Θεματα

Το φαγητό των ηρώων

Τι τρώνε οι ήρωες (στη λογοτεχνία, στο σινεμά, στο θέατρο) και πώς έχει σημασία να το ξέρουμε

Μανίνα Ζουμπουλάκη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι σημασία έχουν οι κανόνες του φαγητού μας, είτε τους αναγνωρίζουμε είτε όχι;

Θα πείτε, εδώ ο κόσμος καίγεται, τι μας νοιάζει πώς τρώει ο Γέρος και η Θάλασσα ή ακόμα-ακόμα και ο Μπραντ Πιτ; Το επιχείρημα, όποτε γράφω τέτοια, είναι ότι ο κόσμος καίγεται γενικά, και το ξεχνάμε για λίγη ώρα όταν διαβάζουμε κάτι άσχετο… Επίσης, στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να σας φανεί και χρήσιμο το θεματάκι εάν (1) δουλεύετε ένα διήγημα, μυθιστόρημα, σενάριο, θεατρικό ή (2) έχετε μπλέξει με μυστήριο άτομο που τρώει με διαφορετικό τρόπο από εσάς και σας προβληματίζει. Γιατί τρώει τόσο γρήγορα, γιατί καθαρίζει το πιάτο του με ψωμάκι επιμελώς, γιατί μαζεύει κόκκους ζάχαρης από το τραπέζι με το δάχτυλο; Τι είδους άνθρωπος δεν τρώει ποτέ μα ποτέ μπροστά σε άλλους, όρθιος, καθιστός, ξαπλωμένος, νηστικός, ντυμένος, γυμνός, μόνος, στο αμάξι, στον δρόμο, στο πάτωμα, στο τραπέζι, σε κλειστό/ανοιχτό χώρο, σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, κυλικεία, αεροπλάνα, πλοία, ξένα σπίτια; Τι σημασία έχουν οι (συχνά, κουλοί) κανόνες του φαγητού μας, είτε τους αναγνωρίζουμε είτε όχι;

Κάθε άνθρωπος τρώει με διαφορετικό τρόπο επειδή (σώπα!) είναι διαφορετικός άνθρωπος και, όταν ξέρουμε πώς τρώει, μπορούμε να τον στήσουμε στο μυαλό μας πολύ καλύτερα. Πάμε στον Μπραντ Πιτ: Στα γυρίσματα του «Ocean's 11» o σκηνοθέτης Steven Sodenbergh πρόσεξε πως ο Μπραντ έτρωγε συνήθως όρθιος, στα γρήγορα, χωρίς να κοιτάζει το φαγητό του το οποίο, πάλι συνήθως, ήταν χάμπουργκερ, χοτ-ντογκ ή τεράστιο σάντουιτς.  «Σκέφτηκα ότι ο ρόλος του θα έτρωγε ακριβώς έτσι», είπε σε μια συνέντευξη, «αυτός ο ψηλός αθλητικός άντρας, εντελώς Αμερικάνος, με τετράγωνο σαγόνι, γερά δόντια… μασουλάει όλη μέρα, στο πόδι, δεν παχαίνει και δεν θα μπορούσε να τρώει με διαφορετικό τρόπο!» Τόσο ο ρόλος όσο και ο Μπραντ δηλαδή, που μάλλον συνέχισε να τρώει με τον ίδιο τρόπο ΚΑΙ συνέχισε να μην παχαίνει.

Στις ταινίες υπάρχουν σπουδαίες «σκηνές φαγητού» που εικονογραφούν τους ήρωες: ο Τζον Τραβόλτα ως Τόνυ Μανέρο στο «Πυρετός το Σαββατόβραδο» μπουκώνεται και καταβροχθίζει ένα χάμπουργκερ σε χρόνο μηδέν, οι φίλοι του τον πειράζουν ότι τρώει σαν σκύλος και το πιστεύεις ότι έτσι τρώει αυτός ο γιος ιταλού μετανάστη, σχεδόν βίαια, σα να μη χόρτασε ποτέ. Η καλύτερη σκηνή φαγητού έχει την υπογραφή του Γούντι Αλλεν, στο «Αννι Χωλ»: ο Εβραίος ήρωας, ο κωμικός Άλβι, είναι καλεσμένος για επίσημο δείπνο στην οικογένεια της αμερικανίδας φιλενάδας του, όπου σερβίρεται ένα χοιρινό ψητό, σε αυστηρά στρωμένο τραπέζι με κρυστάλλινα ποτήρια (τον ψυχάκια αδερφό της Άννι/Ντάιαν Κίτον τον παίζει καταπληκτικά ο Κρίστοφερ Γουόκεν). Όλοι είναι κυριλέδες, επαινούν το χοιρινό, τρώνε στημένα, κρατώντας τα προσχήματα, και ο Γούντι αντιπαραθέτει στη μισή οθόνη τα γεύματα της δικής του οικογένειας: οι συγγενείς του αρπάζουν το ψωμί, τρώνε άτσαλα, γελάνε, πίνουν, μπουκώνονται, και δείχνουν να το διασκεδάζουν πολύ περισσότερο από τη σκληροπυρηνικά μπουρζουά οικογένεια της Άννι. Όλοι έχουμε καταλάβει, μετά από αυτή τη σκηνή, ότι οι δύο ήρωες δεν ταιριάζουν καθόλου, δεν θα μείνουν μαζί, δεν θα αντέξει η σχέση τους… επειδή τρώνε με τόσο διαφορετικό τρόπο, από σόι.

