Health & Fitness

Πανελλαδική έρευνα: επιβλαβές στις ανθρώπινες σχέσεις το κάπνισμα

Πώς επηρέασε το lockdown τη στάση των Ελλήνων απέναντι στο κάπνισμα;

Φίλιππος Κόλλιας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

​Πανελλαδική έρευνα δείχνει πώς το lockdown επηρέασε τις καπνιστικές συνήθεις των Ελλήνων και τις ανθρώπινες σχέσεις

Ως ξεπερασμένη συνήθεια χαρακτηρίζουν το κάπνισμα τσιγάρου 7 στους 10 Έλληνες, με 1 στα 2  νοικοκυριά να μην επιτρέπει το κάπνισμα στο σπίτι τους, τα σπίτια των καπνιστών να  θεωρούνται «ανεπιθύμητα» και οι ίδιοι οι καπνιστές να αξιολογούνται ως λιγότερο ελκυστικοί.  Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα της νέας έρευνας της Marc που έτρεξε για λογαριασμό της Παπαστράτος με θέμα το κάπνισμα στην εποχή της πανδημίας. 

Πώς επηρέασε το lockdown τη στάση των Ελλήνων απέναντι στο κάπνισμα; Πόσα γνωρίζουν οι  καπνιστές για τις βλαβερές συνέπειες του τσιγάρου και τις διαφορές ανάμεσα στο συμβατικό και το εναλλακτικό κάπνισμα; Και πόσο, τελικά, επηρεάζεται η ιδιωτική, οικογενειακή και  κοινωνική τους ζωή από αυτό; 

Αναζητώντας να βρουν απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα οι υπεύθυνοι της πανελλαδικής  έρευνας, που διεξήχθη τον περασμένο Μάρτιο για λογαριασμό της Παπαστράτος σε  περισσότερα από 1200 νοικοκυριά στα αστικά κέντρα αλλά και την περιφέρεια, βρέθηκαν  μπροστά σε μια σειρά από εξαιρετικά ενδιαφέροντα και αναπάντεχα ευρήματα. Ξεκινώντας με  το ότι η ελληνική κοινωνία φαίνεται έτοιμη, στη συντριπτική πλειοψηφία της, να κάνει την αλλαγή και να αποχαιρετήσει το κάπνισμα ως μια ξεπερασμένη συνήθεια του παρελθόντος (σε  ποσοστό 70,7%). 

Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά τις σχέσεις 

Σύμφωνα με την άκρως επίκαιρη έρευνα, που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της μετα-πανδημικής  επικαιροποίησης της στρατηγικής της Παπαστράτος για την επίτευξη του στόχου του «Ένα  εκατομμύριο λιγότεροι καπνιστές έως το τέλος του 2021» που είχε εξαγγείλει πριν από ένα  χρόνο, γίνεται φανερό ότι το συμβατικό κάπνισμα έχει εξελιχθεί σε μεγάλο «αγκάθι» όσον  αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις. 

Συγκεκριμένα το 51,7% των καπνιστών με σύντροφο μη καπνιστή δηλώνουν πως η καπνιστική τους συνήθεια ενοχλεί τον/την σύντροφό τους (με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 68,8% στα  νεότερα ζευγάρια έως 34 ετών) και το 49% αναφέρει πως το κάπνισμα αποτελεί ξεκάθαρα αιτία  διαφωνιών και καβγάδων μεταξύ του ζευγαριού. Το ίδιο που συμβαίνει, σε ποσοστό 18,5%,  ακόμη και όταν καπνίζουν και οι δυο. Αντίστοιχα το 38,8% δηλώνει πως το κάπνισμα προκαλεί  συχνά εντάσεις και τσακωμούς και γενικότερα με αγαπημένα πρόσωπα του κοινωνικού τους  περιβάλλοντος. Με το ποσοστό να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο (40,7%) όσον αφορά τις  γυναίκες καπνίστριες. 

Όσον αφορά τους μη καπνιστές, 1 στους 2 (50,5%) συμφωνεί ότι τα άτομα που καπνίζουν είναι  λιγότερο ελκυστικά και επιθυμητά από αυτούς που δεν καπνίζουν. Μια διαπίστωση που  εμφανίζει το ίδιο υψηλό ποσοστό τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες και μάλιστα σε όλες  ανεξαρτήτως τις ηλικιακές κατηγορίες. Αποτελώντας μια ευρεία και κοινή παραδοχή που κάθε  καπνιστής οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψιν. 

