Life in Athens

Τα συνοικιακά ψιλικατζίδικα της Αθήνας

Τα συνοικιακά ψιλικατζίδικα είναι τα νέα μας στέκια

Κατερίνα Καμπόσου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από τα Ιλίσια στα Εξάρχεια, συναντήσαμε τους ψιλικατζήδες της γειτονιάς που σε ξέρουν με το μικρό σου όνομα

Ο ψιλικατζής. Η ψιλικατζού. Οι πελάτες τους, που βασικά είναι θαμώνες και φίλοι τους που κάθονται μόνιμα στο σκαμπό δίπλα στην ταμειακή και βλέπουν ειδήσεις από την μικρή τηλεόραση. Δεν κοντοστεκόμουν ποτέ για να πάρω κάτι από αυτούς και προσπερνούσα την παραπάνω εικόνα, όχι επειδή έχω καμία ιδιαίτερη αδυναμία στα μεγάλα σούπερ μάρκετ αλλά επειδή τους είχε συνηθίσει τόσο πολύ το μάτι μου όλα αυτά τα χρόνια στις γωνίες και τα στενά της πόλης που πλέον δεν τους παρατηρούσα. Ώσπου σε μια από τις συνηθισμένες, μονότονες μετακινήσεις με «6», βρέθηκα μπροστά σε ένα μικρό περιποιημένο «ψιλικατζίδικο» στην οδό Διοχάρους, κοντά στο Χίλτον. Μου τράβηξε την προσοχή το «κοινό» έξι-επτά ατόμων που στεκόταν σε ουρά στην είσοδο για να μπουν ενώ ταυτόχρονα μερικοί έβγαιναν με γεμάτες σακούλες και αλληλοκαλησπερίζονταν σαν να είναι χρόνια γνωστοί μεταξύ τους. Αν έπρεπε να βρω κάποιο θετικό της απαγόρευσης κυκλοφορίας, θα πω πως είναι ότι κάποιοι επιστρέφουν στα μικρά ψιλικατζίδικα γύρω απ’ το σπίτι και κάποιοι άλλοι- όπως εγώ- τα ανακαλύπτουμε τώρα. Εκεί όπου μας απευθύνονται με το μικρό μας όνομα και μας ρωτάνε πως πήγε η εξεταστική ή τί θα μαγειρέψουμε σήμερα. 

© George Venios

Μπαίνοντας μέσα στο ψιλικατζιδίκο του Χίλτον, το εσωτερικό του μιλούσε από μόνο του. Πράσινοι ρετρό τοίχοι και μωσαϊκό δάπεδο, στριμωγμένα πραγματάκια που τραβούν το βλέμμα σαν μαγνήτης και ανοίγουν την όρεξη για ψώνια, μέσα σε μια ακαταστασία που βγάζει απόλυτο νόημα. Σοκολάτες, παιδικά παιχνίδια, λάμπες, καλσόν,μπαντονέτες, προφυλακτικά, αποσμητικά, μια μίνι κάβα, σταυρόλεξα, βιβλία τσέπης και γλυκά ψυγείου όλα μαζί. Πίσω από αυτά, η κ. Μαρία Νικολακοπούλου εδώ και 24 χρόνια.

«Η εποχή του κορωνοϊού έφερε τον κόσμο πίσω στη γειτονιά μας. Η δουλειά μας ανέβηκε επειδή οι πελάτες φοβούνται να συνωστίζονται στα σούπερμακετ κι επειδή το θεωρούν ταλαιπωρία να μπλέκουν με τα πολλά ταμεία και να χάνουν χρόνο. Έπειτα το βλέπουν και σαν διέξοδο για λίγη παρέα αφού εδώ έχουν την δυνατότητα να μας πιάνουν κουβέντα, σε αντίθεση με τους απρόσωπους υπάλληλους. Έχουμε και πράγματα που δεν τα βρίσκουν πάντα στο σουπερμάρκετ π.χ. κάρτες κινητής τηλεφωνίας, πάγο, σπόρια, ξύδι ή όσπρια από μικρές βιοτεχνίες. Προ καραντίνας φέρναμε χύμα γλυκά ταψιού, χύμα κρασί και ξηροκάρπια. Προσπαθούμε να είμαστε σαν κινητές εγκυκλοπαίδειες για κάθε προϊόν ώστε να τους κρατήσουμε κοντά μας και υπό φυσιολογικές συνθήκες καθόμαστε ανοιχτά εδώ μέχρι τις 11-12 το βράδυ.», μου λέει η Μαρία ενώ στη συνέχεια συμφωνήσαμε ότι η πόλη έχει ανάγκη τη φυσική παρουσία των κατοίκων της και ένα ανοιχτό ψιλικατζίδικο είναι αυτό που κάνει τις λιγοστές βόλτες μας πιο όμορφες. 

© George Venios

Από την άλλη όταν μένουμε σπίτι σημαίνει ότι καταναλώνουμε και περισσότερο από ό,τι συνήθως. Τα μικρομάγαζα ψιλικών προσπαθούν να δουλεύουν σαν περίπτερα και σαν μίνι μάρκετ ταυτόχρονα, και η ανάγκη τους για επιβίωση οδηγεί στην διάθεση πολλών και διαφορετικών ειδών. Τη ρωτώ ποια είναι τα ευπώλητα της καραντίνας:
«Τις πρώτες μέρες του lockdown την περασμένη άνοιξη, οι πελάτες έρχονταν πανικόβλητοι. Ζητούσαν μονίμως χαρτιά υγείας, αντισηπτικά, γάντια και χλωρίνη. Τελευταία αγοράζουν παιχνιδάκια για τα παιδιά μιας και έχουν κλείσει τα παιχνιδάδικα και εννοείται μέσα σε αυτά πολλά τσιγάρα, καπνό και αναπτήρες. Οι νέοι και οι φοιτητές είναι πιο ψύχραιμοι, οι μεγαλύτεροι είναι ακόμα τρομοκρατημένοι με την κατάσταση. Όλοι όμως είναι αβέβαιοι στις κουβέντες τους, κανείς δεν ξέρει πως θα είναι όταν τελειώσει όλο αυτό.»

