Life

Πώς πέρασα το Σαββατοκύριακο - και πώς δεν το πέρασα

Η ζωή στην πόλη, η ζωή σε μια χώρα που δεν έχει δεχτεί εισβολή από ένα εχθρικό, απάνθρωπο καθεστώς

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Άνθρωποι στη Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης
© ΡΑΦΑΗΛ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ / EUROKINISSI

Δύο κόσμοι χωριστά: η Ελλάδα και η Ουκρανία – η ζωή και ο θάνατος

Πώς πέρασα το Σαββατοκύριακο. Έβγαλα βόλτα τα σκυλάκια μας έξι φορές, από λίγο όμως κάθε φορά γιατί ψιχάλιζε. Δεν τους αρέσει να πατάνε στα νερά, είναι φανερό ότι το σιχαίνονται. Ούτε να βρέχονται τους αρέσει: πηγαίνουν τοίχο-τοίχο, για να προστατεύονται από τα μπαλκόνια. Το πιο μικρό, που απεχθάνεται τη βροχή όσο τα άλλα δύο μαζί, μπήκε σε όσα μαγαζιά ήταν ανοιχτά τρέχοντας απότομα, και μάλιστα τη μία φορά παραλίγο να ρίξει ένα γκαρσόνι. My bad.

Βγήκαμε με τους δύο αγαπημένους μας φίλους, το ζευγάρι που κάθε Σάββατο το ’χουμε στο πρόγραμμα και πηγαίνουμε στο στέκι μας, ένα καφενείο, για μεζέδες και κρασί, μπίρα ή τσίπουρο, ανάλογα με τα κέφια της στιγμής. Ήταν όμορφα, όπως πάντα. Πάντα είναι όμορφα με τους φίλους σου.

Είδα το ματς του Άρη με τον Ολυμπιακό, νικήσαμε, όλα καλά. Δεν πήγα στο γήπεδο επειδή δεν τελείωσα τις λέξεις της ημέρας, και αισθανόμουν άσχημα με αυτό. Έχω μείνει κάπως πίσω με το βιβλίο μου, και δεν μου αρέσει όποτε τυχαίνει να το παθαίνω, δεν είναι επαγγελματικό.

Έτσι, δούλεψα επίσης. Φυσικά και δούλεψα. Δεν υπάρχει μέρα που να μη δουλεύω πολλά χρόνια τώρα, όπως άλλωστε ισχύει και για τους περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες. Δεν πειράζει, τι να κάνουμε. Άλλωστε η δουλειά μου είναι εύκολη, χρειάζομαι ένα πληκτρολόγιο όλο κι όλο, δεν έχω παράπονο.

Τι άλλο; Α, ναι: μαγείρεψα. Όχι τίποτε σπουδαίο, αλλά τέλος πάντων ποτέ μου δεν μαγειρεύω και τίποτε τρομερό. Αλλά τουλάχιστον τρώγονται αυτά που κάνω — ή έτσι λέει η Κίκα. Ίσως όμως να το λέει επειδή με αγαπάει.

Ψώνισα επίσης στο σούπερ-μάρκετ. Από το e-shop. Εδώ και πέντε χρόνια περίπου, δεν πηγαίνω πια ο ίδιος για ψώνια, έχω βρει την υγειά μου με το e-shop, επιλέγω ό,τι θέλω με την ησυχία μου, κάνω την παραγγελία όποτε θέλω, μου τα φέρνουν σπίτι επίσης όποτε θέλω, όλα είναι όπως ακριβώς τα ζήτησα — μια χαρά.