Αν, τώρα, αναρωτιέσαι, τι είναι το πιο ενοχλητικό πράγμα στο να έχεις σύντροφο καπνιστή,  τότε η πιο δημοφιλής απάντηση είναι με διαφορά η οσμή του τσιγάρου στο χώρο (30,7%). Με  τον καπνό του τσιγάρου (22,3%) και τη μυρωδιά στα ρούχα/μαλλιά/χέρια (14,9%) να έρχονται  να συμπληρώσουν τη σχετική τριάδα. 

Συγκεκριμένα οι γυναίκες φαίνονται να ενοχλούνται πολύ περισσότερο από τους άντρες από τη  μυρωδιά του τσιγάρου στο χώρο (33,6%) και τη μυρωδιά του καπνού στα ρούχα, τα μαλλιά και  τα χέρια (17,5%). Ενώ οι άντρες μη καπνιστές εμφανίζουν ποσοστά ενόχλησης άνω του μέσου  όρου όσον αφορά την τάση απομόνωσης της καπνίστριας συντρόφου τους προκειμένου να  καπνίσει (8,2%) και τα σταχτοδοχεία που είναι γεμάτα από αποτσίγαρα (7,8%). 

Όλα τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την πλειοψηφία του πληθυσμού που  αναγνωρίζει τις βλαπτικές επιδράσεις του τσιγάρου στην υγεία, δικαιολογεί το ότι 8 στους 10  μη καπνιστές έχουν προσπαθήσει ήδη να πείσουν κάποιον καπνιστή από το συγγενικό ή φιλικό τους περιβάλλον να διακόψει το κάπνισμα. Ενώ σαφώς αξιοσημείωτο είναι το 60,5% του  πληθυσμού που δηλώνει πως εάν κάποιος κοντά του χρησιμοποιεί μια εναλλακτική λύση χωρίς  καπνό, δεν τον ενοχλεί σε σύγκριση με κάποιον που καπνίζει τσιγάρα.

Η αυξανόμενη κοινωνική πίεση στους καπνιστές για να σταματήσουν το κάπνισμα ή να  στραφούν σε καλύτερες, επιστημονικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές, επεκτείνεται και στο  ευρύτερο φιλικό και κοινωνικό τους περιβάλλον. Ξεκινώντας από το πόσο «καλοδεχούμενοι»  αισθάνονται στα σπίτια άλλων (μία στις δύο οικογένειες δεν επιτρέπουν το κάπνισμα πουθενά  στο σπίτι τους) ή πώς αισθάνονται οι μη καπνιστές όταν επισκέπτονται οι άλλοι τα σπίτια τους  (το 61% των μη καπνιστών αναφέρει πως ενοχλείται γιατί δεν αισθάνεται άνετα σε χώρο με  καπνό). 

Αυτό που μπορεί να διακρίνει κάποιος είναι τη διαμόρφωση μιας σαφούς τάσης  «περιθωριοποίησης» των καπνιστών και του καπνίσματος, που οδηγεί 1 στους 3 (34%) να  δηλώνουν πως αισθάνονται συχνά άβολα σε παρέες που δεν καπνίζουν και ένα 30,6% να  διατυπώνει την πεποίθηση ότι γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όσον αφορά το πόσο παρωχημένο έχει φτάσει να θεωρείται το  κάπνισμα, αποτελεί το γεγονός ότι το 13,6% των καπνιστών παραδέχτηκαν πως κρύβουν ότι  καπνίζουν από αγαπημένα πρόσωπα ή φίλους. Με το ποσοστό να ανεβαίνει ακόμη  περισσότερο όσον αφορά τις γυναίκες (19,3%) και τους καπνιστές ηλικίας 21-34 (15,4%). 

Ο ρόλος της επιστήμης για την επίτευξη του τέλους του τσιγάρου 

Σε αντίφαση με όλα τα παραπάνω έρχεται το γεγονός ότι, εν μέσω πανδημίας, το 27,2% των  καπνιστών δήλωσε πως καπνίζει περισσότερο (με ένα 7,1% να δηλώνει πως επέστρεψε στο  κάπνισμα ενώ το είχε διακόψει). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα  μεγαλύτερα ποσοστά αύξησης της συχνότητας του καπνίσματος παρατηρήθηκαν στους  αυτοαπασχολούμενους (37,4%) και στους άνεργους (47,6%). Κάτι που έρχεται και αναδεικνύει  την ευθεία σύνδεση άγχους και οικονομικής ανασφάλειας με την αύξηση του καπνίσματος και αποδεικνύει ότι, παρότι η ελληνική κοινωνία μοιάζει έτοιμη να ξεπεράσει το  κάπνισμα, χρειάζεται να κάνει το τελευταίο γενναίο βήμα. 