Στη λογοτεχνία μπορείς να φανταστείς τον ήρωα να τρώει αλλά και να ζει, με βάση τη γραπτή περιγραφή του γεύματος: στο «Μόμπι Ντικ» (Χέρμαν Μέλβιλ) το γεύμα του Ισμαήλ και του Κάπτεν Αχάμπ πάνω στο αλιευτικό είναι «μύδια με σπασμένα παξιμάδια, παστό χοιρινό κομμένο κομματάκια, και γίνεται πιο χορταστικό με βούτυρο, αλάτι και πιπέρι». Μπλιαχ, λέμε σήμερα, αλλά στην εποχή (1851) αυτό ήταν ένα πλούσιο γεύμα για λιμασμένους ναυτικούς.  Αντίθετα η Αλίκη («Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», Λούις Κάρολ) το μόνο που τρώει είναι κέικ και μπισκότα με το τσάι της.  Η Αλίκη είναι αιθέρια ύπαρξη, και κοριτσάκι, οπότε δύσκολα θα έτρωγε ένα γουρούνι – ο τρόπος που τρώει είναι συμβατός με τον χαρακτήρα της, όπως μας τον δίνει ο συγγραφέας και όπως τον φανταζόμαστε.

Ο «Φύλακας στη σίκαλη» λέει, ως Χόλντεν Κόλφιλντ: «Τρώω πολύ ελαφρά. Γι' αυτό είμαι τόσο αδύνατος. Συνήθως τρώω ένα σάντουιτς με ελβετικό τυρί και κουάκερ με γάλα».  Έτσι, λιτά, έτρωγε και ο ίδιος ο συγγραφέας J.D. Salinger, που ήταν πετσί και κόκκαλο όλη του τη ζωή.

Μου είχε μείνει από το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» (Μπέττυ Σμιθ), το μαγείρεμα της μαμάς της Φρανσίν, της ηρωίδας: «Η μαμά έπαιρνε μισή φρατζόλα μπαγιάτικο ψωμί, το βούταγε σε καυτό νερό, το ζύμωνε καλά, έβαζε αλάτι, πιπέρι, ψιλοκομμένο κρεμμύδι, θυμάρι, ένα αυγό (όταν τα αυγά ήταν φθηνά) και το έψηνε στο φούρνο. Περιχυμένο με μια σάλτσα από κέτσαπ και καφέ, ήτανε ζεστό, νόστιμο και χορταστικό».  Η οικογένεια της Φρανσίν ζούσε φτωχικά, στο Μπρούκλιν του 1943, αλλά η μαμά κατάφερνε να τους ταΐζει όλους με ψωμί και αλάτι, στην κυριολεξία…

Η Σύλβια Πλαθ, αντίθετα, ήταν αριστοκρατία. Στον «Γυάλινο κώδωνα», η Σύλβια/Έστερ λέει: «Ο παππούς μου με έμαθε πώς να τρώω αβοκάντο με καβούρι – έλιωνε μαρμελαδο-ζελέ σταφυλιών μαζί με γαλλικό ντρέσινγκ σ’ ένα κατσαρολάκι, μέχρι να γίνει μια σκουροκόκκινη σάλτσα. Το καβούρι δεν είχε καμία γεύση, σκέτο».

Έχω μια ηρωίδα (στα «Κάτι μου κρύβεις» και «Άκουσέ με»), τη Δώρα*, που τρώει τυρόπιτες, σνακ και σούπες. Στα πρώτα δύο βιβλία της, οι σούπες ήταν ζεστές, χειμωνιάτικες, και καταβρόχθιζε μια σπανακόπιτα σε δυο μπουκιές, όπως κάνω όταν πεινάω. Στο τελευταίο, που θα βγει όπου να 'ναι («Μη φοβάσαι»), επειδή εκτυλίσσεται το καλοκαίρι, τρώει κρύα σούπα που της φτιάχνει η πρώην πεθερά της, πίνει άσπρο παγωμένο κρασί, και άλλη μέρα, σολομό που ψήνει η κόρη της. Το ψητό κοτόπουλο τής φαίνεται υπερβολή με τη ζέστη, και οι σαλάτες μαραμένες. Ξεχνάει να φάει μερικές φορές και την πιάνει ζάλη, ίσως επειδή «βλέπει» μέσα στο μυαλό των άλλων, ίσως επειδή δεν είναι τρελά φαγανός άνθρωπος… όπως εγώ, που «τη» γράφω.

Καλό είναι βέβαια να διαφημίζω τα βιβλιαράκια μου αλλά δεν είναι αυτό το σκεπτικό του κειμένου: Το έγραψα επειδή αν δεν ξέρεις πώς τρώει ο/η ήρωας/ηρωίδα σου, δύσκολα θα τον/τη στήσεις σωστά. Θα σας φανεί χρήσιμο όντως αν σκέφτεστε να γράψετε κάτι, οτιδήποτε. Όπως και αν έχετε μπλέξει με άτομο φρέσκο και αναρωτιέστε κατά πόσον θα κρατήσει το νταλαβέρι – πηγαίνετε για φαγητό με το άτομο και προσέξτε τον τρόπο με τον οποίον τρώει…  


*Το επόμενο μυθιστόρημα της Τριλογίας της Δώρας και της Αθήνας έχει τίτλο «Μη φοβάσαι». Κυκλοφορεί μέσα στον Ιούνιο από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.