Πολεις

Το ημερολόγιο της Τετάρτης | 02.08.2023

Σημειώσεις για το καλοκαίρι στην πόλη [ 31 ημέρες | 31 εγγραφές ]

Κυριάκος Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ημερολογιακές καταχωρίσεις, προσωπικές μαρτυρίες, αναμνήσεις, συναντήσεις και εμμονές

Το χθεσινό ημερολόγιο

Διαβάζω πως θα έχει δύο φεγγάρια αυτός ο Αύγουστος. Μάλιστα, δεν θα είναι κανονικά φεγγάρια αλλά υπερπανσέληνοι, δηλαδή κανονικές πανσέληνοι, σαν αυτές που βγάζουν κάποιοι φωτογραφία με το κινητό αλλά καταλήγουν με μια ασημιά βουλίτσα πάνω από τις πολυκατοικίες ή κάπου πάνω από τη θάλασσα, μα κάπως ενισχυμένες — δεν έχω καταλάβει πού έγκειται αυτή η ενίσχυση, δεν είμαι πρόχειρος, μάλλον θα φαίνονται καλύτερα οι κρατήρες, κι εκείνο το αγέλαστο, ανέκφραστο Πρόσωπο στη Σελήνη. Και αυτό —η περισσότερη διαφάνεια, η εντονότερη λαμπρότητα, το διαφορετικό— είναι κάτι που κάνει γκελ στον κόσμο: το φεγγάρι πουλάει. Και ιδίως το αυγουστιάτικο. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί.

Γενικά πάντως, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μία αυξανόμενη τάση υπερθαυμασμού την τελευταία δεκαπενταετία για τέτοια, απλά, νευτώνεια αστρονομικά φαινόμενα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με οτιδήποτε ενθουσιάζει μία μερίδα του κόσμου που ισχυρίζεται ότι ενθουσιάζεται με τον ουρανό. «Ισχυρίζεται», γιατί βέβαια αυτό δεν ισχύει με κανέναν τρόπο, είναι κάτι που λέει (που γράφει) κανείς στα σόσιαλ και μόνο, δεν υπάρχει περίπτωση να σηκώσει κάποιος το βλέμμα του στο στερέωμα και να πει ανατριχιασμένος, «Μα τι ωραία υπερπανσέληνος, μου ’ρχονται δάκρυα στα μάτια, νά, κοίτα. Και ποπό πόσο τέλειος είναι ο αποσπερίτης σήμερα, λιώνω». Ούτε μετά, όταν θα κυλήσει η νύχτα, όταν θα ’χει πια αποφάει και θα ’χει ξεπλύνει τα χέρια του από τα λάδια της κουτσομούρας με το αρωματικό μαντιλάκι που μυρίζει λεμόνι και γράφει ΕΞΟΧΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ στο περιτύλιγμα, δεν θα απαγγείλει αισθαντικά, «Γρήγορα η ώρα πέρασε, μεσάνυχτα κοντεύουν, πάει το φεγγάρι, πάει κι η Πούλια, βασιλέψανε — και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη κι έρημη». Δεν το ’χει κάνει κανένας αυτό, ποτέ. Δεν το έχει κάνει ούτε κι η Σαπφώ, ούτε ο Ελύτης. Κανείς.

