ο δήμαρχος Eric Adams ζητάει οικονομική βοήθεια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση: έχει ανάγκη από 8 εκατομμύρια δολάρια την ημέρα.

Έχω δει τη Νέα Υόρκη στο ναδίρ της: όταν είχε χρεοκοπήσει, όταν γίνονταν 2.500 φόνοι ετησίως (έναντι 433 το 2022) κι όταν ο υπόγειος σιδηρόδρομος ήταν έκθεση φρικαλεοτήτων. Στο πέρασμα του χρόνου την έχω δει σε στιγμές δόξας, σε αξέχαστες στιγμές όπου φαινόταν εξαίσια. Αν και πράγματι η τύχη της σχετιζόταν πάντοτε με τη «χάρτινη οικονομία», με το χρηματιστήριο και την κερδοσκοπία στα ακίνητα που κυριάρχησαν εδώ πολύ προτού κυριαρχήσουν οπουδήποτε αλλού, όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια δεν τα έχω ξαναδεί: παρά τη φιλελεύθερη διοίκησή της, η Νέα Υόρκη μεταμορφώνεται σε μια κοινότητα filthy rich που δεν έχω ξαναδεί. Οι filthy rich, φανταχτεροί και αλαζονικοί όπως είναι, αφαιρούν από την πόλη την ιδιοσυγκρασία, την πολυπλοκότητα, τις ευκαιρίες και τον ενθουσιασμό που την κάνουν μοναδική. Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα —ιδιαίτερα το Μανχάταν και ένα μεγάλο μέρος του Μπρούκλιν— κινδυνεύει να γίνει κάτι που δεν υπήρξε ποτέ πριν: αδιάφορη· άνοστη σαν gate community, με συγκεχυμένο genius loci.

Δεν πρόκειται για καινούργιο φαινόμενο, αλλά για μια διαδικασία που ξεκίνησε μετά το «ναδίρ» του 1975. Μερικοί το αποδίδουν εν μέρει τουλάχιστον στη 9/11: ισχυρίζονται ότι με το να γίνεται όλο και πιο δυσπρόσιτη, όλο και πιο εφετζίδικη, παίρνει την εκδίκησή της για την επίθεση. Όμως, περίπου τα ίδια παρατηρούνται στις περισσότερες αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Το Σαν Φρανσίσκο δείχνει να έχει στραφεί ολοκληρωτικά στην υψηλή τεχνολογία παραμερίζοντας την ποικιλομορφία που το έκανε τόσο χαριτωμένο. Η Βοστόνη και η Ουάσιγκτον μετατρέπονται σε τείχη ουρανοξυστών χωρίς αρχιτεκτονική αξία: οι πελώριοι γερανοί είναι μόνιμο στοιχείο του αστικού τους τοπίου. Ήδη, το 1961, η Jane Jacobs είχε προειδοποιήσει για το πώς θα πέθαιναν οι αμερικανικές μεγαλουπόλεις χάνοντας τις γειτονιές τους και την ίδια τους τη φυσιογνωμία, την «ψυχή» τους κατά κάποιον τρόπο: από τότε που ξεκίνησαν τα προγράμματα αστικού εξευγενισμού με σκοπό την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και την ενθάρρυνση της ανάπτυξης, συσσωρεύτηκαν πολεοδομικά σφάλματα —προπάντων, αν και δεν λείπει η σχετική νομοθεσία (από τη Νέα Υόρκη τουλάχιστον), αφέθηκε ανεξέλεγκτη η εκμετάλλευση της γης.

Όποιος προβάλλει αντίρρηση για την πορεία που έχει πάρει η Νέα Υόρκη απορρίπτεται ειρωνικά ως νοσταλγός του παρελθόντος. Σίγουρα υπάρχουν «νοσταλγοί του παρελθόντος», αλλά δεν είμαι από αυτούς: το ότι επέζησα στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1980 οφείλεται σε καθαρή τύχη· η κρίση του κρακ και η κρίση του AIDS είχαν προστεθεί στην προϋπάρχουσα εγκληματικότητα, στη βρομιά και στις κατσαρίδες. Το Άλφαμπετ Σίτυ όπου έμενα έμοιαζε με τη βομβαρδισμένη Βηρυτό και το Μπρονξ φλεγόταν· συχνά, όταν επέστρεφα στο σπίτι αργά το βράδυ, σταματούσε δίπλα μου ένα περιπολικό και οι επιβαίνοντες αστυνομικοί με συμβούλευαν να προσέχω «μήπως με πυροβολήσει κάποιος». Γύρω μου απλώνονταν άχτιστα οικόπεδα γεμάτα αστέγους, πεταμένες υποδερμικές βελόνες, άδεια φιαλίδια κρακ· για δεκαετίες ο υπόγειος σιδηρόδρομος, όλος ζωγραφισμένος με γκραφίτι, έμοιαζε με ντεκόρ sci-fi ενός ζοφερού μέλλοντος. Πολλοί από μας αναρωτιούνταν αν βλέπαμε σκηνές προσεχώς από τη Συντέλεια του κόσμου. Αργότερα, ζήσαμε μια μεταβατική εποχή που έμοιαζε να συνδυάζει τις συγκινήσεις με την ασφάλεια και την καθαριότητα —έπειτα, ήρθε το αλλόκοτο σήμερα.

Σήμερα, παρά τις ουρές των μεταναστών στον σταθμό των λεωφορείων από το Τέξας και γύρω από την ανατολική 45η οδό, η Νέα Υόρκη είναι πλουσιότερη, υγιέστερη, καθαρότερη, ασφαλέστερη, λιγότερο διεφθαρμένη και καλύτερα διοικούμενη. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τις περισσότερες αμερικανικές μεγαλουπόλεις, όπως το Λος Άντζελες, η Φιλαδέλφεια, η Ατλάντα ή το Σιάτλ. Αλλά, παρά τη λάμψη, η κοινωνική δυσλειτουργία των πόλεων δεν έχει εξαλειφθεί. Στη Νέα Υόρκη, ακόμα και στο «φτωχό» νότιο Μπρονξ, οι τιμές έχουν αυξηθεί τόσο ώστε ένας στους τέσσερις Νεοϋορκέζους σκέφτεται να μετακομίσει σε άλλη πολιτεία. Το διάμεσο εισόδημα, γύρω στα 50.000 δολάρια για μια τετραμελή οικογένεια, δεν επαρκεί, εκτός αν έχεις ιδιόκτητο σπίτι —αλλά, πράγματι, το 50% των κατοίκων της πόλης έχουν εισόδημα μεγαλύτερο ή και πολλαπλάσιο των 50.000· γι’ αυτό, η Νέα Υόρκη διατηρεί τον πληθυσμό της. Πάντως, αν και στη δεκαετία του 1970 βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, το ποσοστό φτώχειας —στον απόηχο των μέτρων κοινωνικής πρόνοιας του Λύντον Τζόνσον— ήταν μόλις 11,5%, ενώ σήμερα πλησιάζει το 20%. Δεν ξέρω πώς προκύπτουν αυτά τα νούμερα κι αν είναι αξιόπιστα, αλλά η άμεση αιτία της επιδείνωσης της φτώχειας για το χαμηλότερο 1/5 του πληθυσμού δεν απαιτεί πολλή σκέψη. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι έμποροι ακινήτων σκοτώνουν την πόλη: αν και σύμφωνα με τον παλιό εμπειρικό κανόνα το ενοίκιο πρέπει να αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του εισοδήματος του ενοικιαστή, η τελευταία έρευνα της Housing and Vacancy δείχνει ότι το τυπικό νοικοκυριό της Νέας Υόρκης διοχετεύει στο ενοίκιο τουλάχιστον το ένα τρίτο του εισοδήματός του, ενώ τρία στα δέκα νοικοκυριά πληρώνουν για στέγη το 50% ή και περισσότερο. Η Νέα Υόρκη εγείρει όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις με αποτέλεσμα να την εγκαταλείπουν οι λίγοι που μπορούν (κυρίως συνταξιούχοι και πολυμελείς οικογένειες με καταγωγή από άλλες πολιτείες), ή να μένουν άστεγοι. Τα τελευταία χρόνια, στα 547 κτίρια της Υπηρεσίας Αστέγων φιλοξενούνται κάθε βράδυ περίπου 60.000 άτομα: οι περισσότεροι από τους νεο-αστέγους δεν είναι ούτε ψυχικά άρρωστοι, ούτε εθισμένοι· είναι οικογένειες με παιδιά.

