Ελλαδα

Δημήτρης Δημητριάδης: Οι θνητές λέξεις

Αυτό που έλεγαν οι λέξεις μέχρι τώρα για τα πράγματα, δεν ισχύει πλέον.

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 739
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δημήτρης Δημητριάδης

Ο Δημήτρης Δημητριάδης, συγγραφέας του εμβληματικού «Πεθαίνω σαν χώρα» γράφει στην Athens Voice για τις λέξεις, τις νοηματοδοτήσεις, τις σημασίες σήμερα

Εγκλεισμός. Αγωνία. Φόβος. Και ύστερα ήρθαν η πίστη, η υπομονή, η αγάπη, η ενότητα. Κάπως έτσι φτάσαμε τις 42 ημέρες εγκλεισμού. Κάπως έτσι ήρθαμε πιο κοντά. Κάπως έτσι μπήκαμε στη διαδικασία να σκεφτόμαστε την επόμενη μέρα ξανά και ξανά. Σχεδιάζοντάς τη στο μυαλό μας όπως θα έρθει αλλά και όπως θα θέλαμε ιδανικά να είναι. Παρότι οι καιροί δεν είναι οι καλύτεροι, θα λέγαμε ότι τώρα ήταν και είναι η πιο σωστή ώρα για να ονειρευτούμε και να ονειρευόμαστε. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, άνθρωποι της τέχνης και του Πολιτισμού αναλαμβάνουν να μοιραστούν μαζί μας τις δικές τους φαντασιώσεις και ιστορίες για την επόμενη ημέρα. Την ημέρα μετά από εκείνον τον πρωτόγνωρο σε όλους εγκλεισμό που έκανε τη γη να ησυχάσει για λίγο αλλά να συνεχίσει ακάθεκτη να γυρίζει.

«Mais qu’y a-t-il de si périlleux dans le fait que les gens parlent et «Mais qu’y a-t-il de si périlleux dans le fait que les gens parlent et que leur discours indéfiniment prolifèrent ? Où donc est le danger?»

-Michel Foucault, L’ordre du discours, 2.12.1970

Το ζητούμενο: να μιλήσουν οι λέξεις, δεν βρίσκει, αν θέλουμε να είμαστε ουσιαστικά επίκαιροι, ανταπόκριση.
Το αίτημα δεν ικανοποιείται, εκκρεμεί ανανταπόδοτο. Ο συρμός των λέξεων, όλων των ηλικιών, σύμπας και πυκνός, σε στάση διαθεσιμότητας αλλά και αναμονής.

Η λέξη και το πράγμα, η λέξη και το γεγονός, η λέξη και η κατάσταση, κι ακόμα: η λέξη και το αίσθημα, η λέξη και η σκέψη, σε στάση εκκρεμότητας.

Μιλάμε για το σήμερα. Οι λέξεις και τα πράγματα σήμερα.

Η μία πλευρά, η δεύτερη, ζητά να ειπωθεί τι είναι αυτό που η ίδια είναι. η άλλη πλευρά, η πρώτη, εκείνη από την οποία ζητείται να πει τι είναι η δεύτερη, δεν είναι πλέον σε θέση να το κάνει όπως το έκανε μέχρι τώρα.

Φυσικά, και οι δύο πλευρές υπάρχουν όπως τις ξέρουμε και όπως υπήρχαν ανέκαθεν, εξακολουθούν να κάνουν αυτό που έκαναν από καταβολής τής γλώσσας, η μία πλευρά μιλάει για την άλλη, οι λέξεις λένε τα πράγματα, οι ίδιες λέξεις τα ίδια πράγματα, με όλες τις μεταλλάξεις που έχουν προκύψει στη διαδικασία της ονομασίας των πραγμάτων.

Πρόκειται όμως για φαινομενικώς μόνο αδιατάρακτη συνέχεια, για ουσιαστικώς ρήξη της συνέχειας.

Οι λέξεις και τα πράγματα, οι λέξεις και τα πρόσωπα, οι λέξεις και τα θέματα, δεν συνομιλούν όπως συνομιλούσαν. λέξεις και πράγματα, λέξεις και πρόσωπα, λέξεις και θέματα, στέκονται απέναντι εκείνες σ’ εκείνα, αλλά δεν επικοινωνούν όπως γινόταν πάντα, δεν έχουν σχέση άμεσης αντιστοιχίας, ευθείας συνεννόησης.

Οι λέξεις δεν συμπίπτουν με τα πράγματα. τα πράγματα δεν υποδέχονται στις λέξεις.

Αυτό που έλεγαν οι λέξεις μέχρι τώρα για τα πράγματα, δεν ισχύει πλέον, δεν λένε το είναι των πραγμάτων. λέξεις και πράγματα διίστανται, η προηγούμενη σύμπτωσή τους έχει κλονιστεί, το αυτονόητο της σχέσης τους διασαλεύεται, οι λέξεις δεν σημαίνουν πλέον για τα πράγματα εκείνο που σήμαιναν πριν γι’ αυτά, το είναι των πραγμάτων (γεγονότων, αισθημάτων, καταστάσεων), όχι μόνο παμπάλαιων αλλά κυρίως νέων, πρόσφατων, καινοφανών αλλά και αφανών, δεν βρίσκει κυριολεκτική την ονομασία που αντιστοιχούσε σ’ αυτά. το είναι των πραγμάτων έχει άλλες πλέον απαιτήσεις, έχει τις πιεστικές απαιτήσεις τού θερμού σήμερα.

Οι λέξεις, οι νοηματοδοτήσεις, οι σημασίες, στέκονται αμήχανες, σχεδόν ακυρωμένες, απέναντι στο σύνολο των πραγμάτων, το σύνολο των πραγμάτων στέκεται κι αυτό σε αναμονή απέναντι στις λέξεις, στις νοηματοδοτήσεις, στις σημασίες τους, με την ονομασία τους από αβέβαιη, διαταραγμένη, έως ακυρωμένη.

Οι δύο πλευρές αλληλοκοιτάζονται ως εάν η μέχρι σήμερα συνάφειά τους να έχει υπονομευτεί σε βαθμό κατάργησής της.

Ό,τι έλεγε μία λέξη για ένα αίσθημα δεν το λέει πια.

Ένα συμβάν, το ίδιο εδώ και χιλιετίες, δεν αναγνωρίζεται στην περιγραφή από τη λέξη που το βάφτιζε ως τώρα.

Ένα αντικείμενο, φυσικό ή τεχνητό, χρειάζεται άλλον χαρακτηρισμό που να προκύπτει από τη σημερινή του ανάγκη ονομασίας του.

Μία πράξη που διατηρούσε επί αιώνες τον ίδιο επιθετικό της προσδιορισμένο, τώρα δεν βρίσκει σ’ αυτόν τον προσδιορισμό εκείνο που η ίδια πράξη σήμερα είναι.

Όσο για τα εντελώς καινοφανή πράγματα, αυτά που η εμφάνισή τους είναι ζήτημα λίγων ετών, λίγων ημερών, ακόμα και λίγων ωρών, θέτουν ένα αίτημα, πανάρχαιο κι αυτό, επινόησης της λεκτικής τους ύπαρξης.

Οι λέξεις είναι δημιουργήματα των εποχών οι οποίες, για δική τους ανάγκη, τις δημιούργησαν.

Ακόμα και οι κορυφαίες λέξεις που συνιστούν τα εννοιολογικά θεμέλια των πολιτισμών, δεν μπορούν να ισχύσουν σήμερα όπως ίσχυαν στις εποχές που χρειάζονταν τη δημιουργία τους.

Όταν μάλιστα οι άνθρωποι ζουν, όπως σήμερα, μία ακροτελεύτια στιγμή ενός πολιτισμού τού οποίου η ουσιαστική σύσταση είναι οι λέξεις . όταν η εμφάνιση πρωτοφανών συμπτωμάτων τα οποία πλήττουν τους πάντες ανεξαιρέτως και η συνθήκη της ζωής, ιδιωτικής και δημόσιας, καταστρατηγείται από τη διέγερση αντίστοιχων σε πρωτοφανή μορφή με τα συμπτώματα αισθημάτων, σκέψεων, βιωμάτων. τότε η γλώσσα δοκιμάζεται στην πιο καίρια διάστασή της: στο να εκφράσει, να ονομάσει, να νοηματοδοτήσει, να συντάξει, να οργανώσει, να καταδείξει, να περιγράψει, να πει τα πράγματα με το αντίστοιχο κατά τη χρονική εκείνη στιγμή όνομά τους, δραστηριοποιημένη σε όλες τις εκδοχές της λειτουργίας της.

Η τομή που έχει επιφέρει η τρέχουσα πανδημία, τομή που ίσως πολλοί δεν την έχουν αντιληφθεί στο αληθινό μέγεθός της και αποδεχθεί στις καίριες συνέπειές της, είναι μέγα ιστορικό γεγονός, όπου το αμιγώς ανθρώπινο, το μη εξαιρετέο και μη ανυπέρθετο, η περατότητα του ανθρώπου, κρίνει τα πάντα, επιτεύγματα και αξίες, δοκιμάζει την αντοχή και την εγκυρότητά τους, αποκαλύπτει, με τρόπο εξόφθαλμο, τι μένει όρθιο, τι παραμένει αναγκαίο, τι είναι ζωντανό και τι νεκρό.

Ένα από αυτά είναι, στην πρώτη γραμμή, η γλώσσα.

Όλα είναι ζήτημα γλώσσας.

