Θεματα

Μαρίκα Μητσοτάκη: H ζωή της σε συνταγές μαγειρικής

Το βιβλίο «Συνταγές με... Ιστορία» της Μαρίκας μας ταξιδεύει σε έναν αιώνα και μια ζωή

Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 809
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Συνταγές με… Ιστορία»: Η ζωή και οι συνταγές της Μαρίκας Μητσοτάκη στο βιβλίο που επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Πάρα πολλά πράγματα έχω ξεχάσει μεγαλώνοντας, και πολλές τρύπες της μνήμης μένουν αδειανές, ενώ από την άλλη θυμάμαι ολόκληρες συζητήσεις (συνήθως, χωρίς σημασία…), ή τι φορούσε, πώς μύριζε και τι έκανε ένας συγκεκριμένος άνθρωπος σε ενσταντανέ παγωμένο στον χρόνο. Η ανάμνηση πλέει μέσα στο κενό σαν ερημονήσι στο οποίο ναυαγεί σαραβαλέξ η μνήμη μου – ποιος άλλος; Ο Τομ Χανκς;

Στο θέμα μας: το 2002 είχα επισκεφθεί την κυρία Μαρίκα Μητσοτάκη στο σπίτι της, νομίζω στο Καβούρι, κάπου νότια – είχα πάει με μοτοταξί, πολύ της μόδας τότε, και παρόλο που θυμάμαι τη διαδρομή στην παραλιακή, είναι αδύνατον να θυμηθώ πού ήταν το σπίτι. Ήταν φωτεινό, περιποιημένο, λίγο παλιό όπως τα σπίτια των μαμάδων, ίσως και γιαγιάδων μας, με βαριά έπιπλα και γυαλισμένα πατώματα. Εδώ σταματάει οτιδήποτε έχει να κάνει με εικόνες σχετικά με το σπίτι (=δεν έχω άλλες). Με είχαν προειδοποιήσει συνάδελφοι, «Η κυρία Μαρίκα θα σε ρωτήσει για την οικογένειά σου, μην πεις ότι είσαι από την Καβάλα!», λες και είναι λογικό να πεις ότι είσαι από το Παρίσι όταν μεγάλωσες σε οποιαδήποτε ελληνική επαρχία. Καλού-κακού, είχα προετοιμάσει πεντιγκρί από τον άλλο παππού, τον κλάδο της οικογένειας που πιθανόν να γνώριζε τους Γιαννούκους στην μπουρζουά μεταπολεμική Αθήνα. «Έμποροι, δεύτερη γενιά οι Γιαννούκοι, με εμπορικές διασυνδέσεις στην Αμερική», έλεγε τότε ο μπαμπάς μας, που κι αυτός, του μπας-κλας κλάδου Καβαλιωτών, δεν ήξερε πολλά.

Τα πρώτα γενέθλια του Κυριάκου. Η αναμνηστική φωτογραφία με τη Μαρίκα και τα τέσσερα παιδιά να χαμογελούν στον φακό, στάλθηκε στον πατέρα τους, ήδη αυτο-εξόριστο στο Παρίσι.

Αλλά η κυρία Μαρίκα δεν ρώτησε τίποτα για την οικογένειά μου. Αντίθετα, μίλησε για τη δική της οικογένεια. Ήταν περήφανη που «ο ίδιος ο Ρούσβελτ» της έδωσε την άδεια, όταν ήταν παιδί ακόμα, να πάει στην Αμερική και να χειρουργηθεί σε μεγάλο νοσοκομείο για τη ζημιά που είχε πάθει στη σπονδυλική στήλη από την πολιομυελίτιδα. Η αφήγηση ήταν χαλαρή, χωρίς πίκρα: περίμενα πίκρα από μια γυναίκα που πέρασε τέτοια ταλαιπωρία στα παιδικά της χρόνια, και μάλιστα «…από ένα χόμπι… το κολύμπι…».

Είπα ότι, για φαντάσου, κι εμένα μου αρέσει το κολύμπι.

«Έτσι πήρα μάλλον το μικρόβιο», είπε, «από πισίνα. Τότε δεν προσέχανε, δεν ήξεραν. Ήταν άλλες εποχές. Τέλος πάντων, πάει αυτό, δεν θέλω να το συζητάω, κακώς το αναφέραμε. Ασχολήθηκα με την κουζίνα, με τη μαγειρική. Και φυσικά», με κάρφωσε με αυστηρό βλέμμα, «ασχολήθηκα κυρίως με την πολιτική».

