Πολεις

Το ημερολόγιο της Τετάρτης | 09.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Ο αέρας που ξεκίνησε να φυσά χθες το πρωί ήταν παραπλανητικός τελικά· ο καιρός δεν άλλαξε. Είχε ζέστη, την περισσότερη ώρα αποκρουστική, που έπεφτε επάνω σου κατά κύματα και σε σάρωνε, και μια υγρασία που κολλούσε στο δέρμα σου σαν λιπαρή μεμβράνη. Και σήμερα θα έχουμε τα ίδια. Και πιθανότατα και αύριο — δεν συνηθίζω να παρακολουθώ τις εφαρμογές για τον καιρό στο τηλέφωνο και στο ρολόι μου, το νιώθω όμως επάνω μου και σχεδόν ποτέ δεν πέφτω έξω. Κανείς μας δεν πέφτει. Με έχει καταβάλει ως εκ τούτου μια άβολη κούραση, σαν να έχω δουλέψει στο ύπαιθρο. Πιάνω τις παλάμες μου για να δω αν έχουν βγάλει φουσκάλες από το σκάψιμο. Δεν έχουν βγάλει, με διαψεύδουν. Μάλιστα, σκέφτομαι ξαφνικά, αυτό είναι κάτι που μου λείπει: τυχαίνει να ξέρω πώς σκάβουν ένα χαντάκι ή ένα όρυγμα, πώς μεταφέρουν το χώμα από εκεί και πώς το στοιβάζουν, και πώς κόβουν ξύλα για τη σόμπα ή το τζάκι μονάχα με ένα μικρό τσεκούρι. Σχεδόν άχρηστες δεξιότητες για τις οποίες τρέφω μια σιωπηλή υπερηφάνεια.

Πηγαινοέρχομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο ψάχνοντας βιβλία που δεν θυμάμαι τους συγγραφείς ή τους τίτλους τους, και πίνω όσο πιο πολλά υγρά μπορώ. Αλλά και πάλι δεν φτάνουν. Μακαρίζω την τύχη μου που αν μη τι άλλο μπορώ να είμαι κρυμμένος μέσα στο σπίτι. Δεν υπάρχει καλύτερη καταφυγή. Είναι μάλιστα στιγμές —ας το εξομολογηθώ— που έχω τη βεβαιότητα πως έξω γίνονται ασυνήθιστα πράγματα —αν και πόσο ασυνήθιστα μπορούν να είναι πια;…—, πράγματα που δεν θέλεις να τα ξέρεις ή να τα δεις ή να σε πληροφορήσουν γι’ αυτά, γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσεις ποτέ να τα ξεχάσεις. Θα μείνουν κολλημένα, τυλιγμένα στο μυαλό σου σαν μια λιπαρή μεμβράνη. Γι’ αυτό και κατεβάζω τα παντζούρια και τα έχω έτσι όλη τη μέρα, και διατηρώ το φως αναμμένο στο γραφείο μου. Όμως δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι όσα συμβαίνουν, ή όσα νομίζω ότι συμβαίνουν, ή όσα φοβάμαι ότι συμβαίνουν δραπετεύοντας με το στιλέτο στα δόντια από ένα συμβολικό επίπεδο: άνθρωποι που συνωστίζονται σε αυτοκίνητα και βανάκια για να ξεχυθούν φύρδην-μίγδην στα στενά, ένα συνονθύλευμα υλικής και ψυχικής αποφοράς, πλάσματα που βγάζουν βλάσφημους ήχους από πτυχώσεις και σχισμές που δεν μοιάζουν με στόματα —ή όχι πια—, ορδές που διασχίζουν τρικλίζοντας ή χοροπηδηχτά τα σοκάκια και τους δρόμους, έχοντας στο αποχαυνωμένο μυαλό τους φανερές και κρυφές παρανομίες, έξαλλες βιαιοπραγίες, και έγκλημα, έγκλημα: αίμα που χύνεται αλαφιασμένο από ανοιγμένα κεφάλια, από τρυπημένες αρτηρίες και κομμένους λαιμούς. Παρέες νεαρών που διασχίζουν με γέλια και βλαστήμιες τα σκοτεινά δρομάκια τις μικρές ώρες της αυγής κουβαλώντας στειλιάρια, σουγιάδες και σπασμένα μπουκάλια μπίρας, που ξενυχτούν στις γωνιές των δρόμων, μαζεμένοι και μουλωχτοί, σαν μια παλιά, άγρια απειλή, ή που κάθονται με τα πόδια ανοιχτά σε κατώφλια σπιτιών μουρμουρίζοντας με απάθεια και ξύνοντας με μαύρα νύχια τη ζωγραφισμένη επιδερμίδα τους, ή σε άθλια καφέ και έξω από συγκεκριμένα μπαρ, προστυχολογώντας και ψιθυρίζοντας βλάσφημα σκύβοντας ο ένας στο παράξενο πρόσωπο του άλλου. Κάτω από συνθήκες ανομίας, ατολμίας και δειλίας, ο άνθρωπος τείνει να αναβιώνει στους καθημερινούς του τρόπους και τις συνήθειες τα σκοτεινότερα ενστικτώδη πρότυπα της πρωτόγονης αγριότητας ενός πιθηκανθρώπου.