Δεν τα κάνουμε κάτι τέτοια, όχι. Ποτέ μας δεν τα κάναμε. Κανείς. Η φύση, έτσι κι αλλιώς —μεταξύ μας—, δεν είναι τόσο συναρπαστική και απρόβλεπτη όσο διατεινόμαστε ότι είναι, τουλάχιστον όχι στο επίπεδο όπου κυλά η δική μας ζωή. (Για ένα τζάγκουαρ, για έναν εξερευνητή σπηλαίων, για μια σαλαμάντρα που ζει στον κρατήρα ενός ηφαιστείου λίγο πριν ξεχειλίσει το μάγμα, το πράγμα αλλάζει). Ούτε, κυρίως, όσο θυμόμαστε ότι ήταν συναρπαστική και απρόβλεπτη ΤΟΤΕ: τότε που θαρρούμε ότι θυμόμαστε τον εαυτό μας να σιγοσβήνει μπροστά στο μεγαλείο της κάπου, κάπως, κάποτε, ας πούμε το περσινό καλοκαίρι, ή όταν πήγαμε φαντάροι, ή όταν ερωτευτήκαμε για πρώτη φορά. Συμβαίνει, νομίζω, κάτι άλλο. Θυμόμαστε τον εαυτό μας, αλλά και άλλους, σαν ταινίες του σινεμά. Γι’ αυτό και το παρελθόν μας —στην περίπτωση της φύσης: αυτό το wow αίσθημα που δήθεν μάς βγάζει— είναι τόσο ντισνεϊκό. Είναι ωραίο πράγμα βέβαια αυτό. Ακόμα και τα φιλιά που δώσαμε και πήραμε, τα θυμόμαστε με συνοδεία βιολιών σε μεγάλη ορχήστρα, ενώ εμείς έχουμε το πρόσωπο του Μπαρτ Λάνκαστερ ή της Ντέμπορα Κερ από το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι». Και γύρω μας δεν είναι η Σαλαμίνα, το Αγκίστρι ή η Νέα Φώκαια Χαλκιδικής, ούτε φοράμε μαγιό από το Zara και σαγιονάρες Fila, αλλά το Χαλόνα Μπιτς, στη Χαβάη. Και είμαστε ωραίοι σαν αφίσες. Και οι Καμικάζι θα χτυπάνε, λίγο πιο κει, το Περλ Χάρμπορ, και ακόμα και οι φωτιές θα είναι μαγικές.

Ζούμε μέσα στις αναμνήσεις μας, που είναι σκηνοθετημένες, φωτισμένες και κινηματογραφημένες από τον πολύ σινεμά που έχουμε δει. (Παραδόξως, όχι από την τηλεόραση, κι ας έχουμε ταϊστεί με πολύ περισσότερη: η μνήμη μας είναι σινεφίλ, προτιμά ακόμα τις ταινίες από τις σειρές — κρίμα για όσους αγαπάμε εξίσου την τηλεόραση με τον κινηματογράφο). Παλιά, το μυαλό μας έβρισκε άλλους τρόπους να μεταμφιέζει και να μας παρουσιάζει τις αναμνήσεις μας. Όταν π.χ. μοναδική σου αισθητική διέξοδος ήταν η Βίβλος και η εκκλησία, θυμόσουν —ήτοι, νόμισες πως θυμόσουν— θεοτικά πράγματα, και συχνά τα ’βλεπες και μπροστά σου. Η γιαγιά μου η Βέτα ας πούμε θυμόταν πως, όταν δεν άντεχε πια την αμαρτία του κόσμου λόγω κάποιου σκανδάλου που ξεσπούσε στη γειτονιά, η εικόνα του Αγίου Δημητρίου κατέβαινε τρέμοντας από το εικονοστάσι με ένα σάλτο και ισορροπούσε πάνω στο τραπέζι της με το μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο, στην κουζίνα, μέχρι να ανάψει εκείνη το καντήλι και το θυμιατό, και να τον ξαναβάλει μέσα με μία ειδική τελετή που ήξερε. Ακόμη παλαιότερα, οι αναμνήσεις των ανθρώπων δεν ήταν αναμνήσεις αλλά σκέτα ένστικτα. Μια χαρά.

Αλήθεια όμως τώρα, άραγε τι ποσοστό όσων θυμόμαστε είναι αληθινό και έγινε όπως το θυμόμαστε, και τι παραποιημένο και εξωραϊσμένο; Πιθανότατα δεν πρέπει να υπάρχει απάντηση, ή τρόπος να γίνει η μέτρηση. Άλλωστε, ο εγκέφαλός μας είναι μετρ της εκλογίκευσης και του μασκαρέματος. Είναι ένας καλά δοκιμασμένος τρόπος αυτός να κρατιόμαστε σε μια κάποια ισορροπία, γιατί αλλιώς θα βγαίναμε όλοι στους δρόμους και θα πετάγαμε τα καπέλα των ανθρώπων στο χώμα και στις λάσπες. Το εγωιστικό γονίδιο του οποίου είμαστε σκεύη, μέσα μεταφοράς, και πανοπλία —ένας εξωσκελετός που το προστατεύει και το συντηρεί—, μας θέλει χορτασμένους και βολεμένους: ησύχους. Και να θυμόμαστε όσα πρέπει, όπως πρέπει. Και να ’χουμε το πρόσωπο του Μπαρτ Λάνκαστερ ή της Ντέμπορα Κερ. Κι ας ήμασταν εγώ κι εσύ.

Δεν θα δω καμία από τις δύο υπερπανσέληνους: όταν περπατάω στον δρόμο, κοιτάζω πάντα κάτω μην έχει τίποτα σπασμένα γυαλιά, ή ύποπτα πράγματα που μπορεί να φάει ένα σκυλί. Ή πράγματα που παράγει ένα σκυλί. Κάποιος που δεν έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο του δεν μπορεί να καταλάβει τι πετάνε οι άνθρωποι στους δρόμους. Για εμένα είναι πλέον σχεδόν επάγγελμα αυτό. Έτσι, εδώ και χρόνια παρατηρώ οτιδήποτε σχετικό: τι πετάνε στους δρόμους, με τι λερώνουν τα πεζοδρόμια, τι παρατάνε στα πεζούλια, στα σιντριβάνια και στα παγκάκια, τι βάζουν στους πράσινους και μπλε κάδους, ΠΩΣ το βάζουν, αν σπάνε τις χαρτόκουτες πριν τις πετάξουν (απάντηση: δεν τις σπάνε), κι αν κάποιοι προσπαθούν να χωρέσουν μια γεμάτη με πλαστικά μπουκάλια μαύρη σακούλα σκουπιδιών μέσα σε ένα καλαθάκι του Δήμου, που γενικά είναι για να πετάξεις το χαρτομάντιλό σου, ή μια τσίχλα. Είμαι ειδικός σ’ αυτό. Όχι ότι ήταν παιδικό μου όνειρο. Έγινα έτσι, από την τύχη.

Σήμερα το πρωί στο στενό μας είχαμε ένα στρώμα ξεκοιλιασμένο, απ’ αυτά που βλέπεις σε κάτι θρίλερ, ή σε ινδονησιακές ταινίες πολεμικών τεχνών. Μαύρο, άθλιο, με αίματα και άλλα πολυκαιρισμένα υγρά ξεραμένα επάνω του, με ελατήρια να βγαίνουν από μέσα του σαν έντερα — ένα αδιανόητο πράγμα. Μα ναι, κάποιος το είχε στο σπίτι του αυτό. Αν πήρε τηλέφωνο στη σχετική υπηρεσία του Δήμου, αυτή για τα ογκώδη αντικείμενα; ΟΧΙ. Αποκλείεται. Κανείς δεν παίρνει ποτέ. Όλοι το έχουν σε κακό να πάρουν, υπάρχει ένας σχετικός νόμος, και κανείς δεν θέλει να παραβεί τους οικείους κανόνες εθιμοτυπίας

Και βέβαια το στρώμα που πάνω του πέθαναν ποιος ξέρει τι είδους ημινοήμονες οργανισμοί δεν ήταν το μόνο σκουπίδι που είδαμε και προσπαθήσαμε να αποφύγουμε. Προς Θεού. Πιο κει ήταν ένα σκρίνιο ή κάτι τέτοιο, διαλυμένο σε πολλά κομμάτια που κάποιοι από τους μεθυσμένους της νύχτας κλότσησαν δεξιά-αριστερά, πιο κει, πέντε μέτρα από έναν κάδο ανακύκλωσης, κάτι πράγματα που δεν καταλάβαινες τι ήταν, μαζί με μια ντάνα πολύ-πολύ παλιά περιοδικά για το πλέξιμο και μια αγκαλιά παιδικά παιχνίδια αγορασμένα για παιδιά που τώρα είναι σίγουρα μεγαλύτερα κι από μένα. Νομίζω πως τα σκουπίδια γίνονται όλο και πιο περίπλοκα προϊόντος του καιρού. Και νά που τελικά δεν είμαι μόνος μου στη γειτονιά, εγώ και τα γκαρσόνια· είναι κι αυτοί που βρήκαν τώρα την ωραία ευκαιρία να πετάξουν ινδονησιακή σαβούρα στον δρόμο, σπασμένες κούκλες με βγαλμένα μάτια και παλιές Burda. Είναι το κέντρο της πόλης αυτό. Οι άνθρωποι που μένουν εδώ βέβαια δεν είναι όλοι από το κέντρο, ή δεν είναι καν από την πόλη. Ή από πόλη. Ή από χωριό. Δεν ξέρω από πού είναι. Νομίζω πως κανείς εκπορεύεται και κατοικεί μέσα σε μια δεξαμενή γεμάτη από τις τοξίνες του. Την κουβαλά μαζί του όπου κι αν πάει. Κάποιες φορές την κρύβει καλά. Κάποιες άλλες ο μισανθρωπισμός του παίρνει το πάνω χέρι. Ωστόσο, τα ογκώδη αντικείμενα τα πετούν ακόμη με το σκοτάδι. Κι αυτό είναι καλό. Κάθε εκδήλωση ντροπαλοσύνης είναι καλή. Η αιδώς και η πολιτική ορθότητα, αυτοί οι υπασπιστές της ειρήνης, είναι καλές. Μας στέργουν. Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν.

