Πολιτικη & Οικονομια

Αντισημιτισμός και έμμονες ιδέες

Μανία καταδιώξεως από την πλευρά των Ισραηλινών, ψυχολογία θύματος από την πλευρά των Παλαιστινίων και γενικευμένη άγνοια

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 804
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Waltz with Bashir
Καρέ από την ταινία «Waltz with Bashir» του Ari Folman

Ισραήλ -Παλαιστίνη: Σχόλιο για την κατάσταση που επικρατεί στο Ισραήλ, την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση και τον πόλεμο των λέξεων.

Στη φαντασία της χριστιανικής Δύσης, οι Εβραίοι εμφανίζονται επί δύο χιλιετίες με διάφορα πρόσωπα: φιλάργυροι και μίζεροι, θύματα εξευτελισμών και διωγμών, αλλά και πανίσχυροι, συνωμότες και δαιμόνιοι. Άλλοτε αρχι-καπιταλιστές, άλλοτε αρχι-επαναστάτες, στο συλλογικό φαντασιακό όπου μπορεί να βρει τη θέση του ο αντισημιτισμός, αντιπροσωπεύουν σύμβολα και κινδύνους για την κοινωνική τάξη, ακόμα και για την παγκόσμια τάξη. Κάπως έτσι απεικονίζεται και το Ισραήλ ως χώρα στην οποία ζει ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου εβραϊκού πληθυσμού: το Ισραήλ είναι μια έμμονη ιδέα και μια αφαίρεση, ακριβώς όπως ήταν επί δυο χιλιάδες χρόνια οι διεσπαρμένοι Εβραίοι. Το Ισραήλ έχει δύο θεμελιώδεις ιδιαιτερότητες: υπήρχε ως ιδέα προτού υπάρξει ως έθνος-κράτος και τα σύνορά του δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένα, μολονότι η εθνική κυριαρχία απαιτεί σύνορα που να μην αμφισβητούνται. Επιπλέον, επί δεκαετίες, στα κατεχόμενα εδάφη στερεί τους Παλαιστινίους από τα δικαιώματά τους. Συχνά, αυτή η διαπίστωση εκλαμβάνεται ως αντισημιτισμός εκ μέρους όσων Εβραίων και Ισραηλιτών αρνούνται να δουν τι συνέβη στην περιοχή από τον πόλεμο των Έξι Ημερών το 1967. Ωστόσο, η ισραηλινή αριστερά, μέρος της οποίας αυτοχαρακτηρίζεται σιωνιστική, επικρίνει δριμύτατα την ισραηλινή κατοχή στα αραβικά εδάφη χωρίς να είναι λογικό να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό. 

Η ταύτιση της αντι-ισραηλινής πολιτικής με τον αντισημιτισμό είναι ένα από τα στοιχεία του εβραϊκού φαντασιακού: για τους περισσότερους Εβραίους στον κόσμο, η λογική είναι μανιχαϊστική ― είτε στηρίζεις το Ισραήλ και έχεις δίκιο, είτε στηρίζεις τους Παλαιστινίους και είσαι αντισημίτης. Η ανάλυση της πραγματικότητας δεν φαίνεται να έχει σημασία: όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας. Η στάση αυτή, αν και λανθασμένη, έχει ρίζες στο παρελθόν: ακόμα και ο Καρλ Μαρξ, στο δοκίμιό του για το «εβραϊκό ζήτημα» κάνει λόγο για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας από τον ιουδαϊσμό ― τον οποίον ταυτίζει με το μεγάλο κεφάλαιο. Με λίγα λόγια, στο πέρασμα του χρόνου, μια ολόκληρη εθνότητα τείνει να ταυτίζεται με μια απο-ανθρωποποιημένη ιδέα η οποία ακολουθεί το Ισραήλ σε όλες του τις πτυχές μέχρι σήμερα. Το αποτέλεσμα είναι να συγχέεται ο σιωνισμός με τον ισραηλινό εθνικισμό, η ισραηλινή αριστερά τόσο με τον σιωνισμό όσο και με τον αντι-σιωνισμό, και η φανατική εβραϊκή ορθοδοξία με τον αντι-σιωνισμό. Η Χάννα Άρεντ προέβλεψε σωστά ότι η πολιτική του Μπεν Γκουριόν θα οδηγούσε σε μόνιμη σύγκρουση με τους Άραβες κι ότι η οικοδόμηση έθνους-κράτους για τους Εβραίους θα κατέληγε σε αποικιοκρατική επιχείρηση, αλλά οι προβλέψεις της για τον ισραηλινό ολοκληρωτισμό απεδείχθησαν λανθασμένες. Θέλω να πω ότι η εβραϊκή αριστερά διέβλεπε τον κίνδυνο της ισραηλινής επιθετικότητας αλλά δεν καταλάβαινε γρυ από την αραβική πολιτική στην οποία απευθυνόταν η εν λόγω επιθετικότητα. Έτσι, από τη μία πλευρά ακούγονταν ιδέες σαν εκείνες της Χάννα Άρεντ, που προειδοποιούσε για την ισραηλινή απομόνωση ή την προσχώρηση στο τότε σοβιετικό μπλοκ (ε, όχι…) και από την άλλη πλευρά ιδέες σαν του Άρθουρ Κέσλερ ο οποίος στην αρχή φαινόταν θαμπωμένος από τον μιλιταριστικό αναθεωρητικό σιωνισμό αλλά αργότερα άλλαξε γνώμη: κατέληξε να πιστεύει ότι η ίδρυση κράτους θα απομόνωνε το Ισραήλ από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό το οποίο θα εξελισσόταν σε αυταρχική μεσανατολική χώρα. Ούτε αυτό συνέβη.

Στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές του 1970 η ισραηλινή αντι-σιωνιστική αριστερά (μια ακόμα πιο περίπλοκη εκδοχή της ισραηλινής αριστεράς) προωθούσε την ιδέα της στενής συμβίωσης Εβραίων και Αράβων στη βάση της προαιώνιας φυλετικής τους συγγένειας. Κοντολογίς, ονειρεύονταν όντως τη μη-ευρωπαϊκή προοπτική που φοβόταν ο Κέσλερ, αλλά το πρόβλημα ήταν ακόμα βαθύτερο: εκτός από την προαιώνια φυλετική συγγένεια, υπήρχε προαιώνιο φυλετικό μίσος, μια ιδιότητα που η αριστερά τείνει να ξεχνάει λόγω των ευσεβών της πόθων. Οι Εβραίοι που ζούσαν σε μουσουλμανικές χώρες είχαν αναγκαστεί να πάρουν των ομματιών τους: σήμερα, εξαιτίας αυτού του οδυνηρού παρελθόντος, οι Μιζραχίτες, ή Εβραίοι της Ανατολής, συγκροτούν μεγάλο μέρος της βάσης της ισραηλινής δεξιάς που μισεί τους Άραβες. Οι Εβραίοι δεν ξεχνούν, διατηρούν τη μνήμη ζωντανή· κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως μια από τις μεγαλύτερες αρετές τους.

Η νίκη του Ισραήλ το 1967, ακόμα και προτού υλοποιηθεί η κατοχή και ο εποικισμός των παλαιστινιακών εδαφών, προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις εκ μέρους της διεθνούς αριστεράς. Κατά κάποιον τρόπο, η διεθνής αριστερά, μαζί και η εβραϊκή, ευθυγραμμιζόταν με τους Παλαιστινίους οι οποίοι είχαν ήδη υποκύψει στον πειρασμό της τρομοκρατίας. Σε όλη τη δεκαετία του 1970, χαρακτήριζε την πολιτική του Ισραήλ «φασιστική», «γενοκτονική» και «διάδοχο του Τρίτου Ράιχ»: υποτίθεται ότι θα θύματα του ναζισμού είχαν μεταμορφωθεί στους θύτες τους. Στη συνέχεια, αυτοί οι χαρακτηρισμοί αντικαταστάθηκαν από τον όρο «ισραηλινή επεκτατικότητα», ενώ το Ισραήλ συνέχισε να εμφανίζεται με μια ποικιλία από πρόσωπα: ως πολιτικό σχέδιο, ως οικονομικό και κοινωνικό θαύμα, ως αραβικός εφιάλτης και ως χώρα του απαρτχάιντ παρόμοια με τη Νότια Αφρική πριν από το 1994. Καθεμιά από αυτές τις εικόνες απαιτούσε και απαιτεί διαφορετική πολιτική: αν βλέπουμε το Ισραήλ ως Νότια Αφρική μάλλον χρειάζεται παγκόσμιο μποϊκοτάζ. 

Πώς στο συλλογικό φαντασιακό οι κατατρεγμένοι Εβραίοι μεταμορφώθηκαν σε ρατσιστές και ιμπεριαλιστές που κλέβουν τη γη των Αράβων χωρικών; Οι ίδιοι οι Ισραηλινοί, αν και όχι, όπως είπα, οι αριστεροί Ισραηλινοί, αποδίδουν αυτές τις κατηγορίες στον υποκείμενο, παραδοσιακό αντισημιτισμό. Εν μέρει έχουν δίκιο: πρόκειται για πλήρη ακατανοησία της ισραηλινής κοινωνίας η οποία λόγω των ιδιαιτεροτήτων της παρεξηγείται ξανά και ξανά. Εν μέρει έχουν άδικο: ο αντισημιτισμός είναι εβραϊκή έμμονη ιδέα, παρανοειδής υποψία καταδιώξεως η οποία οδηγεί τα άτομα και τις κοινότητες σε επιθετικο-αμυντική στάση έναντι οποιασδήποτε διαφωνίας με την ισραηλινή πολιτική.

Το Ισραήλ επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Για παράδειγμα, ο σύγχρονος σιωνισμός έχει τις ρίζες του στα εθνικοαπελευθερωτικά και σοσιαλιστικά κινήματα του ύστερου 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Τα κιμπούτς, που η διεθνής αριστερά θεωρούσε μορφή ελευθεριακού κομμουνισμού, για άλλους ήταν η άρνηση του σοσιαλισμού και το πρότυπο του «εθνικού διαχωρισμού» που απέκλεισε οποιαδήποτε μείξη με τους Άραβες. Όσο για την πολυμορφία του Ισραήλ ―μαρξιστές και καπιταλιστές, ειρηνόφιλοι και μιλιταριστές, κοσμικοί και θρησκευόμενοι, ανθρωπιστές και ρατσιστές― ανθίσταται σε οποιαδήποτε γενίκευση. Κι όμως οι γενικεύσεις είναι συνηθισμένες: γίνεται λόγος για την ενδογενή βία της ισραηλινής κοινωνίας ―κάτι σαν το γερμανικό Volkgeist― ενώ, αντιθέτως, δεν γίνεται λόγος για ενδογενή βία των Παλαιστινίων. Όχι ότι οι Παλαιστίνιοι παρουσιάζονται σε όλη τους την πολυπλοκότητα: τα δυτικά ΜΜΕ αποκρύπτουν το ότι ένα υπολογίσιμο μέρος τους δεν παίζει με ρουκέτες κι ότι ενδιαφέρεται για μια βιώσιμη λύση δύο κρατών. Κι όμως, η ταύτιση των Παλαιστινίων με τους απανταχού αδικημένους και τα απανταχού θύματα του ρατσισμού κερδίζει έδαφος: τον τελευταίο καιρό, το κίνημα Black Lives Matter έχει μεταφερθεί στην Παλαιστίνη με σύνθημα Palestinian Lives Matter και με αναφορές στο χρώμα του δέρματος (ποιο χρώμα άραγε;): η σύγχρονη αμερικανική έμμονη ιδέα μεταμφυτεύεται στη Μέση Ανατολή προσφέροντας πολύ κακές υπηρεσίες στους Παλαιστινίους.

Οι Παλαιστίνιοι ζουν σε συνθήκες μη-κράτους, διαφθοράς, ανικανότητας και ισλαμιστικού φανατισμού ιδιαίτερα από τότε που η Παλαιστινιακή Αρχή αποδυναμώθηκε και οι τζιχαντιστές της Χαμάς απέκτησαν τον έλεγχο στην απομονωμένη Λωρίδα της Γάζας. Αυτό δεν τους καθιστά θύματα ρατσισμού και σίγουρα δεν έχει καμιά ιστορική ομοιότητα με το δουλεμπόριο, τη δουλοκτησία και τις διακρίσεις χρώματος: στο Ισραήλ και στα αραβικά εδάφη υπάρχει, εκ των πραγμάτων, ποικιλομορφία που περιλαμβάνει Εβραίους από το Κέρας της Αφρικής και Εβραίους από τη Σκανδιναβία. Εξάλλου, η πλειονότητα των Εβραίων μοιάζει, στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, με την πλειονότητα των Αράβων· η γλώσσα της πολιτικής ορθότητας, αν και έχει αποδεσμευτεί τερατωδώς από την πραγματικότητα, επηρεάζει σταθερά την πραγματικότητα.

Το πρόβλημα μεταξύ Ισραήλ-Παλαιστίνης είναι ότι το Ισραήλ επιμένει στην επέκταση του ισραηλινού κράτους και στην ενσωμάτωση των παλαιστινιακών εδαφών. Αν χρησιμοποιήσουμε μια λογική what if, πιθανότατα οι Παλαιστίνιοι να κέρδιζαν από αυτή τη λύση: με την ενσωμάτωσή τους σε ένα σύγχρονο, οργανωμένο κράτος, οι προοπτικές τους θα ήταν καλύτερες από κάθε άποψη, υπό τον όρον φυσικά να μην υφίστανται διακρίσεις. Αλλά είναι πολύ αργά: ένα μέρος των Παλαιστινίων έχει κινηθεί προς τον μαχητικό ισλαμισμό και ένα μέρος των Ισραηλινών έχει παγιδευτεί στην επιθετικο-αμυντική στάση φοβούμενο ότι οι Άραβες εχθροί θέλουν και μπορούν, με τη βοήθεια του διεθνούς αντισημιτισμού ―αληθινού ή φαντασιακού― να καταστρέψουν το Ισραήλ.

Ο πόλεμος των λέξεων ―ρατσισμός, αντισημιτισμός, ιμπεριαλισμός, αποικιοκρατία, απαρτχάιντ, γενοκτονία― καθρεφτίζει τη φτώχεια των ερμηνειών και των ιδεών. Οι υπεραπλουστευτικοί χαρακτηρισμοί προκαλούν, αντί για κριτική σκέψη, παβλοφικά αντανακλαστικά απέχθειας και εξέγερσης μπροστά στην αδικία. Αυτό που χρειάζεται και που δεν συμβαίνει θα ήταν μια προσέγγιση που θα έπαιρνε υπόψη την εβραϊκή ιστορία του αποκλεισμού μαζί με το γεγονός ότι το Ισραήλ είναι σήμερα απείρως ισχυρότερο από τους Παλαιστινίους αλλά ότι συγχρόνως απειλείται από ισχυρούς εχθρούς: το Ιράν, τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς. Το πρόβλημα εθνικής ασφάλειας, που οφείλεται λιγότερο στην κακή του πολιτική έναντι των Παλαιστινίων και περισσότερο σε ένα μακρύ παρελθόν θρησκευτικής και εθνικής διαφοροποίησης από τους Άραβες, παίρνει, εσφαλμένα, υπαρξιακές διαστάσεις. Έτσι, το Ισραήλ γίνεται ένας τόπος πολύ διαφορετικός από την υπέροχη ουτοπία της φιλο-ισραηλινής δεξιάς. Από την άλλη πλευρά, η αντι-ισραηλινή αριστερά θα γινόταν ελαφρώς πιο αξιόπιστη και λιγότερο ύποπτη για αντισημιτισμό αν έπαυε να εξιδανικεύει τη Χαμάς και τις συναφείς παλαιστινιακές οργανώσεις οι οποίες τρέφουν ισλαμιστικά οράματα και μίσος προς το Ισραήλ.

Το πρόβλημα για τον εξωτερικό παρατηρητή στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση είναι ότι η αλληλεγγύη στους καλούς σκοπούς έχει γίνει εξαιρετικά περίπλοκη: ήταν ευκολότερη όταν τους Παλαιστινίους εκπροσωπούσε μια μετριοπαθής αρχή κι όταν το κίνημα της πολιτικής ορθότητας δεν είχε διαχωρίσει με αυταρχικούς όρους τους Καλούς από τους Κακούς. Σήμερα, ο υστερικός δημόσιος διάλογος ο οποίος εμπλέκει κατηγορίες ρατσισμού από τη μία πλευρά και αντισημιτισμού από την άλλη δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την επίλυση μιας εξίσωσης με πολλούς άγνωστους παράγοντες. Ένα ακόμα στοιχείο που έχει προστεθεί σ’ αυτόν τον δήθεν διάλογο είναι η όλο και βαθύτερη άγνοια των συμμετεχόντων για τα διεθνή ζητήματα η οποία επισύρει σχηματικές, οκνηρές και ασπρόμαυρες εκτιμήσεις και προτάσεις.

Με λίγα λόγια, η Παλαιστίνη δεν είναι η Μινεάπολη, το Ισραήλ δεν είναι η Νότια Αφρική και ο σιωνισμός δεν είναι η λευκή πατριαρχική εξουσία. Όπως έγραφε ο Χάννα Άρεντ, η σκέψη, που αποτελεί τη βάση της πολιτικής, ξεκινάει από την παραδοχή ότι το Α δεν είναι το Β.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