Αποφεύγω έτσι και τα πολλά-πολλά με τους κλειστούς χώρους και τον κορονοϊό. Δεν μου αρέσουν οι κλειστοί χώροι, ούτε και ο κορονοϊός: δεν έχω περιθώριο να αρρωστήσω, έχω απίστευτα πολλή δουλειά μπροστά μου. Απροπό, τα πρότζεκτ που έχω στο πρόγραμμά μου καλύπτουν τους επόμενους δεκαέξι (16) μήνες, κι αυτό αν δουλεύω κάθε μέρα από αυτές τις πεντακόσιες περίπου. Οπότε, ναι: δεν με παίρνει να κολλήσω και να κρεβατωθώ. Βιάζομαι, έχω πολλά πράγματα να κάνω.

Γυμνάστηκα επίσης, έτρεξα και στον διάδρομο, και, μολονότι δεν είμαι και στην καλύτερή μου φόρμα, δεν είμαι ούτε και στη χειρότερη. Μακάρι να έμενα έτσι όπως είμαι τώρα και για τα επόμενα χρόνια. Δεν έχω παράπονο.

Είδαμε και τηλεόραση βέβαια με την Κίκα, και τελειώσαμε ένα σίριαλ που μας άρεσε πολύ. Θα γράψω γι’ αυτό μάλλον, έχει πολύ ενδιαφέρον. Αν είδαμε και καμιά ταινία, δεν τη θυμάμαι. Αλλά στα διαλείμματα από τη δουλειά είδα και τα πρώτα σαράντα λεπτά από το «The Empire strikes back» – τι αριστούργημα.

Επίσης, στο κρεβάτι διαβάζω αυτές τις μέρες στο τάμπλετ ένα μυθιστόρημα που πρόκειται να βγει σε καναδυό εβδομάδες — τα καλά του επαγγέλματος. Μου αρέσει πολύ και το προχωράω γρήγορα, με αγωνία, όπως πολύ μού αρέσει και το διάβασμα στο τάμπλετ. Αισθάνεσαι κάπως από το μέλλον όταν διαβάζεις σε οθόνη, τι να λέμε τώρα. Όσοι γεννηθήκαμε μέσα στα βιβλία και μέσα στα μελάνια και στις μονοτυπίες και στις φωτοσυνθέσεις και σε όλα αυτά τα παλιά και ωραία, και ζούμε με και από τα βιβλία, αγαπάμε την τεχνολογία και τις νέες μορφές του βιβλίου όσο όλοι οι υπόλοιποι μαζί. Το βιβλίο είναι το παρόν και το μέλλον, και όλη μας η ζωή – σε χαρτί, σε οθόνη, στα ακουστικά σου, όπως και να ’ναι.

Τι άλλο; Δεν ξέρω… Σε γενικές γραμμές, τη εξαιρέσει των μηνυμάτων που ανταλλάξαμε με φίλους και συντρόφους, και κάποιων πραγμάτων που κάναμε μαζί, κάπως έτσι πέρασα το Σαββατοκύριακό μου. Και κάπως έτσι τοπέρασε και η Κίκα, που την εβδομάδα που μας πέρασε, και όπως και όλες τις προηγούμενες, κουράστηκε δέκα φορές όσο εγώ: ξυπνάει στις 8, και δουλεύει ώς τις 11 – δεκαπέντε ώρες στο πόδι.

Και κάπως έτσι θα τα περάσουμε και σήμερα, Καθαρά Δευτέρα. Με δουλειά, με τους φίλους μας, με σαρακοστιανά, με εκείνες τις κουβέντες που λέγαμε, με τα βιβλία μας, με τηλεόραση, με τα σκυλάκια μας.