Από την στιγμή που κατ’ εξοχήν ανθρώπινη ιδιότητα είναι η ομιλία, οι λέξεις συνθέτουν αυτό που αποκαλείται ανθρώπινη δημιουργία.

Χωρίς τις λέξεις δεν θα υπήρχε τίποτα από όσα συναποτελούν τον πολιτισμό, από τα ιερά βιβλία μέχρι οτιδήποτε συνιστά την προφορική και τη γραπτή παράδοση.

Τα πάντα υπάρχουν επειδή είναι λέξεις.

Θρησκείες, ιδεολογίες, πολιτικά και φιλοσοφικά συστήματα, αποτελούν γλωσσικές κατασκευές, αποκυήματα ιστορικώς καθορισμένων συνθηκών, χρονικώς προσδιορισμένων εποχών.

Και αυτά που έχουν ονομαστεί και αυτά που θα ονομαστούν, είναι δέσμια της περίφραξης μέσα στην οποία τα κρατά η γλώσσα.

Τίποτα ανθρώπινο που δεν θα ανήκει στη γλωσσική επικράτεια, της οποίας όρια είναι τα όρια του ανθρώπου – όρια που επιτρέπουν την υπέρβασή τους αλλά εντός των ορίων τους.

Αυτό ως συνέπεια να έχουν και οι λέξεις την ιστορικότητά τους, άρα να υπόκεινται στον χρόνο, να εξαρτάται η διάρκεια και η ισχύς τους από το πόσο ο χρόνος τις έχει φθείρει και εξαντλήσει ώστε να παραμένουν έγκυρες και  να εξακολουθούν να σημαίνουν ακόμα κάτι από αυτά που σήμαιναν κάποτε. 

Η κρίσιμη στιγμή για την εγκυρότητα των λέξεων και των σημασιών που αποδίδουν στα πράγματα, είναι εκείνη όταν, το άλλο όριο, το όριο της ανθρώπινης ζωής, η θνητότητα, έρχεται, όπως ήρθε σήμερα, να δείξει –αν χρειαζόταν, κι όμως χρειάστηκε– πως όλα όσα δεν είχαν ως προϋπόθεση τη θνητή φύση του ανθρώπου, ως αφετηριακή αρχή τους το ότι ο άνθρωπος είναι θνητός, και μόνο θνητός, καταρρέουν ως ανυπόστατα, ως εφευρήματα που το υλικό τους ήταν χωρίς καμία εμπράγματη διάσταση, κοινώς φούμαρα. 

Τώρα που η πραγματικότητα έρχεται με το πρόσωπο του θανάτου και σαρώνει οικοδομήματα αιώνων τα οποία με τα κηρύγματά τους παραπλάνησαν διαμορφώνοντας νοοτροπίες, εκτίθεται ωμή η θεμελιακή γύμνια τους, το αστήρικτο και το ανυπόστατό τους.

Οι λέξεις καλούνται να συντονιστούν μ’ αυτή την απότομη παγκόσμια πραγματικότητα, να επινοήσουν τρόπους για να αντιστοιχήσουν με τα πράγματα όπως αυτά γεννιούνται στο και από το σήμερα, έτσι ώστε και οι λέξεις να βγουν κερδισμένες από αυτή την επιχείρηση και τα πράγματα, η πραγματικότητα που βιώνουμε.

Εάν συμβεί αυτό, εάν υπερισχύσει η επίγνωση ότι τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα πρέπει να αποκτήσουν την επίκαιρη συνεννόηση που απαιτεί η επικαιρότητα, προκειμένου λέξεις και πράγματα να συμπέσουν κι αυτό που λέει η λέξη για το πράγμα να είναι αυτό που είναι όντως το πράγμα με τη σημερινή αναγκαιότητά του, τότε ίσως θα μείνουν για πάντα πίσω όσα έχουν πεθάνει αφήνοντας συγχρόνως ανοιχτό και διαθέσιμο το πεδίο για όλα εκείνα που περιμένουν να ζήσουν από εδώ και πέρα.

Έτσι, ο νέος ιστορικός κύκλος που μόλις άρχισε, θα πρέπει, ως νέος, να έχει τη δική του γλώσσα, να μιλήσει με τις δικές του λέξεις, εναρμονισμένες με τη δική του πραγματικότητα, λέξεις κι αυτές θνητές, άρα προσωρινές, αφού θα είναι δημιουργήματα του έγχρονου όντος που είναι ο άνθρωπος, του οποίου η θνητή φύση θα εμφυσήσει τη δική της προσωρινή πνοή στον νέο κόσμο.

Αυτός ο κόσμος, επειδή ακριβώς τον εγκαινίασε ο θάνατος, θα είναι αυτός που θα αναδείξει με τον πιο θετικό, δηλαδή γήινο, τρόπο, τη ζωή. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