Πολεις

Θεσσαλονίκη: Το νουάρ και χάριν έχει

Και ξαφνικά, όπως γυρνούν οι σελίδες του «Σφαγείου Σαλονίκης», η πόλη του 2012 εξαφανίζεται και αναδύεται η Θεσσαλονίκη του 1943.

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 394
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Και ξαφνικά, όπως γυρνούν οι σελίδες του «Σφαγείου Σαλονίκης», η πόλη του 2012 εξαφανίζεται και αναδύεται η Θεσσαλονίκη του 1943. Στην Παύλου Μελά δεν υπάρχει το μπαρ “De Facto”, αλλά το «Ουζερί Τσιτσάνης», όπου ο μετρ βαράει ταξίμια. Στη γωνία Αγίας Σοφίας και Νίκης τεράστιο και εκφοβιστικό ορθώνεται το κτίριο της Κομαντατούρ. Στον Βαρδάρη τα τρένα δεν αναχωρούν για Λιανοκλάδι, αλλά για Νταχάου.

Ο συγγραφέας Θάνος Δραγούμης, ψευδώνυμο όπως με πληροφόρησαν από τον Ψυχογιό, γυρίζει πίσω σε μία από τις πιο αιματοβαμμένες, επικίνδυνες και ανεξερεύνητες έως και σήμερα στιγμές της ιστορίας. Οι ταγματασφαλίτες γδέρνουν κορμιά και με τανάλιες κόβουν γλώσσες πιστολάδων της ΟΠΛΑ. Η ΟΠΛΑ πυροβολεί εξ επαφής δοσίλογους. Οι ναζίδες επιστατούν το σχέδιο «Τελική Λύση». Παρ’ όλα αυτά, παίζοντας τη ζωή του κορώνα-γράμματα, ο αστυνόμος Στέφανος Ασλάνογλου κρύβει στο σπίτι του την Εβραιοπούλα Έμα. Μια ιστορία συγκλονιστική με ένα γράψιμο που ο Ταραντίνο μπορεί και να το έκανε ταινία, καθώς η βία, οι θανατερές ατάκες, ο κυνισμός και το πιστολίδι πέφτουν σύννεφο.

Στο «Σφαγείο Σαλονίκης» το εβραϊκό γκέτο της Χαριλάου, το προσφυγικό Καραβάν Σαράι της Βενιζέλου, τα ορφανά του Παπάφειου, τα μπουγατσατζίδικα της Εγνατίας και η Βίλα Καπαντζή σαν άντρο και ορμητήριο στυγερών χιτλερικών συναρμολογούν το σκηνικό όπου εξελίσσεται η δράση. Πόρνες στα Λαδάδικα, τεκέδες καβάντζες, κωλομπαράδες, δοσίλογοι δημοσιογράφοι και νεκροθάφτες, κομμουνιστές και «φρίτσηδες», εκδίδονται, ληστεύουν, πουλάνε ακόμα και τη μάνα τους είτε για μια δόση ρεβυθοκαφέ είτε για μια καλή πληροφορία για εβραϊκό χρυσάφι.

Ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο «Θάνος Δραγούμης»; Και πόσα πολλά αρχεία πρέπει να ξέθαψε, προκειμένου να γράψει αυτή την ιστορία, όπου δεν υπάρχουν αθώοι, αλλά μόνο ένοχοι; «Ένα βιβλίο, ένα τσιγάρο, ένας καφές – τριάδα αδιαίρετη που κλίνει για μένα την ευτυχία σε όλες τις πτώσεις. Γιατί ένα πλάσμα με πνευματικά και αισθητικά αισθήματα δεν μπορεί να επιθυμεί κάτι περισσότερο στο σημερινό ευρωπαϊκό περιβάλλον». Ατάκα δανεική από τον Φερνάντο Πεσόα, αλλά στην περίπτωσή μου πάει γάντι, καθώς από αστυνομικό σε αστυνομικό βολοδέρνω στον καναπέ μου αυτές τις μέρες.