Το τελευταίο το είχε πει σαν να το υπογραμμίζει, βάρδα μη θεωρήσω ότι ήταν χωμένη στην κουζίνα όλη μέρα, μια και δεν ήταν. Έβλεπε και διάβαζε ειδήσεις, ενημερωνόταν συνέχεια, όπως τόνισε, και το χόμπι της ήταν η μαγειρική. Πολύ θα ήθελα πάνω σ’ αυτό να κοκορευτώ ότι είχα την ιδέα να καταγράψει τις συνταγές της, αλλά την ιδέα την είχε η ίδια η κυρία Μαρίκα: «Είναι κρίμα να πάνε χαμένες οι συνταγές που είχα από τη γιαγιά, από τη μητέρα μου… από την οικογένεια του συζύγου μου… Θα ήθελα να τις γράψω μία μία αναλυτικά. Να τις βρούνε τα εγγόνια και τα δισέγγονά μου κάποια μέρα… Μεγάλωσα με προσωπικό στο σπίτι μας, αλλά όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου επέβλεπαν στην κουζίνα. Όλες είχαν συνταγές και μυστικά επιτυχίας για κάθε πιάτο».

Χειμώνας 1970, όλη η οικογένεια μαζί σε ένα παριζιάνικο πάρκο, στη νέα «αναγκαστική» πατρίδα.

Η οικογένειά της πριν από τον έρωτα και τον γάμο με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, το 1952 και το 1953, αντίστοιχα: «Σοβαροί άνθρωποι», κατά τον μπαμπά μας, «κάνανε τη ζωή των Αθηναίων μετά τον Πόλεμο, έβγαιναν σε ωραία κέντρα, είχαν αμάξι με σοφέρ, ένα Βόλβο... Μεγάλο νεοκλασικό σπίτι στο Κολωνάκι. Είχαν ένα παιδί μόνο, τη Μαρίκα. Καλλονή στα νιάτα της. Ο Μητσοτάκης την κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, και δεν ήταν ο μόνος. Στα πρώτα καλλιστεία έπρεπε να βγει αυτή Μις Ελλάς. Ήταν πολύ όμορφη η Νταίζη Μαυράκη, που βγήκε τελικά. Αλλά η Μαρίκα άστραφτε, είχε άλλο τσαγανό…».

Την ημέρα της επίσκεψής μου, η κυρία Μαρίκα ήταν 72 ετών: Γκραντ Νταμ, με μπαστούνι που χτυπούσε επιβλητικά στα πλακάκια ή έτσι το θυμάμαι. Ήταν επιβλητική φυσιογνωμία, στωική με τους ξένους σαν εμένα, αυστηρή… Και ένας λόγος που δεν θυμάμαι το σπίτι είναι επειδή τα έσβηνε όλα με την παρουσία της, ποιο σπίτι και ποιο σουβέρ, τα έκανε όλα σκόνη. Η επίσκεψη κράτησε δύο ώρες, μια καλοκαιρινή μέρα με ελαφρύ θαλασσινό αγιάζι. Δεν υπήρχε υποψία ότι ο γιος της θα γινόταν αργότερα πρωθυπουργός, δεν είπε πολλά πολλά η κυρία Μαρίκα, αλλά ανέφερε γεγονότα-σταθμούς: μεταπολεμική περίοδος, Δικτατορία, και τέλος 1990 με 1993, η πρωθυπουργία του συζύγου της. Σκεφτόταν να γράψει αναλυτικότερα τις εμπειρίες της από αυτήν την περίοδο της Ιστορίας της Ελλάδας, και από τη ζωή της συνολικά.

Εκεί ήταν που θα έπρεπε να είχα πεταχτεί, «Δεν βάζετε και συνταγές μαγειρικής μέσα;» αλλά δεν πετάχτηκα. Το σκέφτηκε μόνη της, και χαίρομαι που το πραγματοποίησε σε κάποια, άλλη φάση, πριν από δέκα χρόνια. Και που ξαναβγήκε το βιβλίο τώρα.