Κάνοντας μια βόλτα σε μια άλλη περιοχή της Αθήνας, στα Εξάρχεια, που είναι γνωστά για την αλληλεγγύη των ανθρώπων της γειτονιάς στα συνοικιακά καταστήματα, σίγουρα θα πετύχει κανείς το μικρό ψιλικατζίδικο επί της Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου γωνία, που εξωτερικά θυμίζει σημείο πώλησης αθηναϊκού τύπου, σαν εκείνα στις ασπρόμαυρες ταινίες. Ο τοίχος είναι καλυμμένος από πρωτοσέλιδα εφημερίδων που κρέμονται από μανταλάκια και μέσα κρύβονται στοίβες με περιοδικά και «τυχερές σακούλες». Ο μέσα χώρος είναι ένα πολύχρωμο καλυβάκι που οι περίοικοι το εκτιμούν το ίδιο- ίσως και παραπάνω από τα πολυφώτιστα μαγαζιά στις λεωφόρους. Πίσω από το ταμείο συνάντησα τον κ. Θοδωρή Θεοδώρου. Πριν από μια πενταετία αποφάσισε να μεταφέρει εδώ το μαγαζί με τα ψιλικά που είχε από το 1970 στην Μαυρομιχάλη, επειδή έψαχνε να βρει καλύτερη «πιάτσα» όπως μου εξήγησε.

© George Venios

«Στην κρίση μεταξύ 2010 και 2015 είμασταν χάλια, οι επιχειρήσεις βουλιάζαν ειδικά όσες βρίσκονταν στους μικρούς δρόμους, επομένως κάτι έπρεπε να γίνει. Τώρα ήρθε ο κορωνοιός να μας ρίξει κι αυτός τον τζίρο, στο 40%. Επιβιώνω χάρη στους ηλικιωμένους που θέλουν ακόμη να παίρνουν εφημερίδες και μικροπράγματα για να μαγειρέψουν. Στον δικό μου τον κλάδο δεν θεωρούμαστε πληττόμενη επιχείρηση βλέπεις, επειδή είμαστε ανοιχτά μέσα στην καραντίνα. Βέβαια όταν ο άλλος δεν έχει χρήματα και η κίνηση έχει πέσει κατακόρυφα, πλήττομαι κι εγώ ακριβώς όπως οι άλλοι. Δεν μπορώ να ζητήσω μείωση ενοικίου στον ιδιοκτήτη του χώρου ούτε να βγάλω την υπάλληλο μου σε αναστολή. Δεν υπάρχει ελάφρυνση όσον αφορά τις εισφορές και τους φόρους.»

Καθώς μιλούσαμε μπήκε μέσα μια πελάτισσα με το σκυλάκι της για να ζητήσει ρίγανη και θυμάρι ξερό. Ο Θοδωρής την ρώτησε τι θα μαγειρέψει και του απάντησε κάτι με ψάρια από το ιχθυοπωλείο ακριβώς δίπλα. Τα τσιγάρα, τα παγωτά και τα μικροπράγματα σαν αυτά δεν έχουν πια το ίδιο κέρδος με παλαιότερα, η περίοδος του lockdown όμως μάλλον έχει επαναφέρει την αξία της ανθρώπινης επαφής, σύμφωνα με τα λεγόμενά του.

© George Venios

«Στα Εξάρχεια υπάρχει αμοιβαία στήριξη όλα αυτά τα χρόνια και αλληλοκατανόηση, σε μεγάλο βαθμό από την δική μας μεριά, δηλαδή αν ξεχάσουν μια φορά το πορτοφόλι δεν θα τα χαλάσουμε εκεί. Ακουμπάνε το κινητό ή τα κλειδιά στον πάγκο από αφηρημάδα και φεύγουν κι εγώ θα τους τα φυλάξω. Στο σουπερμάρκετ δεν γίνονται αυτά. Κάποτε υπήρχε η ΕΒΓΑ της γειτονιάς, ήξερες ότι από εκεί θα πάρεις το γάλα της ημέρας. Ήθελες να δεις μια ταινία και κατέβαινες εδώ να πάρεις τα τυρογαριδάκια για να τη συνοδεύσεις. Έπειτα είχαμε πελάτες παιδάκια. Έρχονταν μόνα τους με χαρτζιλίκι από 6 χρονών να πάρουν καραμέλες ή τα έστελναν οι πατεράδες να φέρουν τα τσιγάρα τους και επί τη ευκαιρία έπαιρναν ότι τους έπεφτε στο μάτι. Όλα αυτά κόπηκαν ανεπιστρεπτί. Έπειτα και κάποια προϊόντα καταργήθηκαν, όπως τα «ψιλικοκό» που περιλάμβαναν παραμάνες, καρφίτσες, κλωστές, δαχτυλήθρες, φουρκέτες και  χτένες. Μάλλον σταμάτησαν και οι νοικοκυρές να ράβουν. Είμαι νοσταλγός του τότε, όχι επειδή υπήρχαν περισσότερα χρήματα αλλά επειδή έβλεπα αγνότητα στις συνήθειες του κόσμου. Ίσως το lockdown μας υπενθυμίσει τον χαμένο μας ρομαντισμό.»