Life

Η δική μου Αναξαγόρα 5

Η άλλοτε εκδότρια του περιοδικού «Ρομάντσο» γράφει για τη δικό της «ρομάντσο»

Πόλυ Μηλιώρη
ΤΕΥΧΟΣ 413
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Αναξαγόρα 5» ήθελα αρχικά να ονομάζεται το βιβλίο που έγραψα, όταν το κτίριο εγκαταλείφθηκε στο ρήμαγμά του, όταν τα περιοδικά όπου δούλεψα αγαπώντας τη ζωή κατέληξαν να κλείνουν ένα-ένα. Η εκδότρια επέμενε στον τίτλο «Από το Ρομάντσο στο Πάνθεον, ένα χρονικό του ελληνικού περιοδικού Τύπου» (Οδυσσέας, 1993), κι όπως δεν ήμουν πια εκδότρια του εαυτού μου εύκολα συμμορφώθηκα στις υποδείξεις της. Καθώς κάθε στιγμή αλλάζουν οι αρμοδιότητες και οι ιδιοκτησίες, κι αυτό που μένει ανάλλαχτο· πεισματικό· αυτό που μένει αναπαλλοτρίωτα δικό μας είναι η μνήμη των συναισθημάτων.

Είχα τρομάξει από το παγωμένο μου συναίσθημα, όταν, λίγο σαν κλέφτρα αν και ακόμα συνιδιοκτήτρια του κτιρίου, μπήκα μια μέρα του ’88 στις αίθουσες-κουφάρι του τετάρτου ορόφου. Εκεί όπου μόλις λίγο πριν οι τοίχοι αντηχούσαν από το σμάρι των περιοδικανθρώπων· όπου τα εξώφυλλα των εβδομαδιαίων και δεκαπενθήμερων εκδόσεων συνθέτανε ταπετσαρίες του εφήμερου· όπου ο χρόνος είχε κιόλας κάνει τη στροφή του κι από καιρό δεν έφταναν πια ως πάνω τα χτυπήματα των λινοτυπικών μηχανών του δεύτερου πατώματος, ενώ απ’ το ισόγειο πιεστήριο συνέχιζα ν’ ακούω, σαν υπογράμμιση της ύπαρξης, το βουητό των καθημερινών εφημερίδων. Και βλέποντάς το, περπατώντας το κτίριο της Αναξαγόρα άδειο, κατάλαβα ότι η σχέση μου μαζί του είχε τελειώσει· πολλές φορές και από λίγο τη φορά.

Ωστόσο χτύπησε η καρδιά μου, όταν απ’ τις εφημερίδες έμαθα το νέο προορισμό του. Μπορώ να τον εκλογικεύσω ως αξιοποίηση περιουσίας των σημερινών ιδιοκτητών· ως έξυπνη, καινούργια αρχή· ως μεταμόσχευση νέας ψυχαγωγίας σε κέλυφος μουσειακό. Και όλα είναι θετικά κι ελπιδοφόρα. Αλλά το χτυποκάρδι δεν προέρχεται απ’ το μυαλό. Ξεσπάει απ’ τα σκιρτήματα δικαίωσης που είχα θαμμένα από μια εποχή τόσο μα τόσο μακρινή στα ημερολόγια. Όταν τα περιοδικά μας, που οι τίτλοι τους –λέει– θα διατηρηθούνε στην ταμπέλα «Ρομάντσο - Πάνθεον - Βεντέτα», σνομπάρονταν ως «λαϊκά» κι οι άνθρωποι που τα έγραφαν, τα ζωγράφιζαν, τα σελιδοποιούσαν θεωρούνταν δεύτεροι και τρίτοι στην ιεραρχία των δημοσιογράφων. Στο βιβλίο μου «Από το Ρομάντσο στο Πάνθεον» έκανα ό,τι μπορούσα για να αποκαταστήσω τη σημασία των περιοδικών και το ρόλο των περιοδικανθρώπων στο νεοελληνικό πολιτισμό, και διαβάζοντας τα ρεπορτάζ για την ανάπλαση της Αναξαγόρας 5 από το ΒΙΟS ασφαλώς και χαίρομαι που στο χρονικό μου έχω περισώσει τις πολύτιμες πληροφορίες. Μα πιο πολύ ευχαριστήθηκα τον ύμνο στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, που θα αποκατασταθεί –λέει– και που εμείς οι ίδιοι σνομπάραμε τότε, γελώντας με τους λαβύρινθους που είχε σχεδιάσει ο «του μικρού Πολυτεχνείου» μηχανικός Μιχάλης Λυμπεράκης. Κι αισθάνομαι τον πατέρα μου, το σπουδαίο εκδότη Νίκο Θεοφανίδη, που ενώ είχε τη δυνατότητα να πληρώσει τον πιο μοδάτο αρχιτέκτονα, εμπιστεύτηκε την οικοδόμηση των πάνω από το τυπογραφείο ορόφων στο γαμπρό του, τον αισθάνθηκα να παίρνει το αίμα του πίσω. Και να δηλώνει τώρα, στο τέλος του 2012, ότι τα ήθη του 1960 έχουνε φτιάξει τη δική τους αυθεντική αισθητική.

Η δική μου «Αναξαγόρα 5», ωστόσο, ποτέ δεν θα είναι ό,τι για τις γενιές που θα χαρούνε την ανάπλασή της. Μικρές ελπίδες ότι ένα απ’ τα τυφλά δωματιάκια θα γίνει –αχ– εμπράγματη άσκηση της μνήμης με τόμους περιοδικών που θα τους ξεφυλλίζουν οι νεότεροι· με εργαλεία της παλιάς τυπογραφίας· με τις αφίσες που στόλιζαν τα γραφεία· με αντικείμενα-σφραγίδες μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί· οι ελπίδες μου για διαιώνιση του ό,τι υπήρξε η δική μας νιότη μένουνε όνειρα για να στοιχειώνουνε τις νύχτες, να κοκαλώνουν το πρωί.


n

Από αριστερά: Οι ψυχές του «Ρομάντσο», Νίκος Θεοφανίδης, Αρχέλαος, Πόλυ Μηλιώρη


image

Π. Μηλιώρη, Μαρία Αντωνιάδου, Γιάννης Κουτζουράδης εν ώρα εργασίας


n

Η κυρία Μηλιώρη σήμερα