«Να διαβάσεις και το βιβλίο “Από το πουθενά” του Γιώργου Μαρτινίδη», μου σφύριξε ο φίλος φωτογράφος Ιπποκράτης Ταυλάριος. «Ο γιος του Πέτρου;» ρώτησα. Κατάφαση. Κι έτσι επέστρεψα πάλι στη Θεσσαλονίκη του 2012. Στις καφετερίες της Ολύμπου, όπου αράζουν παόκια, λαϊκοί τύποι μέθυσοι που τους σερβίρουν φοιτητριούλες που κάνουν μεροκάματο. Στα συνεργεία της Τούμπας που φτιάχνουν τα μηχανάκια. Και στα μεγάλα κλαμπ στο λιμάνι, όπου οι φοιτητικές παρατάξεις, «πράσινες» ή «μπλε», οργανώνουν πάρτι με το αζημίωτο. Ο Μπεν είναι όχι ακριβώς ντετέκτιβ. Πρώην μπάτσος που δεν άντεξε τη δουλειά γραφείου, παραιτήθηκε και βγάζει τα προς το ζην κάνοντας θελήματα. Δύο φόνοι τον προκαλούν να τους εξιχνιάσει. Ο Γιώργος Μαρτινίδης στο πρώτο του μυθιστόρημα, ένα μοντέρνο νουάρ όπως το αυτοπροσδιορίζει, χτυπάει διάνα δικαιώνοντας, φυσικά, και το κλισέ περί του μήλου που θα πέσει κάτω από τη μηλιά. Η γλώσσα του είναι κοφτή και γρήγορη, η δράση ανεβοκατεβαίνει από παρυφές Άνω Πόλης και πανεπιστήμια σε Χορτιάτη και παραλιακή.

Η ιστορία που διηγείται είναι σύγχρονη, δεν θέλει να είσαι και φωτεινός παντογνώστης για να καταλάβεις πως όσα περιγράφει όχι απλώς συμβαίνουν στη Θεσσαλονίκη, αλλά και πως πιθανότατα υπέπεσαν στην αντίληψή του κατά τη διάρκεια των σπουδών του. Η επαρχιώτισσα φοιτήτρια που έρχεται να σπουδάσει από την Καρδίτσα εδώ, οι σπιτονοικοκυρές που νοικιάζουν διαμερίσματα στα πέριξ της Κασσάνδρου ή στις Σαράντα Εκκλησιές, οι καφετερίες της Αριστοτέλους και τα τυροπιτάδικα της Αγίου Δημητρίου είναι το φόντο, όπου πίσω από τη φολκλορική αθωότητα καραδοκούν ο φόβος και το νταλαβέρι. Ο ήρωας Μπεν με τα κουσούρια του, το αλκοολίκι, την εξάρτηση από τη νικοτίνη και τη ροπή προς το ρεμπελιό, φαντάζει πειστικότατος στο ρόλο του σαλονικάι τυπά που ζει με λίγα, ψυλλιάζεται πολλά και, όταν χρειαστεί, όχι μόνο ξέρει να ξεγλιστρά από τις πλεκτάνες αλλά και, άμα λάχει, να τους καπακώνει και να τους παγιδεύει όλους.

Στο «Από το Πουθενά» η δράση μεταφέρεται από τη Θεσσαλονίκη και στη Θεσσαλία, ο κόσμος της σαλονικιώτικης νύχτας διαπλέκεται με τα μεγάλα έργα της Εθνικής οδού, πορτιέρηδες, βουλευτές, μεγαλοεργολάβοι και φοιτηταριό, με γκανγκστεριές, λαμογιές. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράμματα. Είτε χθες είτε τώρα, υπήρχε και υπάρχει μια άλλη πόλη. Και αυτά τα δύο βιβλία θα σας βοηθήσουν να δείτε πέρα από τους καθρέφτες, πίσω από την κουρτίνα, μέσα κατευθείαν στην καρδιά του κτήνους που λέγεται πόλη. Μπανγκ!  

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr