Πολιτικη & Οικονομια

Τι μύγα τσίμπησε τον Ερντογάν;

Ο κυκλοθυμικός του χαρακτήρας και η αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στη σημερινή κρίση

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ταγίπ Ερντογάν
© EPA/TURKISH PRESIDENT PRESS OFFICE

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η σημερινή κλιμάκωση, οι κινήσεις του Ερντογάν, οι πράξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και τα επόμενα βήματα.

Από την ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας χρειάστηκε μόλις ένας μήνας. Εκεί που περιμέναμε ένα ήσυχο καλοκαίρι, απαραίτητη ανάσα για τον τουρισμό και την οικονομία, φτάσαμε να μιλάμε ακόμα και για θερμό επεισόδιο. Αν τα αποτελέσματα ήταν το μόνο μέτρο αξιολόγησης της εξωτερικής πολιτικής, τότε θα μπορούσαμε να το δούμε και σαν μια εντυπωσιακή αποτυχία. Όχι μόνο επειδή βρισκόμαστε για μια ακόμα φορά μπροστά σε εξωφρενικές απαιτήσεις της Άγκυρας. Αλλά και γιατί στόχος και συμφέρον της Ελλάδας είναι να μη δημιουργούνται καταστάσεις υπέρμετρης έντασης, οι οποίες ευνοούν εκ των πραγμάτων τις αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας.

Το ερώτημα κατά συνέπεια είναι αν η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε αποφύγει τη σημερινή κλιμάκωση. Και για να απαντηθεί, προϋπόθεση είναι να καταλάβουμε τι ήταν αυτό που έκανε τον Ερντογάν να κάνει μια τόσο απότομη στροφή στην πολιτική του. Έχουν διατυπωθεί διάφορες εκδοχές. Από λίγο πολύ ιδεολογικές, ότι στην πραγματικότητα αποτελεί εκδήλωση του αντιδυτικισμού του, ανάλογη με το βέτο σε Σουηδία και Φινλανδία, ως καθαρά ευκαιριακές, ότι το κάνει για να παίξει το εθνικιστικό χαρτί ενόψει των εκλογών. Σε αυτές προστίθεται και η ενόχλησή του για την αμυντική ενίσχυση της Ελλάδας και ιδίως οι στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ οι οποίες έχουν «περικυκλώσει» την Τουρκία με βάσεις σε ελληνικό έδαφος. Όλα ως ένα βαθμό μέτρησαν.  Υπάρχει ωστόσο  ένα πρόβλημα: και οι τρεις εκδοχές ίσχυαν και πριν από το γεύμα Μητσοτάκη - Ερντογάν στην Πόλη.

Έχουμε να κάνουμε βέβαια με έναν κυκλοθυμικό χαρακτήρα, διάσημο για τις υπερβολικές, παρορμητικές και αντιφατικές αντιδράσεις του. Η αλληλουχία όμως των γεγονότων που οδήγησαν στη σημερινή κρίση ίσως έχει ενδιαφέρον. Όλα ξεκίνησαν στα τέλη Απριλίου όταν τουρκικά μαχητικά παραβίασαν τον ελληνικό εναέριο χώρο πάνω από ελληνικά νησιά. Ήταν μαζικές παραβιάσεις και ενάντια στο πνεύμα της συμφωνίας για ύφεση, αλλά όχι κάτι που δεν είχε συμβεί ξανά στο παρελθόν. Είχαμε όμως δύο πρωτιές. Η πρώτη ήταν η έντονη αντίδραση της Ελλάδας η οποία όχι μόνο ανακοίνωσε ότι  παγώνει τις συζητήσεις για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης αλλά ταυτόχρονα κινητοποίησε και την αεράμυνα της χώρας. Κίνηση  η οποία, από όλους σχεδόν όσοι ασχολούνται με τα της εξωτερικής πολιτικής, χαρακτηρίστηκε ως υπερβολική. Η δεύτερη πρωτιά ήταν η εξήγηση που έδωσε η Άγκυρα. Όχι μόνο αναγνώρισε ότι έκανε παραβιάσεις αλλά ισχυρίστηκε ότι τις έκανε σε απάντηση αντίστοιχων ελληνικών παραβιάσεων. Φυσικά τα κράτη ψεύδονται, συνήθως όμως η Τουρκία τηρεί διαφορετική στάση. Αρνείται ότι κάνει παραβιάσεις ακριβώς επειδή αμφισβητεί το εύρος του ελληνικού εναέριου χώρου. Η ομολογία λοιπόν παραξενεύει.  Ενδεχομένως να αντανακλά την σχετικά πρόσφατη επιλογή της Τουρκίας να εμφανίζει την Ελλάδα επιτιθέμενη με την στρατιωτικοποίηση των νησιών.  Όποια κι αν είναι η αιτία, οι παραβιάσεις από μόνες τους δεν θεωρήθηκαν προοίμιο έντασης. Σε σχετική ανταπόκριση του από την Τουρκία στην Καθημερινή, ο Μανόλης Κωστίδης σημείωνε ότι σύμφωνα με τις  διαρροές τουρκικών πηγών, δεν σχεδίαζαν κλιμάκωση. Επέμεναν στο βάσιμο των καταγγελιών για ελληνικές παραβιάσεις ενώ υποστήριζαν ότι η Ελλάδα είναι αυτή που δεν ενδιαφέρεται για την ύφεση καθώς  δεν έστειλε τον Απρίλιο αντιπροσώπους για την συζήτηση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, όπως είχε συμφωνηθεί στο γεύμα Μητσοτάκη Ερντογάν. Ήταν ειλικρινείς; Ίσως όχι. Ως εκείνη τη στιγμή πάντως η κατάσταση φαινόταν διαχειρίσιμη.

Η επόμενη πράξη ήταν η επίσκεψη Μητσοτάκη στις ΗΠΑ. Ήταν προφανώς επιτυχημένη και ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στο Κογκρέσο, απέφυγε να κατονομάσει ρητά την Τουρκία. Μπορεί και να ήθελε να αποφύγει να ρίξει λάδι στη φωτιά. Η προσπάθεια του όμως έπεσε στο κενό. Η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα είχε σαν αποτέλεσμα το κεντρικό θέμα της επίσκεψης να γίνει το αν η Ελλάδα θα ματαιώσει τον εκσυγχρονισμό του στόλου των F-16 της Τουρκίας. Επικράτησε μια ρητορική πλειοδοσία, η οποία βασικό στόχο είχε να ικανοποιήσει  ένα εσωτερικό ακροατήριο.

Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για ευαίσθητο θέμα, το ότι πήρε τόση δημοσιότητα ήταν αναπόφευκτο να έχει επιπτώσεις. Για να το πούμε καθαρά, θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο ότι η Τουρκία θα εκλάβει αυτή την ελληνική πρωτοβουλία ως εχθρική πράξη. Ιδίως όταν γνωρίζουμε ότι για τον Ερντογάν, μετά το φιάσκο των F-35, η συμφωνία για τα F-16 είναι ζωτικής πολιτικής σημασίας. Έτσι μια κίνηση που η Ελλάδα θα μπορούσε ίσως να κάνει στο παρασκήνιο, με τα ίδια ή και καλύτερα αποτελέσματα, πήρε τελείως διαφορετικό χαρακτήρα κυρίως εξαιτίας της ανάγκης των κομμάτων να ικανοποιήσουν ή να εκμεταλλευτούν την πίεση της κοινής γνώμης.  Αν υπήρχε μια ελπίδα να σωθεί η ύφεση, σίγουρα χάθηκε στην Ουάσιγκτον. 

Το τι ακολούθησε το γνωρίζουμε. Ο Ερντογάν επιτέθηκε προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ακολούθησαν η πρωτοφανής παραβίαση του εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά τα οποία έφτασαν 2,5 μίλια από την Αλεξανδρούπολη, και η αμφισβήτηση της κυριαρχίας στα νησιά, από τον Τσαβούσογλου. Στην Ελλάδα έχουμε την τάση να θεωρούμε αυτές τις κινήσεις προμελετημένες. Σίγουρα εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική διεκδικήσεων. Το αν, πώς και πότε εκφράζονται όμως έχει μεγάλη σχέση με την συγκυρία.