Ουρές αιτούντων άσυλο φτάνουν με λεωφορεία από τα μεξικανικά σύνορα © David Dee Delgado/Getty Images

Ολόκληρη η κατάσταση της στέγασης έχει αλλάξει. Πολλά κτίρια γκρεμίζονται και μετατρέπονται σε πολυώροφα συγκροτήματα όπου η μέση τιμή πώλησης για ένα δυάρι ξεπερνά τα 2 εκατομμύρια δολάρια. Μια κοινή πεποίθηση, ακόμη και σε πολλούς αριστερο-φιλελεύθερους κύκλους, είναι ότι η αιτία των εξωφρενικών ενοικίων και τιμών είναι η κρατική παρέμβαση, η ρύθμιση των ενοικίων που έχει θεσπιστεί από το 1943. Αυτός ο έλεγχος σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες δεν μπορούν να εκδιώξουν τους ενοικιαστές ή να τους αρνηθούν ανανέωση μίσθωσης χωρίς εύλογη αιτία, καθώς και ότι τα ενοίκια δεν μπορούν να αυξηθούν περισσότερο από ένα καθορισμένο ποσοστό ετησίως. Αλλά ισχύει μόνο για παλιά κτίρια και συμβόλαια· αφορά 966.000 διαμερίσματα όπου κατοικούν 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Η νόμιμη αύξηση καθορίζεται κάθε χρόνο από τη διοίκηση και, όπως είναι αναμενόμενο, αυξάνεται όταν τα διαμερίσματα εκκενώνονται ή όταν οι ιδιοκτήτες κάνουν βελτιώσεις στο κτίριο ή στα μεμονωμένα διαμερίσματα. Τα καινούργια κτίρια δεν υπόκεινται σε έλεγχο ενοικίων: κατά τη διάρκεια της δωδεκαετούς δημαρχίας του Michael Bloomberg (2002-13) ολοκληρώθηκαν 40.000 νέες κατασκευές, ενώ 25.000 παλιά κτίρια κατεδαφίστηκαν. Η πόλη γκρεμίζεται μανιωδώς και ξαναχτίζεται μανιωδώς.

Αν και οι υποδομές βελτιώνονται —π.χ. ο υπόγειος σιδηρόδρομος συνεχίζει να επεκτείνεται— οι δημόσιες υπηρεσίες όχι και τόσο. Πολλά δημόσια αγαθά έχουν ιδιωτικοποιηθεί —πάρκα, ζωολογικοί κήποι— ενώ τοπικοί θεσμοί, όπως το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, για να καλύψουν τις ανάγκες τους, αγοράζουν τμήματα παραδοσιακών συνοικιών. Εκτυλίσσεται μια μορφή συστημικού βανδαλισμού: το NYU κατέστρεψε ένα μέρος του ιστορικού West Village, συμπεριλαμβανομένου ενός τμήματος του ορόσημου Provincetown Playhouse και ενός σπιτιού στο οποίο έζησε κάποτε ο Edgar Allan Poe· όσο για το Πανεπιστήμιο Columbia, έδιωξε κατοίκους και μικρές επιχειρήσεις στο δυτικό άκρο της 125ης οδού για να γεμίσει τον δρόμο με τα τεράστια, γυάλινα κτίρια της νέας πανεπιστημιούπολης του Μανχάτανβιλ, ευγενική προσφορά του Renzo Piano. Γενικά, εκτός από τους εργολάβους και τους μεσίτες, έχουν επιτεθεί στην πόλη οι stararchitects: για παράδειγμα, το Barclays Center στο πρώην Atlantic Yards —πλέον ονομάζεται «Pacific Park»— στο κέντρο του Μπρούκλιν, είναι ένα ανοσιούργημα της Empire State Development Corporation το οποίο ανήκει στο θεαματικό συγκρότημα «αστικής ουτοπίας» που σχεδίασε ο Frank Gehry. Ο Frank Gehry με έχει απογοητεύσει: φρίκαρα τόσο με το Μουσείο Ποπ Κουλτούρας στο Σιάτλ όσο και με το μνημείο του Αϊζενχάουερ στην Ουάσιγκτον — ο υπέροχος Καναδός έχει παραδοθεί στην απληστία και η φαντασία του έχει καταντήσει κιτς. Στο Μπρούκλιν έδρασε με δημόσια χρηματοδότηση εκατοντάδων εκατομμυρίων καταστρέφοντας μια παραδοσιακή γειτονιά στην οποία τώρα έχει χτιστεί στάδιο χωρητικότητας 18.000 ατόμων. Τα αθλητικά στάδια είναι εδώ και πολύ καιρό η προτιμώμενη μέθοδος νομιμοποιημένης δωροδοκίας: πόλεις όπως το Κλίβελαντ, το Ντιτρόιτ, η Βαλτιμόρη και το Όκλαντ ξόδεψαν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για να προσελκύσουν franchises μεγάλων πρωταθλημάτων. Αλλά η Νέα Υόρκη έχει αναγάγει την πρακτική σε δυσθεώρητα ύψη: το σημερινό στάδιο των Yankees, που ανεγέρθηκε στη θέση των δύο δημόσιων πάρκων που αγαπούσαν πολύ οι κάτοικοι του Μπρονξ, κόστισε 2,3 δισεκατομμύρια· μάλιστα, το μισό από αυτό το αστρονομικό ποσό προήλθε από ομοσπονδιακές, κρατικές και τοπικές κυβερνητικές επιδοτήσεις. Παρ’ όλα αυτά, οι Yankees μείωσαν τον αριθμό των θέσεων που ήταν διαθέσιμες στο ευρύ κοινό κατά περίπου 9.000, προκειμένου να εξοικονομήσουν χώρο για 37 επιπλέον πολυτελείς σουίτες που προορίζονται στους VIPS. Το ίδιο έκαναν και οι Mets, στο Flushing: εισέπραξαν 614 εκατομμύρια σε δημόσιες επιδοτήσεις και μείωσαν τη χωρητικότητα του νέου σταδίου από 57.354 σε μόλις 41.800, προκειμένου να αυξήσουν τις σουίτες του από 45 σε 54. Το σημειώνω διότι αντανακλά τον δρόμο που έχει πάρει η Νέα Υόρκη: μεγαλεπήβολα έργα, γιγαντισμός, επιστροφή στα ιδανικά του Robert Μοses ο οποίος είναι υπεύθυνος για μια σειρά πολεοδομικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στις δεκαετίες του 1950 και 1960.