Με ρωτούσαν μετά, «Πώς σου φάνηκε η κυρία Μαρίκα;», και μου είχε φανεί… πολύ εντυπωσιακή. Είχα σκεφτεί τότε, πω πω, ούτε ψύλλος στον κόρφο της νύφης της, μεν, και από την άλλη… παρόλο που ήμουν σε άλλη φάση, σχετικά νέα/με μυαλά στα κάγκελα, είχα συναίσθηση του πόσο σημαντική ήταν εκείνη η ημέρα. Η κυρία Μαρίκα ήταν εμπειρία για μένα, επειδή ήταν τόσο βαριά προσωπικότητα, δυνατή, σκληροτράχηλη, άμεμπτη, σίγουρη για αυτά που ήθελε και διεκδικητική, επειδή ήταν φεμινίστρια πριν ο όρος περάσει στην καθημερινότητα. Κι επειδή υπήρξε κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας.

Επίσης, τα καλτσουνάκια της με τυρί σκίζουν.

To βιβλίο «Συνταγές με… Ιστορία», με κείμενα Εμμανουέλας Νικολαϊδου και επιμέλεια συνταγών Κατερίνας Μητσοτάκη, επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Τα έσοδα της έκδοσης θα διατεθούν στο Κέντρο Υποδοχής και Αλληλεγγύης Δήμου Αθηναίων (ΚΥΑΔΑ) και στην κοινωνική κουζίνα «Ο Άλλος Άνθρωπος».


Kαλτσούνια με τυρί - Η συνταγή της Μαρίκας Μητσοτάκη

Υλικά

Για τη γέμιση

  • ½ κιλό μυζήθρα
  • ½ κιλό μαλάκα
  • 1 αυγό μεγάλο (ή 2 μικρά)
  • ½ κουταλάκι του γλυκού αλεύρι
  • αλάτι
  • λίγο φρεσκοτριμμένο πιπέρι
  • λίγος δυόσμος (προαιρετικά)
  • λάδι, για τηγάνισμα (ή αυγό και σουσάμι, αν τα ψήσουμε στον φούρνο)

Για το φύλλο

  • 1 κιλό αλεύρι
  • 1 πρέζα αλάτι
  • λίγες σταγόνες χυμός λεμονιού
  • ½ ποτήρι του κρασιού ελαιόλαδο
  • χλιαρό νερό

Εκτέλεση

Τρίβουμε τα τυριά μας και βάζουμε μόνο τη μαλάκα σε τουλουπάνι. Την αφήνουμε να στραγγίσει καλά. Έπειτα ζυμώνουμε όλα τα υλικά της γέμισης σε μια λεκάνη. Στην επιφάνεια εργασίας μας ρίχνουμε το αλεύρι και κάνουμε μια τρύπα στη

μέση, όπου βάζουμε όλα τα υλικά. Αρχίζουμε να ζυμώνουμε. Το νερό το προσαρμόζουμε ανάλογα και σιγά σιγά καθώς ζυμώνουμε. Η ζύμη μας πρέπει να είναι σφιχτή, αλλά τραβώντας την από τις δύο άκρες να έχει ελαστικότητα. Αφού ανοίξουμε τα φύλλα, κόβουμε τη ζύμη μας σε στρογγυλά κομμάτια (με τη βοήθεια ενός φλιτζανιού του τσαγιού) και βάζουμε στο κέντρο κάθε στρογγυλού φύλλου τη γέμιση –ένα μπαλάκι

λίγο μεγαλύτερο από καρύδι–, κλείνουμε διπλώνοντας το φύλλο στα δύο και πιέζουμε τις άκρες κατά μήκος (με ένα πιρούνι) για να ενωθούν καλά, κλείνοντας μέσα τη γέμιση. Στη συνέχεια τα τηγανίζουμε σε μπόλικο και καυτό λάδι. Αν δεν τα κάνουμε τηγανητά, μπορούμε να τα ψήσουμε στον φούρνο, στους

200° C, αλείφοντάς τα με αυγό και πασπαλίζοντας με σουσάμι. Σε αυτή την περίπτωση δεν τα κλείνουμε διπλώνοντας το φύλλο στα δύο, αλλά τα διπλώνουμε στα τέσσερα.

Συμβουλή
Τη μαλάκα θα τη βρείτε σε καταστήματα με κρητικά προϊόντα. Αν δε βρείτε, μπορείτε να την παραλείψετε και να κάνετε τα καλτσούνια μόνο με μυζήθρα.