Αυτό που περιλαμβάνει την κάλυψη του χάσματος ενημέρωσης που επικρατεί αυτή τη στιγμή  γύρω από τους τρόπους διακοπής του καπνίσματος και τα οφέλη των εναλλακτικών προϊόντων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, παρότι πάνω από το 88% των καπνιστών  και του συνόλου της κοινής γνώμης πιστεύουν πως οι καπνιστές θα πρέπει να έχουν επαρκή  ενημέρωση και πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με εναλλακτικές λύσεις καπνίσματος, αυτό  πρακτικά δεν συμβαίνει. Με έναν στους δύο καπνιστές και του συνολικού πληθυσμού να  δηλώνει ξεκάθαρα πως δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση για τα οφέλη και τους τρόπους  διακοπής του καπνίσματος. 

Ένα πραγματικό χάσμα ενημέρωσης, σε κάθε επίπεδο, που φαίνεται και από το γεγονός ότι το  51,6% των καπνιστών αναφέρουν πως δεν γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ των συμβατικών τσιγάρων και των εναλλακτικών προϊόντων καπνού, το 48,2% των καπνιστών που δηλώνει ότι  γνωρίζει ελάχιστα ή καθόλου για τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος και το 18,4% των  καπνιστών που απλώς δεν γνωρίζουν καθόλου τι είναι αυτό που τους βλάπτει στο τσιγάρο.

Άκρως ελπιδοφόρο αποτελεί, στον αντίποδα, το γεγονός ότι το 45,6% του πληθυσμού πιστεύει πως τα εναλλακτικά προϊόντα καπνίσματος είναι λιγότερο βλαβερά για την υγεία από το  τσιγάρο, με τα υψηλότερα ποσοστά να καταγράφονται στις ηλικίες 21-34 ετών (60,9%) και στα  άτομα ανώτερης/ ανώτατης μόρφωσης (51,2%). 

Επιπλέον έξι στους δέκα ενήλικες πολίτες δηλώνουν πως θα επέλεγαν πιο εύκολα ή θα  πρότειναν σε καπνιστές εναλλακτικά προϊόντα εάν είχαν πιο σαφή ενημέρωση για τα  επιστημονικά δεδομένα που τα διαφοροποιούν από το κάπνισμα (ένα ποσοστό που  εκτοξεύεται στο 70,2% στις ηλικίες 21-34 ετών). Με 1 στους 3 (37,4%) να έχει προτείνει μάλιστα  ήδη σε κάποιον καπνιστή να σταματήσει το κάπνισμα τσιγάρων και να δοκιμάσει μια  εναλλακτική λύση. Ένα ποσοστό που ανεβαίνει στο 52,8% στις ηλικίες 21-34 ετών. Κάτι που  σημαίνει ότι οι νέοι φαίνονται να έχουν αντιληφθεί ήδη την ευκαιρία που αντιπροσωπεύουν  αυτά τα καινοτόμα προϊόντα για τη μείωση της βλάβης από το κάπνισμα. 

Όπως φαίνεται να το έχει αντιληφθεί, παρά το έλλειμα ενημέρωσης, και ένα μεγάλο μέρος του  πληθυσμού. Ένα γεγονός που έρχεται και μεταφράζεται πρακτικά στην ύπαρξη περίπου  440.000 χρήστων ενναλακτικών προϊόντων αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και  άνω των 300.000 που έχουν επιλέξει το προϊόν χωρίς καύση της PMI που πρόσφατα ήταν το πρώτο που αδειοδοτήθηκε από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ως  το μοναδικό προϊόν καπνού διαφοροποιημένου κινδύνου σε σχέση με το τσιγάρο και κατά  συνέπεια καλύτερο για τη δημόσια υγεία. 

Τι μένει για το τέλος; To 91,1% του πληθυσμού που δηλώνουν πως για την επιλογή του σωστού εναλλακτικού προϊόντος καπνίσματος θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η επιστήμη και  η τεχνολογία που βρίσκεται πίσω από αυτά. Μια κοινωνική απαίτηση που οφείλει να  μεταφραστεί στην έναρξη ενός ανοιχτού διαλόγου με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ώστε ότι  όντως, με τη βοήθεια της επιστήμης, να κάνουμε την αλλαγή και το κάπνισμα να γίνει οριστικά  μια ξεπερασμένη συνήθεια του παρελθόντος.