Health & Fitness

Διαδρομές της γιορτής

H στήλη για το τρέξιμο στην πόλη

Αγγελική Κοσμοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Από τότε που ξεκίνησα να τρέχω, είκοσι χρόνια πριν, μετρώ τη ζωή μου με το τρέξιμο. Δίπλα στους άλλους, συμβατικούς τρόπους που καταγράφουν το χρόνο –τις εποχές, τις ακαδημαϊκές χρονιές, τις γιορτές και τα γενέθλια- μετρώ το χρόνο με διαδρομές.

Στις καθημερινές μου εξόδους, με το κεφάλι κάτω και χαμένη στις σκέψεις τις περισσότερες φορές, παίρνω μια βιαστική γεύση αστικού τοπίου: προσόψεις, πεζοδρόμια και τις νερατζιές της γειτονιάς. Στις μεγαλύτερες βόλτες μου βλέπω Λυκαβηττό, τις ομορφιές της Πλάκας και του Φιλοπάππου. Την εξοχή μέσα στην πόλη, τις μικρές συντεταγμένες του τοπίου που τη συνιστούν. Πέρα απ’ τα καθημερινά, στα μισά μου σχεδόν χρόνια οι αναμνήσεις δεν είναι φωτογραφικές και μονοδιάστατες. Έχουν εικόνες, μυρωδιές ζωντανές από βροχή, χώμα ή θάλασσες, ήχους της πόλης ή της εξοχής. Έχουν πλάνα κοντινά και μακρινά που εξελίσσονται στην άμμο ή στην άσφαλτο, κάποτε με υπόκρουση μουσική κι άλλοτε με πολύτιμη σιωπή. Κι έχουν, σταθερά, μια άλλη διάσταση που λείπει απ’ τις φωτογραφίες και δεν μεταφέρεται εύκολα στον αμάθητο στους δρόμους: την αίσθηση του πέλματος στη γη, τον δυνατό χτύπο της καρδιάς και μια γεύση από ιδρώτα και αλάτι στο στόμα.

Στις δρομικές αναμνήσεις μου, το Μεγαλοβδόμαδο είναι εξοχή. Πιο ισχυρή αίσθηση οι διαδρομές στα μέρη μου, στην Ολυμπία, ανάμεσα στους μαλακούς λόφους, στις ελιές και στα αμπέλια των προγόνων μου, ανάμεσα σε κάμπους κατάφυτους και αρχαία σπαράγματα. Πρώτη βουτιά στην άνοιξη και στις μυρωδιές της, με τις πασχαλιές και το μάραθο, τις τριανταφυλλιές και τις βιολέτες. Και στην επιστροφή, μια παρέα που περιμένει, με κάτι στα χέρια – η μάνα μου ή ο πατέρας μου, χαμένοι κι οι δυο πια μα με αποτύπωμα παντοτινό.

Λίγες οι φορές σε άλλα μέρη, μα τις θυμάμαι όλες. Ένα Πάσχα στη Νίσυρο, σε αγαπημένες διαδρομές δίπλα στη θάλασσα κι έπειτα ψηλά, ως τη ζέστη του ηφαιστείου. Ένα Πάσχα στην Πόλη, στο Πατριαρχείο, στις αστικές βόλτες της Βασιλεύουσας, νωρίς, πριν η πόλη καλοξυπνήσει. Και πέρσι, στα ορεινά του Κιλκίς, με φίλους παλιούς και κανούργιους και με τον ήχο από τα χάλκινα της Γουμένισσας στον Επιτάφιο να ξεδιπλώνεται μέρες.

Φέτος, στην Αθήνα, μισό από συνθήκη και μισό από επιλογή, αναζητώ πασχαλιάτικους δρόμους. Με τον τρόπο που όταν φεύγουν οι «μεγάλοι» και γίνεσαι εσύ αυτός που φέρνει της γιορτής τα δώρα, έχεις χρέος να φτιάξεις καινούργιες παραδόσεις γι΄αυτούς που μένουν, ομήλικους και μικρότερους. Μεγάλη Παρασκευή πρωί, η γνωστή διαδρομή μου στην Πλάκα μύριζε λιβάνι και μύρο από τις εκκλησιές. Το Μεγάλο Σάββατο, ο Λυκαβηττός στη μεσημεριανή βόλτα μου μύριζε λίγο ανθισμένες τριανταφυλλιές και λίγο σπιτικές προετοιμασίες για τα τραπέζια της γιορτής.

Σήμερα, Κυριακή του Πάσχα, τρέχω σε μέρη που ξέρω. Μέρη οικεία, της κάθε μέρας, μα που σήμερα τα νιώθω γιορτινά. Θυμάμαι αυτή τη μέρα με την πιο δυνατή της ανάμνηση μέσα στα χρόνια: τα παραδοσιακά είκοσι χιλιόμετρα στην κοιλάδα της Ολυμπίας και δίπλα στον Αλφειό, στη χαρά της εξοχής μου. Θυμάμαι τον ανοιχτό δρόμο και την επιστροφή, με κεράσματα από φίλους στα χωριά, και γουλιές κρασί να αθροίζουν σε κάθε μικρή στάση. Θυμάμαι μα προχωρώ, τακτοποιώντας την ανάμνηση. Ναι, εμείς δίνουμε χρώμα στις διαδρομές, εμείς δίνουμε πρόσημο συνηθισμένο ή ξεχωριστό. Και είναι ώρα να φτιάξω νέες γιορτινές διαδρομές, δικές μου και του τώρα. Να κρατηθώ και να κρατήσω το υφάδι της κοινής ζωής –της κάθε μέρας και της γιορτής.