Παρατηρείται μια ακαταμάχητη τάση για δημιουργία malls με καμιά 200ριά καταστήματα το καθένα, για εκτοπισμό μικρών επιχειρήσεων και για επέκταση των μεγάλων franchises στο λιανικό εμπόριο, στην εστίαση και στην ψυχαγωγία. Παραλλήλως, τα κτίρια γίνονται όλο και ψηλότερα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ότι οι ουρανοξύστες έχουν γοητεία μόνο αν συνοδεύονται από μικρότερες κατασκευές σε ποικίλες τεχνοτροπίες· το να υψώνονται γυάλινοι πύργοι γραφείων ο ένας δίπλα στον άλλον κάνει τη Νέα Υόρκη να μοιάζει στο Ντουμπάι. Τα φαραωνικά έργα στην περιοχή Hudson Yards του Μανχάταν που φαίνεται ότι θα ολοκληρωθούν σύντομα —έχουν αρχίσει από το 2012— θεωρούνται η μεγαλύτερη ιδιωτική επένδυση ακινήτων στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και η μεγαλύτερη στη Νέα Υόρκη μετά το Rockefeller Center. Η συστάδα των πύργων είναι εντυπωσιακή σαν τερατώδες υπερωκεάνιο που ετοιμάζεται να αποκοπεί από την υπόλοιπη πόλη. Μιλάμε για τουλάχιστον 16 μεγάλα κτίρια, με 5,5 εκατομμύρια τ.μ. εμπορικού και οικιστικού χώρου, 300.000 τ.μ. λιανικής και «χώρου μεικτής χρήσης», ένα δημόσιο σχολείο, ένα ξενοδοχείο και μια δημόσια πλατεία πέντε στρεμμάτων. Στον πύργο των 92 ορόφων, που θα έχει υπαίθριο παρατηρητήριο ψηλότερο από εκείνο του Empire State Building, θα εγκατασταθούν πολυεθνικές εταιρείες, ενώ ένα επταώροφο εμπορικό κέντρο θα περιλαμβάνει ένα πολυκατάστημα Neiman Marcus, Dior και Chanel στους επάνω ορόφους και λαϊκές μάρκες όπως H&M, Zara και Sephora στους κάτω ορόφους.

Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχει ένα mall; H Νέα Υόρκη ήταν σπουδαία πόλη διότι αποτελούνταν από γειτονιές πληθωρικής ποικιλομορφίας, με υπαίθριες αγορές, εστιατόρια, περίπτερα, πλανόδιους πωλητές και μαγαζάκια, πολλά από τα οποία φαίνονταν εντελώς αναχρονιστικά: Χρυσό Ψαλίδι, Ζαχαρωτά, Τσαγκάρης, Παγωτατζίδικο, Βιοτεχνία Κουμπιών, Επισκευές Ραδιοφώνων, Κλωστές, Ό,τι πάρετε 1 δολάριο. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια υπήρχαν πολλές οικογενειακές επιχειρήσεις που επέζησαν από λεηλασίες, βανδαλισμούς, ένοπλες ληστείες, αλλά δεν επέζησαν της αύξησης των ενοικίων. Έτσι, πολλοί εγκαταλελειμμένοι επαγγελματικοί χώροι έχουν γίνει καταφύγιο για τους αστέγους και τους ψυχικά ασθενείς (τους οποίους υποτίθεται ότι ο δήμος έχει μαζέψει από τους δρόμους), ώσπου να καταληφθούν από τράπεζες ή από αλυσίδες drugstore.

Όλοι μου οι φίλοι φεύγουν ένας-ένας από τη Νέα Υόρκη κι εγώ δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να πάω. Τα μικρά διαμερίσματα έχουν γίνει Airbnb: o καθένας νοικιάζει ένα δωμάτιο ή ένα κρεβάτι σε εξωφρενικές τιμές, λες και για να μείνεις στη Νέα Υόρκη πρέπει να το αξίζεις, λες και η Νέα Υόρκη είναι τρόπαιο. Το success story της πόλης μού φαίνεται διεστραμμένο: τα ενοίκια διώχνουν τους ανθρώπους και το εμπόριο, αλλά οι ψηλότεροι πύργοι που χτίστηκαν βρίσκουν πωλητές ανάμεσα στους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Πρόκειται για μια αρπακτική δύναμη, που καταναλώνει τα περιουσιακά στοιχεία και δεν συνεισφέρει σχεδόν τίποτα σε αντάλλαγμα. «Αν μπορούσαμε να κάνουμε κάθε δισεκατομμυριούχο σε όλο τον κόσμο να μετακομίσει εδώ, θα ήταν θεϊκό δώρο», είπε σε μια αναλαμπή ειλικρίνειας το 2013 ο δισεκατομμυριούχος δήμαρχος Μichael Bloomberg. Αλλά οι δισεκατομμυριούχοι που τελικά ήρθαν στη Νέα Υόρκη διαφέρουν από τους παλιότερους, οι οποίοι πιστώνονται για μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες κατασκευές όπως το Grand Central Terminal, το κτίριο Chrysler, το Woolworth, το Empire State και το Seagram —μεταξύ πολλών άλλων. Όσο άρπαγες κι αν ήταν οι παλιοί μεγιστάνες, έριχναν τεράστια χρηματικά ποσά στην τοπική οικονομία με τη μορφή φόρων ακινήτων, απασχολούσαν πλήθος ανθρώπων και συνεισέφεραν μέσω της φιλανθρωπίας τους: το Rockefeller Center, το Carnegie Hall, η Morgan Library και η Frick Collection είναι μερικά παραδείγματα. Οι καινούργιοι πλούσιοι ζουν από περιουσίες που είτε φτιάχτηκαν είτε από άλλους ανθρώπους, είτε από ολόκληρα έθνη. Το 2016 το περιοδικό New Yorker σημείωνε ότι υπάρχει μια έκταση στο Midtown, από την 5η Λεωφόρο μέχρι την Παρκ, κι από την 49η οδό μέχρι την 70ή όπου σχεδόν ένα διαμέρισμα στα τρία είναι άδειο επί τουλάχιστον δέκα μήνες το χρόνο. Η Νέα Υόρκη δεν είναι «σπίτι»: όπως το Λονδίνο και το Χονγκ Κονγκ, έχει γίνει σταθμός στη νομαδική ζωή του κορυφαίου 1% του πλανήτη το οποίο αποκτά πανάκριβα ακίνητα ως επένδυση και ως σύμβολο ισχύος και glamour. Το πράγμα καταντά γελοίο: πέρυσι πουλήθηκε διαμέρισμα στην 57η οδό έναντι 47.782.186,53 δολαρίων: προσοχή στα 53 σεντς… Μα, ποιος δίνει τόσα χρήματα για ένα διαμέρισμα, ακόμα κι αν ανάμεσα στα κομφόρ υπάρχει «δενδρόσπιτο για ενηλίκους»; (Ανεβαίνεις και κοιμάσαι σε δέντρο μέσα στο διαμέρισμα…) Οι αγοραστές αναφέρονται ως «διαχειριστές κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου», αλλοδαποί και εγχώριοι: Ρώσοι ολιγάρχες; Κινέζοι μεγιστάνες ένδυσης και αεροπορικών εταιρειών; Οπωσδήποτε: ο Dmitry Rybolovlev αγόρασε ρετιρέ έναντι 88 εκατομμυρίων· γείτονές του είναι η Zhang Xin και ο σύζυγός της, ο Σαουδάραβας Fawaz Alhokair και ο Ισραηλινός Eyal Ofer που δραστηριοποιείται στο Μονακό. Με λίγα λόγια, αυτό που συμβαίνει δεν είναι ο καλοπροαίρετος «εξευγενισμός» που φαινόταν να είχε στο μυαλό του ο Bloomberg, αλλά η επέκταση του λεγόμενου Billionaires' Row από το Σέντραλ Πάρκ του Μανχάταν μέχρι τα εξώτερα boroughs. Πράγματι, τόσο ο Βill de Blasio όσο και ο τωρινός δήμαρχος Eric Adams έχουν επίγνωση του προβλήματος· αλλά, η πορεία της οικονομίας, που ορίζει την πορεία της Νέας Υόρκης, είναι αδυσώπητη.

Ακόμη και για όσους μπορούν να ανταποκριθούν οικονομικά στη Νέα Υόρκη, δεν ξέρω αν έχει νόημα να ζει κανείς σε μια πόλη που μοιάζει όλο και περισσότερο με όλες τις άλλες και στην οποία συρρέουν ετησίως 62 εκατομμύρια τουρίστες οι οποίοι έλκονται από το κακό γούστο και τη φαντασμαγορία. Εξάλλου, οι περισσότεροι από αυτούς συνωστίζονται στο Μπρόντγουεϊ που εδώ και δεκαετίες έχει γίνει παράρτημα της Ντίσνεϋλαντ, μια αξιολύπητη μίμηση αυτού που ήταν κάποτε. Όλα αλλάζουν κι όλες οι πόλεις πρέπει να αλλάζουν. Αλλιώς, είτε καταλήγουν μουσεία σαν τη Βενετία, είτε πεθαίνουν. Ωστόσο, εδώ υπάρχει ένα θεμελιώδες πρόβλημα που δεν μπορεί να επιλύσει καμιά δημαρχία: η αποβιομηχάνιση. Για πολλές δεκαετίες οι Νεοϋορκέζοι έφτιαχναν σχεδόν οτιδήποτε και τα πάντα, από χημικά μέχρι ψωμί, μεταλλικά αντικείμενα μέχρι σοκολάτες, έπιπλα, παιχνίδια και ρούχα· επιπλέον, το πιο πολυσύχναστο λιμάνι στον κόσμο —για πάνω από έναν αιώνα— προσέδιδε στην πόλη ανθρώπινο στρόβιλο και οικουμενικότητα. Όμως, η αποβιομηχάνιση που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970 και συνεχίστηκε με ταχείς ρυθμούς στη δεκαετία του 1980, αλλοίωσε τον χαρακτήρα της εργατούπολης: η Νέα Υόρκη έγινε προορισμός για κλάμπινγκ και ψώνια. Κάποτε, ο δήμαρχος La Guardia την οραματιζόταν ως «μια μεγάλη, ζωντανή και συναρπαστική περιπέτεια» και για πολλά χρόνια η Νέα Υόρκη ήταν ακριβώς αυτό: σήμερα μοιάζει να μην υπάρχει χώρος για όσους δεν έχουν όνειρο ζωής ένα υπερπολυτελές διαμέρισμα στον ουρανό, αλλά που απλώς βγάζουν τα προς το ζην, ανατρέφουν παιδιά, κάνουν κάτι χρήσιμο ή δεν βλάπτουν κανέναν: είναι ζωντανοί και θαυμάζουν την τύρφη της μεγαλούπολης ολόγυρά τους.