Life

Αντίο, πατέρα μου...

Δεν είναι ο θάνατος που φαντάζει ανυπέρβλητος. Είναι αυτό το ποτέ ξανά

Άννα Κουρουπού
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν το είχα πάρει σοβαρά, αλλά έπρεπε να ξεκουράσω λίγο τη μαμά και να έρθω να σε δω... για να μη λες...

Σου είχε φορέσει babylino, σου είχαν δώσει κάποιο ηρεμιστικό και είχαν βασιλέψει περίεργα τα μάτια σου. Με κοιτούσες όπως ποτέ άλλοτε. Το βλέμμα της μάνας μου με τρόμαξε πιο πολύ.

Είχε κολλήσει το μυαλό του. «Απόψε θα πεθάνω».

Όσα αστεία και αν του έκανα, δεν χαμογέλασε. Δεν καταλάβαινε.

Η πρώτη φορά που δεν με γνώρισε, πριν λίγο καιρό, μου άρπαξε σχεδόν όλο τον αέρα από τα πνευμόνια. Του χάιδευα τα κατάλευκα μαλλιά και του άρεσε. Αλλά το χέρι μονίμως κολλημένο στο χέρι της γυναίκας του. 59 χρόνια μαζί. Πώς αντέχουν οι άνθρωποι τόσα χρόνια τα χνώτα του άλλου, έχω αναρωτηθεί πολλές φορές. Αλλά τέτοιες σκηνές με αποστόμωναν. Είναι όλα γι' αυτόν. Μάνα, γυναίκα, μητέρα των παιδιών του, αδερφή του, όλα.

Δεν γνώρισε ποτέ μητέρα. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια του, όταν ήταν 6 χρονών. Διάφορες οικογένειες, κοιμόταν στο στάβλο με τις αγελάδες και βύζαινε γάλα. Όλοι περνούσαν δύσκολα τότε. Πήγε φαντάρος στην Κατερίνη, είδε την κυρα-Βάσω, 16 χρονών κορίτσι, και την παντρεύτηκε. Κι έμεινε εκεί. Δεν ξαναγύρισε στην πατρίδα του κι ας ήταν πιο όμορφα. Μας πήγε 2-3 φορές στην Κεφαλονιά για να μας δείξει πού μεγάλωσε και να κρατήσει μια σχέση με τα αδέρφια του.

Πάνω απ' όλα η οικογένειά του. Ήσυχος άνθρωπος. Ούτε καφενείο.

«Βρε αγόρι μου, πήγαινε μια βόλτα να πιεις ένα καφέ».

«Όχι, μου φτάνετε εσείς».

Και τι δουλειές δεν έκανε για να περνάμε όσο πιο άνετα μπορούσαμε. Τον θυμάμαι μέσα στα χιόνια στο χωριό να πουλάει πετρέλαιο με ένα τρίκυκλο σε διάφορα χωριά. Αργούσε να έρθει κάποιες νύχτες και τον περίμενε. Μερικά βράδια τους διάβαζα ό,τι είχα μάθει στο σχολείο και τον έπαιρνε ο ύπνος στην καρέκλα.

Περίμενε να γυρίσω από Καζαμπλάνκα για να με αποκαλέσει με δάκρυα στα μάτια, Αννούλα μου.

Τον είχε προγγίξει η μάνα μου -λέξεις και τόνος που δεν ξέχασα…

«Αν φέρεις ποτέ σε δύσκολη θέση το παιδί, να ξέρεις. Εσύ θα φύγεις, όχι αυτό». Δεν ξέρω αν το έκανε από φόβο μην τη χάσει ή από αγάπη. Αργότερα κατάλαβα πως είχε τόση αγάπη μέσα του και για μένα. Αν η αδερφή μου δεν είχε το όνομα της μάνας του, που δεν γνώρισε, μπορεί να είχα τα πρωτεία στην καρδιά του απ’ όλα τα παιδιά του.

(Δεν μού 'φτανε το θεωρείο που μου είχε παραχωρήσει αυτή. Είναι γλυκιά η αγάπη και αχόρταγη).