Ποια θα είναι τα επόμενα βήματα δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς. Ήδη είμαστε πίσω στο 2020, με την Ελλάδα να προσπαθεί να κινητοποιήσει εταίρους και συμμάχους. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι το πρόβλημα είναι ακόμα πιο σοβαρό καθώς δεν αμφισβητούνται τα όρια της υφαλοκρηπίδας αλλά η ίδια η κυριαρχία. Και αυτή τη φορά, όπως και τις προηγούμενες,  οι εταίροι έχουν την τάση να κρατούν ίσες αποστάσεις. Μετρούν συμφέροντα αλλά σίγουρα μετρά και ο τρόπος που βλέπουν τα πράγματα. Πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν καυγά ήσσονος σημασίας μεταξύ δύο γειτόνων,  κάποιοι μάλιστα  δεν θεωρούν ότι η Ελλάδα έχει, τουλάχιστον σε όλα, δίκιο. Για τον λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί ότι η  μάχη θα πρέπει να δοθεί και στο συμβολικό επίπεδο. Να πείσουμε ότι η αντιπαράθεση με την Τουρκία έχει σημασία για την Ευρώπη και την Δύση. Ότι είναι μια σύγκρουση για το διεθνές δίκαιο και κατά της αυθαιρεσίας μιας αναθεωρητικής δύναμης που λειτουργεί μονίμως αποσταθεροποιητικά στην περιοχή. Το παράδειγμα της Ουκρανίας έδειξε πόσο σημαντική είναι αυτή η διάσταση.

Η πρόσφατη αιφνιδιαστική κλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία όμως έδειξε και κάτι ακόμα. Πόσο εύκολα μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά και η κοινή γνώμη στις δύο χώρες. Είτε σαν πειρασμός για τα κόμματα είτε σαν φόβητρο: καμία πλευρά να μη δείξει υποχωρητικότητα η να αναλάβει  πρωτοβουλίες αποκλιμάκωσης. Στην Τουρκία σε ορισμένα τουλάχιστον μέσα ενημέρωσης  επικρατεί εθνικιστικός παροξυσμός. Με ευκολία κάποιοι αναλυτές αλλά και πολιτικοί, ονειρεύονται ελληνικά νησιά. Άλλωστε ο Ερντογάν, τα τελευταία ιδίως χρόνια, έχει παίξει συστηματικά το χαρτί του εθνικισμού. Και στην Ελλάδα ωστόσο μερικές φορές μας, για να το πούμε κομψά,  παρασέρνει το δίκιο μας. Δεν είναι μόνο κάποιες άσκοπες δηλώσεις, την επέτειο της άλωσης της Πόλης για παράδειγμα, που βγάζουν φτηνό λαϊκισμό. Είναι και η αίσθηση που τείνει να επικρατήσει σε ορισμένους κύκλους ότι είμαστε πια ισχυροί και πρέπει να επιδείξουμε δυναμισμό,  ακόμα και να ρίξουμε κανένα ντρόουν. Η άποψη ότι δεν έχει νόημα να συνεχίζουμε τις προσπάθειες εξεύρεσης λύσης, ότι αυτοί είναι οι Τούρκοι, ότι η εποχή του Ελσίνκι έχει περάσει ανεπιστρεπτί.  Ή πάλι, για να πάμε στα μέσα ενημέρωσης, η σχεδόν υποχρεωτική εκφώνηση κάθε είδησης από την Τουρκία αφού προηγηθεί ο χαρακτηρισμός της ως νέα πρόκληση.

Σε μια σχετικά πρόσφατη δημοσκόπηση, η κοινή γνώμη και στις δύο χώρες υποστήριζε ότι οι πολιτικοί ευθύνονται για το ότι δεν λύνονται τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών, όχι οι πολίτες. Εύκολα μπορεί να οδηγηθούμε και στο αντίστροφο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