Life in Athens

Η Γέφυρα του Μάγκα: Μάγκες, χασικλήδες και ρεμπέτικες ιστορίες του Πειραιά μιας άλλης εποχής

Ο Μάρκος Βαμβακάρης είπε ότι όποιος την περνούσε θα πρέπει να ήταν πολύ μάγκας. Αυτή είναι η ιστορία της γέφυρας και των ανθρώπων που την πέρασαν.
Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 950
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η Γέφυρα του Μάγκα ή Γέφυρα του Ρεμπέτη: Ιστορίες από τον Πειραιά της παρανομίας, με ρεμπέτες, μάγκες, πρόσφυγες, ντουμάνια και τεκέδες

Ο Θωμάς Σίδερης μας ξεναγεί στην περιοχή όπου «σύχναζαν νταβατζήδες, κουτσαβάκηδες, έμποροι ναρκωτικών και λαθραίων».

«Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μέσ' στον τεκέ μας και ν' άκουγες τον μπαγλαμά και τις διπλοπενιές μας», τραγουδούσε ο Μάρκος Βαμβακάρης στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Κάπου εδώ γύρω, κοντά στη Γέφυρα του Μάγκα απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου στον Πειραιά, μετά από τίποτα ντουμάνια, θα εμπνεύστηκε τους στίχους του τραγουδιού «Καραντουζένι». Κόσμος πάει κι έρχεται από τη γέφυρα, πάνω ακριβώς από τις εγκαταλειμμένες γραμμές του τρένου του σταθμού Λαρίσης – και αναρωτιέμαι πόσοι να ξέρουν ότι, μια φορά κι έναν καιρό, ο Μάρκος είπε ότι όποιος περνούσε από τη γέφυρα αυτή θα πρέπει να ήταν πολύ μάγκας. Αυτή είναι η ιστορία της γέφυρας και των ανθρώπων που την πέρασαν.

Ο Θωμάς Σίδερης, δημοσιογράφος και συγγραφέας, εδώ τριγύρω μεγάλωσε. Από τις αρχές του 1900 έφτασαν οι πρώτοι πρόσφυγες, από τον Πόντο και την Αρμενία, τότε, λέει, φτιάχτηκαν οι πρώτες παράγκες στην περιοχή της Δραπετσώνας. Και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν κατά χιλιάδες. Στην αρχή τους περνούσαν από το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, στη Σαλαμίνα, και μετά τους στρίμωχναν εδώ.

«Όταν λέμε παράγκες, μιλάμε για ό,τι χειρότερο μπορείς να βάλεις με το μυαλό σου. Από παλιόξυλα, πισόχαρτα, ό,τι έβρισκαν πεταμένο. Ούτε νερό υπήρχε ούτε αποχετευτικό σύστημα. Εδώ τους απομόνωσαν με απόφαση του κράτους, γιατί ο αστικός Πειραιάς δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτούς τους εξαθλιωμένους. Η Γέφυρα του Μάγκα, όπως έμεινε να αποκαλείται κυρίως Μεταπολεμικά, ήταν το γεωγραφικό και ψυχολογικό όριο. Χώριζε στα δύο τον Πειραιά. Από τη μία ήταν η κανονική πόλη κι από την άλλη η ατελείωτη παραγκούπολη, μια πόλη που ζούσε στο σκοτάδι, με ανεπιθύμητους ανθρώπους» λέει ο Θ. Σίδερης.

Αλλά η περιοχή ήταν ήδη υποβαθμισμένη, καθώς από το 1876 βρίσκονταν οι κρατικοί οίκοι ανοχής στα Βούρλα. Όπως γράφει ο Βασίλης Πισιμίσης στο βιβλίο του «Βούρλα-Τρούμπα» (εκδ. Τσαμαντάκη), στις 66 χαμηλοτάβανες κάμαρες των τριών σειρών στεγάζονταν περίπου 70 ιερόδουλες. «Ο απαισιότερος οίκος ανοχής στον κόσμο», έγραφε ο Μ. Καραγάτσης στο βιβλίο του «10».

«Εδώ σύχναζαν οι νταβατζήδες, που εκμεταλλεύονταν τις κοπέλες, πολλές από τις οποίες ήταν μικρές κοπέλες, μόνες, από τη Μικρά Ασία, έμποροι ναρκωτικών, έμποροι λαθραίων, μάγκες και κουτσαβάκηδες», αναφέρει ο Θ. Σίδερης. Τι ήταν οι μάγκες; «Εκείνοι που δεν συμβιβάζονταν με τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής και ζούσαν στο περιθώριο. Που ήταν απέναντι από την πολιτική και την αστυνομική εξουσία», λέει ο Θωμάς και συνεχίζει:

«Όλη η περιοχή ήταν γεμάτη τεκέδες. Ο πιο γνωστός από αυτούς ήταν ο τεκές του Καπλάνα. Αλλά υπήρχαν και αυτοσχέδιοι τεκέδες, γούβες που κάθονταν κι έπιναν τα ναρκωτικά της εποχής, χασίσι και ηρωίνη. Σε αυτούς τεκέδες μαστούριαζε και η Ξακουστή Τετράς του Πειραιά, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Μπάτης και ο Ανέστος Δελιάς, ο οποίος ήταν ο μοναδικός από τους τέσσερις που έπεσε στην ηρωίνη, με τον Μάρκο Βαμβακάρη να γράφει στην αυτοβιογραφία του ότι τον είχε μυήσει σε αυτήν μια γυναίκα από τα Βούρλα, η Κατερίνα η Σκουλαρικού».

Στα Βούρλα, όσες γυναίκες έμεναν έγκυες, τις έδιωχναν κι έβρισκαν καταφύγιο σε κάτι μισοβυθισμένες βάρκες, τα «σλέπια». Έγραψε κι ένα ποίημα ο Νίκος Καββαδίας όταν επισκέφθηκε την περιοχή μαζί με τη Γαλάτεια Καζαντζάκη: «Στην καρβουνόσκαλα δεμένο είναι ένα σλέπι που χρόνια εδούλεψε στου Ντούνα το ποτάμι. Στρείδια γεμάτα τα βρεχούμενά του, και κατράμι, κι έχει η σκουριά τη λαμαρίνα του ξεκάμει».

Αγαπητικός στα Βούρλα ήταν και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Το λέει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του: «Εκεί έκανα και γω τον κουτσαβάκη. Ήμουνα κι αγαπητικός. Ό,τι έβλεπα από τους άλλους έκανα κι εγώ. Σιγά σιγά, σκαλί σκαλί πήρα τον κατήφορο. Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής και δεν είχα ταίρι».

«Πράγματι, ο Μάρκος Βαμβακάρης ήταν ένας σπουδαίος καλλιτέχνης, αλλά δεν ήταν και άγιος», λέει ο Θ. Σίδερης. Ο Γιώργος Μπάτης είχε καφενείο στην πλατεία Καραϊσκάκη, σύχναζε και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης εκεί. Πέθανε το 1967 και τον έθαψαν με το μπουζούκι του.

Ο Παγιουμτζής πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 67 ετών, στη Νέα Υόρκη, πάνω στο πάλκο. Έγινε έρανος για να επιστρέψει η σορός του στην Ελλάδα και τα έξοδα της κηδείας τα πλήρωσε ο Ζαμπέτας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης έφυγε για την πατρίδα του τη Σύρο, όπου έγραψε τη «Φραγκοσυριανή». Πέθανε το 1972 στη Νίκαια.

Ο Ανέστος Δελιάς έγραψε το περίφημο «Παράπονο του πρεζάκια»: «Τίποτα δεν μ’ απόμεινε στον κόσμο για να κάνω, αφού η πρέζα μ’ έκανε στον δρόμο να πεθάνω». Τον βρήκανε πεθαμένο στο δρόμο το 1944, αγκαλιά με το μπουζουκάκι του – ήταν λίγο πάνω από 30 χρονών. Ένα βράδυ, λέει ο Θ. Σίδερης, ο Ανέστος με μια κοπέλα από τα Βούρλα πέρασαν μια ολόκληρη νύχτα επάνω στη Γέφυρα του Μάγκα. Ποιος ξέρει αν σκέφτονταν να περάσουν απέναντι. Αλλά το ξημέρωμα γύρισαν πίσω. Εκείνος στην πρέζα κι εκείνη στον οίκο ανοχής.