Αυτά που δεν έκανα, που δεν κάναμε με την Κίκα, που δεν έκαναν οι φίλοι μας, ήταν να ζούμε μέσα στον φόβο – να ακούμε τις οβίδες να σκάνε – δενπέσαμε επάνω σε ένα ξεκοιλιασμένο σκυλί στον δρόμο – δεν παγώσαμε στο καταφύγιο – που δεν είναι καν κανονικό καταφύγιο αλλά το υπόγειο της πολυκατοικίας μας – δεν είδαμε τον γείτονά μας με το κεφάλι ανοιγμένο στα δύο από ένα θραύσμα οβίδας, με τα μυαλά του χυμένα πάνω στο μπουφάν του, και με τα ούρα του να του λερώνουν το παντελόνι – δεν είδαμε άλογα να τρέχουν ξέφρενα στο πάρκο, το ένα σέρνοντας το πίσω του πόδι, αποτρελαμένο – δεν πέσαμε πάνω σε μπλόκα – δεν αφήσαμε το σπίτι μας – δεν αφήσαμε την πόλη μας – δεν αφήσαμε τα βιβλία μας – δεν ακούσαμε τις στριγκλιές της σειρήνας – δεν μείναμε επί εκατό ώρες μέσα στο αμάξι, χωρίς προοπτική να ξεκινήσει αυτό το κομβόι – δεν είδαμε τα σκυλιά μας να τρέχουν απελπισμένα και με τρελό βλέμμα στον λασπωμένο δρόμο – δεν γούρλωσε το μάτι μας για λίγο φαγητό, ό,τι να ’ναι, έστω λίγα μπισκότα – δεν μείναμε από σερβιέτες, ταμπόν, χαρτί υγείας – δεν μας κόπηκε το ρεύμα, το νερό και το ίντερνετ – δεν κατουρήσαμε στο τάπερ που πήραμε επί τούτου μαζί μας κάτω στον ακάλυπτο – δεν βάλαμε τα βιβλία μας στα παράθυρα για μια συμβολική προστασία από τις σφαίρες – δεν μάθαμε πως σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή εκείνη η κυρία που φρόντιζε τα αδέσποτα και στείρωνε τις γάτες της γειτονιάς, που όλα τους ουρλιάζουν τώρα πένθιμα και τρελά– δεν ακούσαμε τις οβίδες, τις ρουκέτες, τις βρόμικες βόμβες που γεννάνε κι άλλες πέφτοντας για να σκοτώσουν «προσωπικό», ήτοι αμάχους, να σκάνε στην πλατεία δίπλα μας – δεν ακούσαμε τα τζάμια να σπάνε σε όλο το τετράγωνο – δεν ακούσαμε πρόστυχες βρισιές από στρατιώτες πάνω σε τεθωρακισμένα οχήματα καθώς μάς κοιτούσαν με εκείνο το βλέμμα που σου παγώνει το αίμα και με το δάχτυλο στη σκανδάλη του πολυβόλου τους – τα βλήματα από το πολυβόλο ενός τεθωρακισμένου οχήματος τρέχουν με μία ταχύτητα κοντά στα 900 μέτρα το δευτερόλεπτο – έτσι και σε πετύχει μία από δαύτες, σε κόβει στα δύο – και πολύ συχνά σε πετυχαίνει πράγματι – δεν υπάρχει περίπτωση να σωθείς, ακόμη και αν το νοσοκομείο είναι δίπλα σου – τη στιγμή εκείνη νιώθεις ένα ηφαίστειο να κυλά σε όλη σου τη ζωή μέσα σε μια στιγμή – γίνεσαι ένα τίποτα – όλες αυτές οι σφαίρες σε ψάχνουν και σε ψάχνουν και σε ψάχνουν, και θέλουν να σε κάνουν ένα τίποτα – να σβήσουν το παρελθόν σου – να σβήσουν το μέλλον σου – είναι μια μαύρη τρύπα που τρώει τη ζωή σου και τον χρόνο σου και τον χώρο σου – τα βιβλία σου – τα σκυλιά σου και τη γάτα σου –τον άντρα σου, τη γυναίκα σου, το παιδί σας – το χωριό σου, την πόλη σου, την πατρίδα σου – τα χρυσά της χωράφια και τον γαλανό ουρανό της – όχι, δεν πεθάναμε σε ένα χαντάκι, με το πρόσωπο στις λάσπες.

Δεν ζούμε στην Ουκρανία. Όχι ακόμα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.