Ανατριχιάζω από τις ακάλεστες εικόνες που φτιάχνει το μυαλό μου, από όλη αυτή την μπαρόκ εικονοπλασία, και πηγαίνω στην κουζίνα να φτιάξω τσάι. Σκέφτομαι πως ευχαρίστως θα έπινα ένα αργεντίνικο ή ένα γλυκό τσάι από την Αραβία, έτσι για αλλαγή —κι ας μην τα έχω ποτέ δοκιμάσει στην πραγματικότητα—, αλλά θα αρκεστώ στο δικό μου, καθώς είναι και το μόνο που έχω. Πρέπει να ενυδατωθώ, και πρέπει οπωσδήποτε να διώξω αυτές τις εικόνες, και τους ήχους που τις συνοδεύουν. Τα συρσίματα και τα μουρμουρητά. Τις υποσχέσεις της βίας και του θανάτου.

Το ετοιμάζω και, περιμένοντας να γίνει, στέκομαι δίπλα στο παντζούρι και κοιτάζω μέσα από τις γρίλιες, με τη μία παλάμη μου ακουμπισμένη πάνω τους. Δεν υπάρχει κάτι να δω. Μόνο κάποιες σκιές και ένα-δυο πουλιά που κυνηγούν έντομα, πετώντας μέσα στην αιωρούμενη σκόνη. Παίρνω μέσα το καυτό τσάι μόλις γίνει, με τα δάχτυλά μου να καίγονται και σχεδόν να κολλάνε πάνω στην κούπα. Είναι δυνατό και μου αρέσει. Με ησυχάζει. Με ηρεμεί. Είναι καλό να είσαι σπίτι, σκέφτομαι, και να πίνεις τσάι. Αρκεί να έχεις μια γεννήτρια, άφθονο νερό, και προμήθειες.

Διάολε. Δεν ήθελα να το σκεφτώ αυτό. Είναι μια ανόητη σκέψη που δεν μπορώ να την αποφύγω. Έρχεται και φεύγει, έρχεται και φεύγει, και δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε γι’ αυτό. Η γεννήτρια. Το νερό. Οι προμήθειες. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, και συχνά δεν πάνε καλά, νιώθω πως αυτό που μου λείπει είναι μια μεγάλη υπόγεια αποθήκη· ένα πραγματικό καταφύγιο. Σκέφτομαι σειρές από ντέξιον ράφια στους τοίχους, ένα μέτρο βαθιά και τρία μέτρα ψηλά, απ’ άκρη σ’ άκρη, φορτωμένα σε σημείο σκασμού. Τρόφιμα που μπορούν να κρατήσουν ένα χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια. Ένα μηχάνημα που μπορεί να φτιάξει νερό, μια χημική τουαλέτα που δεν θα μυρίζει, φως και ηλεκτρικό για να βλέπεις, για να μαγειρεύεις, για να επικοινωνείς με άλλα καταφύγια, και για να διαβάζεις. Ένα σύστημα εξαερισμού και καθαρισμού του αέρα. Τέτοια πράγματα. Τέτοια παλαβά πράγματα. Δόξα τω Θεώ που δεν ζω στις Μεσοδυτικές Πολιτείες και δεν έχω για γείτονες εκείνους τούς τελείως τρελούς τύπους με τα περιποιημένα γένια, τα τζόκεϊ και τα καρό πουκάμισα, που είναι ζωσμένοι όπλα, έχουν τις δικές τους φρικτές σημαίες και φτιάχνουν πυρηνικά καταφύγια, περιπολώντας με θηριώδη τζιπ μέσα στο δάσος για πιθανούς εχθρούς. Θα καταντούσα να γίνω γραφικός σαν τα μούτρα τους.

Ωστόσο είναι καλό να είσαι σπίτι, σκέφτομαι πάλι χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό, αρκεί να έχεις ρεύμα, νερό, και προμήθειες. Είναι αρκετά γραφικό αυτό; Μάλλον ναι.

Το τσάι μου τουλάχιστον με χαλαρώνει. Ιδρώνω καθώς το πίνω έτσι καυτό, και το νιώθω να με πλημμυρίζει εσωτερικά, να με καίει, και εντέλει να με συνεφέρνει. Τα σκυλάκια μας με κοιτάνε έτσι όπως είναι ξαπλωμένα στο πάτωμα. Τα χαϊδεύω με το βλέμμα· καμιά φορά, όχι πάντα, αυτό τούς αρκεί.