Δεν σε ανέφερα ποτέ σε κανένα γραπτό μου, σχεδόν σε καμία συνέντευξη. Ακόμη και στην αυτοβιογραφία μου, δυο αράδες έγραψα. Με προβλημάτιζε ανά καιρούς, ώσπου σχεδόν κατάλαβα ότι μάλλον σε παραείχα δεδομένο. Ενώ η άλλη, η τσαούσα, μου κρατούσε μούτρα, με μάλωνε, με αγκάλιαζε, με χαστούκιζε πιο παιδί. Εσύ... σαν να μην υπήρχες. Αθόρυβος. Τη δουλειά σου, για να έχουμε να φάμε και το «σπίτι» σου. Ένα χαστούκι κάποτε μου έδωσες, ήμουν πολύ μικρό και μου έκανε τόσο εντύπωση!

Και τώρα σ’ έβλεπα ανήμπορο με 85 χρόνια στην πλάτη, να μην μπορείς να περπατήσεις, με ένα πρόβλημα που αποκαλύφθηκε πρόσφατα στον εγκέφαλο και τη μερική άνοια, που τη διασκεδάζαμε, αν θυμάσαι, όλοι μαζί. Φυσικά και δεν του έκανες τη χάρη να φύγεις εκείνο το βράδυ. Μπορεί κι εκείνος να τρόμαξε από το βλέμμα της μάνας μου.

Σ’ ευχαριστώ για τις σιωπές τις ηθελημένες. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με για όποια πληγή σου άνοιξα. Να ξέρεις πως σ’ αγαπώ και πρέπει να σου το λέω πολλές φορές, γιατί το ξεχνάς σε δευτερόλεπτα. Σου χρωστάω τη ζωή μου στο κάτω-κάτω...

Υ.Γ. Εβδομήντα μέρες σε έναν αποστειρωμένο χώρο, με δεκάδες σωλήνες να εισχωρούν στο σώμα σου. Το τόσο ταλαιπωρημένο, μα ακούραστο. Μισή ώρα να διευθετήσω την ανάγκη μου να ακουμπήσω τα παραμορφωμένα χέρια από το πρήξιμο, να ακουμπήσω τα ασημένια, κάπως απεριποίητα μαλλιά σου, να δώσω ΙΣΩΣ το τελευταίο χάδι. Να συγκρατώ σαν άλλος άτλαντας το λυγμό μου και τα δάκρυά μου, ακούγοντας την άλλη ζωή σου να σου ψιθυρίζει κλαίοντας βουβά: Άνοιξε τα μάτια σου, αγόρι μου, ψυχή μου. Το κορίτσι σου είμαι. Έλα, πάμε σπίτι μας, είναι σιωπηλό και οι κραυγές μου κάτω από τις κουβέρτες, όταν σε ψάχνω δίπλα μου, με αποδυναμώνουν. Έλα, παλικάρι μου, έλα Σταυράκο μου...

Ποιον πόνο να διαχειριστώ, ρε μπαμπάκα; Τον δικό σου, που δεν αντιλαμβάνεσαι την απώλεια της σταθεράς μου; Τον πόνο των 60 χρόνων που διαλύει τη σιωπή, σ’ ένα ψυχρό λευκό δωμάτιο, που δεν είχες την ευχέρεια να πεις ένα αντίο σε ό,τι σε έκανε ευτυχισμένο.

Υ.Γ.2 Μη μου την πάρεις, σε παρακαλώ. Έφυγες γεμάτος. Σου έκλεισε τις πληγές. Δώσε χρόνο, ρε μπαμπά, να γεμίσω κι εγώ κι εμείς. Να της προσφέρω μια αγκαλιά από καρδιές συγκολλημένες, που μόνο αυτή μπορεί να απαλύνεις τις ουλές.

Δεν είναι ο θάνατος που φαντάζει ανυπέρβλητος. Είναι αυτό το ποτέ ξανά.

Αντίο, πατέρα μου...