Πιο πέρα, σε ένα περβάζι στο παλιό κτίριο της γωνίας με τα ένα-δυο νεοκλασικά στοιχεία —στεγάζεται ένα κομμωτήριο εκεί, νομίζω— κάποιος άφησε το ποτό του, κάτι κοκκινωπό, και έναν αναπτήρα. Ποιος ξέρει γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά, ποιος ξέρει τι του είπαν στο τηλέφωνο. Και στο διπλανό περβάζι, δυο βήματα πιο εκεί, ο καλός Σαμαρείτης της γειτονιάς άφησε πάλι μια νάιλον σακούλα με πέντ’-έξι κουλούρια μέσα. Το κάνει συχνά. Δεν ξέρω αν βρίσκουν τον παραλήπτη τους, αλλά θέλω να πιστεύω πως ναι.

Στην επιστροφή από τη βόλτα μας, άνοιξα τα κινητό μου για να σβήσω τις ειδοποιήσεις από το Viber —είναι μία από τις δουλειές που κάνω κάθε πρωί, ανάμεσα σε μερικές δεκάδες παρόμοιες· και πώς αλλιώς να ζήσει ο άνθρωπος αν δεν τις κάνει— και έπεσα πάνω σ’ αυτό από χθες: «Γεια σου Αύγουστε! Ευκαιρία να απολαύσουμε τον ήλιο σαν να μην υπάρχει αύριο! Είτε πρόκειται για χαλάρωση στην παραλία, για εξερεύνηση μονοπατιών της φύσης ή για πικνίκ με αγαπημένα πρόσωπα, ας απολαύσουμε τον λαμπερό ήλιο του Αυγούστου. Εκμεταλλεύσου το καλοκαίρι για να εξερευνήσεις νέους προορισμούς. Προγραμμάτισε μια ημερήσια εκδρομή σε μια κοντινή πόλη, επισκέψου ένα εθνικό πάρκο ή κάνε μια απόδραση το Σαββατοκύριακο για να βυθιστείς σε νέες εμπειρίες». Ω καιροί, ω ήθη. Με εμπαίζει ο Κύριος.

Οι τουρίστες που χθες περίμεναν στην είσοδο του Airbnb δεν ήταν και σήμερα εκεί. Δεν θα τους ανέφερα καν, αν μία αναγνώστρια του ημερολογίου, και γειτόνισσα, δεν μου ανέφερε πως τους είδε και εκείνη, στην ίδια θέση, δώδεκα ώρες μετά, καθώς η ίδια γυρνούσε από το σουπερμάρκετ. Τι να συμβαίνει;…

Βγαίνω στο μπαλκόνι, κοιτάζω έξω τη γειτονιά που αρχίζει να ξυπνάει, πετάω στο μωσαϊκό το χθεσινό νερό από το μεγάλο μεταλλικό μπολ που έχουμε για να πίνουν τα σκυλάκια μας και κάτι σπουργίτια που μας επισκέπτονται, βάζω καινούργιο, παγωμένο, ξαναμπαίνω μέσα, κλείνω τις μπαλκονόπορτες, κατεβάζω τα παντζούρια μέχρι τη μέση, κι ανοίγω το κλιματιστικό. Τα σκυλάκια μας με κοιτάνε εξουθενωμένα. «Θα περάσει», τους λέω, αλλά προτιμούν το αιρκοντίσιον από τα λόγια μου. Σε λίγο πράγματι δροσίζει. Το φεγγάρι πάνω από την πολυκατοικία, πάνω από την πόλη, πάνω από τη θάλασσα, είναι πελώριο. Κι εκείνο το αγέλαστο, ανέκφραστο Πρόσωπο στη γεμάτη κρατήρες επιφάνειά του σμίγει τα φρύδια.

H εικόνα είναι φτιαγμένη με το πρόγραμμα ΤΝ Tome