Πολιτικη & Οικονομια

Εμβολιασμός: Κυβερνητική αμηχανία, αντιπολιτευτική μανία

Περί υποχρεωτικότητας και άλλων δαιμονίων

Τέλης Σαμαντάς
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού, τους αντιεμβολιαστές και τη στάση κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.

Η κυβέρνηση αφήνοντας εκτός της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού τα Σώματα Ασφαλείας, τις Ένοπλες Δυνάμεις, μεγάλους τομείς του Δημοσίου που έρχονται σε επαφή με πολίτες, και πάνω απ’ όλα την Εκκλησία, μοιάζει να χάνει έδαφος όσον αφορά τον ηγεμονικό ρόλο της στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση, με επικεφαλής την Αξιωματική, με την καταγγελία κάθε «υποχρεωτικότητας» ως «αντιδημοκρατικού» και «διχαστικού» μέτρου, καταλήγει –φανερά ή όχι– να κάνει πλάτες στους αντιεμβολιαστές.

Καλό είναι ωστόσο και τα δύο μεγάλα κόμματα να κατανοήσουν πως και ο αριθμός των «πεπεισμένων», «σκληρών», αντιεμβολιαστών και η κοινωνική δυναμική τους δεν είναι τέτοια που να μπορεί να επηρεάσει αποτελεσματικά τις πολιτικές εξελίξεις. Για να το πούμε απλά: η ψήφος στα δύο μεγάλα κόμματα –όταν έρθει εκείνη η ώρα– ελάχιστα πρόκειται να εξαρτηθεί από το αν υποχρεώθηκε κάποιος φαντάρος ή κάποιος αστυνομικός να εμβολιαστεί ή κάποιο γκαρσόνι να κάνει ράπιντ τεστ. Ή, για να το πούμε αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται την ώρα της κάλπης να αλλάξει κόμμα γιατί το κόμμα που ψήφισε του επέτρεψε να μπαίνει ανεξέλεγκτα στην εκκλησία ή, αντιθέτως, γιατί τον υποχρεώνει να κάνει τεστ στον περίβολο. Αν δε αλλάξει, σίγουρα δεν θα είναι μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων…

Αυτό που σίγουρα θα επηρεαστεί είναι ο αριθμός όσων θα ψηφίσουν…

Ας συνέλθει λοιπόν και ας προσγειωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ: η εποχή που εισέπραττε στην κάλπη την οργή των «αγανακτισμένων» έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ούτε αριθμητικά ούτε ως κοινωνική βάση αντιστοιχεί με τους αντιεμβολιαστές. Παρά τις οξείες αντικυβερνητικές επιθέσεις του και παρά τις αντιεμβολιαστικές –επί διετία– κορώνες του Πολάκη, ούτε μία –«δημοσκοπική»– ψήφος δεν προστέθηκε στο δυναμικό του. Η δε κυβέρνηση καλό είναι να εγκαταλείψει τα λαϊκιστικά ιδεολογήματα περί διαφοράς «των τόπων λατρείας από τα κουρεία», φοβούμενη πως από εκεί θα προέλθουν –πιθανές– διαρροές ψηφοφόρων της, και να επιβάλλει την υποχρεωτικότητα σε όλους τους τομείς του Δημοσίου που έρχονται σε άμεση επαφή με μεγάλα τμήματα κοινού αλλά και να ασχοληθεί σοβαρά με αυτούς που κυρίως επηρεάζουν ένα τμήμα των λιγότερο αντιστεκόμενων αντιεμβολιαστών: τους θεσμούς που τους επηρεάζουν περισσότερο. Δηλαδή με την Εκκλησία.

Γιατί εν τέλει, κάτι η κυβερνητική αμηχανία κάτι η αντιπολιτευτική μανία έχουν οδηγήσει –πέρα από την τραγικότητα της απώλειας συνανθρώπων μας– να χάνονται οι πραγματικοί στόχοι της αναγκαίας –πέραν της πανδημίας– αναδιάρθρωσης του κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου (οδηγώντας σε διαπιστώσεις του τύπου «μεταρρυθμιστική κόπωση»), ενώ στο εσωτερικό της κοινωνίας μοιάζει να επωάζεται ένας, ιδιόμορφος, «εμφύλιος πόλεμος», με την πλευρά των αντιεμβολιαστών να εκφράζει όλο και φανατικότερες και επιθετικότερες τάσεις – με άδηλα, μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.