Παίρνω ένα βιβλίο από τις στοίβες πάνω στο γραφείο μου χωρίς να κοιτάξω το εξώφυλλό του και το ανοίγω στην τύχη. Διαβάζω: «Τότε που ήμουν συνεπαρμένος από τη ζωή…» κλπ. κλπ. Συνεπαρμένος από τη ζωή; Τι μπορεί να σημαίνει πάλι αυτό; Το κλείνω, το κρατώ στο στήθος μου, κοιτάζω τον τοίχο απέναντι και την αιωνίως κλειστή τηλεόραση, και προσπαθώ να σκεφτώ ποιοι είναι συνήθως συνεπαρμένοι από τη ζωή, και αν υπήρξα κι εγώ ποτέ τέτοιος. Νομίζω οι πρωτόγονοι, τα κατοικίδιά μας, και τα πολύ μικρά παιδιά όταν παίζουν ποδόσφαιρο ή όταν κολυμπούν στη θάλασσα. Συνεπαρμένος από τη ζωή. Φοβισμένος ναι, αγχωμένος ναι, με ευθύνες απέναντί της ναι, πεισμωμένος απέναντι στον θάνατο ναι, ετοιμοπόλεμος ναι, με αγάπη, οργή, όρεξη για δουλειά — αλλά… συνεπαρμένος; Οι συγγραφείς μπορούν να χρησιμοποιήσουν οποιονδήποτε λαϊκισμό για να χαϊδέψουν το πιγουνάκι του αναγνώστη, για να τσιμπήσουν το μαγουλάκι του κοινού, για να του το τραβήξουν και να του πουν, «Ναι λοιπόν: τι θέλεις στ’ αλήθεια ν’ ακούσεις; Ε; Ποια είναι η πιο βαθιά σου επιθυμία; Παίξε μου τις δύο πρώτες νότες, κι άσε τα άλλα επάνω μου».

Όχι. Είμαι παράλογα σκληρός και εντελώς, εντελώς άδικος, σκέφτομαι ξαφνικά, και κοκκινίζω. Δεν ήταν σωστή σκέψη αυτή. Πόσο δε μάλλον που έγινε με μια τέτοια ασήμαντη αφορμή. Και γιατί να μην είναι κανείς συνεπαρμένος με τη ζωή δηλαδή; Τι κακό έχει αυτό; Η ζέστη φταίει, αποφασίζω. Τα σουρσίματα στους δρόμους, οι αποχαυνωμένοι νεαροί με τα παράξενα στόματα. Όλα αυτά.

Τελειώνω το τσάι μου πολύ πριν κρυώσει. Η ώρα περνά, και πρέπει να βγούμε πάλι έξω. Θα κάνουμε μια γρήγορη βόλτα, σκέφτομαι, ίσα-ίσα στα όρια της επικράτειάς μας, αυτού του μικροσκοπικού χθόνιου βασιλείου που μας έλαχε, που ξέρουμε τόσο καλά τα όριά του και που μέσα του κάποια μέρα θα ζήσουμε μια πραγματική ιστορία. Μια σύντομη, βιαστική βόλτα και μετά πάλι πίσω, όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Ίσως επίσης, όμως, δούμε και πράγματα που θα μας κάνουν να πάρουμε κάπως τα πάνω μας. Και ανθρώπους. Τον συνονόματο σερβιτόρο από την ταβέρνα απέναντι, αίφνης, που πάντα έχει να πει κάτι καλό, συνήθως για τη λογοτεχνία· το παιδί του στεγνοκαθαριστηρίου που θυμάται το όνομά μου και το λέει την ίδια στιγμή που με βλέπει, ενώ εγώ πάντα αργώ να θυμηθώ ονόματα, πράγμα εντελώς αδικαιολόγητο· τον φίλο μας στο μεγάλο μαγαζί με τα ρούχα που είναι τόσο γλυκός και καλός· τον ιδιοκτήτη του μπαρ που συχνάζουμε με το ωραίο, πλατύ, πονηρό χαμόγελό του, που μου κλείνει το μάτι· τους γείτονες που βγάζουν ίδια ώρα με εμάς τα σκυλάκια τους και χαιρόμαστε πάντα να ανταλλάσσουμε δυο κουβέντες μαζί τους. Ίσως έτσι ξεχάσω για λίγο αυτούς που περπατάνε στα σκοτάδια, μουλωχτά, μιλώντας παράξενες γλώσσες χωρίς φωνήεντα, και κουβαλώντας στειλιάρια, σουγιάδες και σπασμένα μπουκάλια μπίρας κάτω από τα πανωφόρια τους και μέσα στα μανίκια τους. Ίσως ξεχάσω πόσο πολύ θέλω μια μεγάλη αποθήκη, ένα καταφύγιο, μια γεννήτρια, άφθονο νερό, και προμήθειες για ένα χρόνο, για δύο χρόνια, για τρία χρόνια, στα μεγάλα, ψηλά, βαθιά ράφια από ντέξιον.

Ίσως νιώσω, αν όχι συνεπαρμένος από τη ζωή, τουλάχιστον κάπως πιο ανακουφισμένος. Αυτοί που προστυχολογούν και ψιθυρίζουν βλάσφημα πέρασαν ξυστά από εμάς σήμερα και δεν μας πείραξαν. Αυτή τη φορά γλιτώσαμε. Άρα όλα καλά.

Οπλίζομαι με θάρρος, τους φοράω τα λουριά τους και βγαίνουμε έξω. Ο ήλιος με τυφλώνει.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome