Πολιτικη & Οικονομια

Πλατεία Βικτωρίας, Μπαμπ Μπεν Γκασίρ

Το τυχαίο δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των πόλεων

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πρόσφυγες και μετανάστες στην πλατεία Βικτωρίας
© EUROKINISSI/ ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για την πλατεία Βικτωρίας και την αστική πολιτική: Ένα καλό παράδειγμα για να δούμε πού οδηγεί η αμέλεια στις εσώτερες πόλεις.

Αν η δημαρχία θέλει να μεταμορφώσει την Αθήνα σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα είναι απαραίτητο να δει την αστική πολιτική σαν ένα σύνολο, όχι σαν μια σειρά από ξεχωριστές παρεμβάσεις που κάνουν εντύπωση αλλά δεν έχουν βάθος. Είναι εξίσου απαραίτητο να επιστρατεύσει όλες τις ειδικότητες των επιστημών του άστεως. Μια συζήτηση για την πλατεία Βικτωρίας και στη συνέχεια ένας μακρύς περίπατος στην περιοχή του Πεδίου του Άρεως, του Οικονομικού Πανεπιστημίου και της 3ης Σεπτεμβρίου, κατέληξε στις σκέψεις που εκφράζω εδώ. Για μιαν ακόμα φορά: όσο τα προβλήματα παραμένουν ίδια, θα γράφω τα ίδια.

Ένα από τα γνωρίσματα του ανεπτυγμένου κόσμου είναι η ανάδειξη και η φροντίδα του δημόσιου χώρου τόσο εκ μέρους των αρχών ―δημόσια έργα και υποδομές, συντήρηση, εξωραϊσμός, ευταξία― όσο και εκ μέρους των πολιτών: σεβασμός του χώρου, αίσθημα ευθύνης και κοινής ιδιοκτησίας. Το τυχαίο δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των πόλεων: ο σχεδιασμός και η στρατηγική είναι οι εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις ώστε οι κάτοικοι, οι χρήστες γενικά, να επωφελούνται από την αστική ζωή χωρίς να την επιβαρύνουν. Η πλατεία Βικτωρίας είναι ένα καλό παράδειγμα για να δούμε πού οδηγεί η αμέλεια στις εσώτερες πόλεις· το πού μας έχουν φέρει οι οκνηρές δημαρχίες που ασχολούνταν με μικροέπιπλα και μικροδιακοσμήσεις.

Κατ’ αρχάς πρέπει να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα. Αν οι εικόνες μεταναστών που στρατοπεδεύουν στην πλατεία φαίνονται φυσιολογικές, δεν υπάρχει τίποτα να συζητήσουμε. Αν προκαλούν δυσφορία, υπάρχει ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Η πρωταρχική του συνιστώσα είναι η ανεξέλεγκτη ροή πληθυσμών στην Αθήνα: μοιάζει με τη μεταπολεμική αγροτική έξοδο όταν οι αγρότες εγκατέλειψαν την επαρχία, την ήδη παραμελημένη και διχασμένη (εξαιτίας του εμφυλίου και των οικονομικών αδικιών) για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα. Ποιος μπορεί να μην τους δικαιολογήσει; Η εργασία στα χωράφια ήταν βαριά (η εκμηχάνιση άργησε), οι κώμες δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον και η υπερβολική εγγύτητα, μαζί με τις πολιτικές και προσωπικές διαφορές, έκαναν τη ζωή σκληρή, κτηνώδη και σύντομη. Πολλοί άνθρωποι, κυρίως νέοι, επιθυμούσαν την ελευθερία και την ανωνυμία ακόμα κι όταν δεν το ομολογούσαν. Στη δεκαετία του 1950, η Αθήνα εξακολουθούσε να είναι μια μεταιχμιακή πόλη με μικρές σκόρπιες αστικές συνοικίες η οποία είχε ήδη δεχτεί μεγάλους πληθυσμούς το 1922-23 και σε όλη τη δεκαετία του 1930. Τότε, η πλειονότητά τους είχε εγκατασταθεί στα προάστια και στον Πειραιά. Το κέντρο παρέμενε, ας πούμε, «αστικό», υπό την έννοια ότι στην εσώτερη πόλη ζούσαν οι υπάλληλοι και οι επαγγελματίες· λιγότερο οι χειρώνακτες. Ωστόσο, η δημογραφική και ταξική κατάσταση της Αθήνας ήταν και είναι πιο περίπλοκη: οι μαρξιστικές αναλύσεις δεν είναι μόνο ανεπαρκείς, είναι λανθασμένες. Η σημερινή ομοιότητα με το παρελθόν είναι η εισδοχή νέων πληθυσμών η οποία δεν οφείλεται σε οικονομικό δυναμισμό, αλλά στην απουσία πολιτικού προγράμματος και κοινωνικής συναίνεσης.

Οι πληθυσμοί που συρρέουν στην Αθήνα δεν ονειρεύονται βεβαίως να πουλήσουν το σπίτι στο χωριό και να αγοράσουν διαμέρισμα, ούτε να τρυπώσουν στο δημόσιο. Αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν δεν υπάρχει στην Αθήνα: ίσως υπάρχει στην ύπαιθρο όπου ζητούνται εργατικά χέρια ― παρά την αναιμική μας οικονομία και την κρίση χρέους που προκάλεσε πτώση του βιοτικού επιπέδου και ανασφάλεια, δεν επιστρέψαμε στη γη. Από την εν λόγω απουσία προγράμματος, κοινωνικής μηχανικής τρόπον τινά, προκύπτουν οι εικόνες των περιπλανώμενων μεταναστών, μερικοί από τους οποίους ζητιανεύουν ενώ άλλοι απλώς σκοτώνουν την ώρα τους και πιθανότατα την υγεία και τις ελπίδες τους. Όλοι, σχεδόν όλοι, ζουν στον δημόσιο χώρο σαν να είναι ιδιωτικός: στον τόπο καταγωγής τους ο δημόσιος χώρος είναι ανύπαρκτος· οι άνθρωποι συναντιούνται στον δρόμο και στην πλατεία σ’ ένα πλαίσιο αυτοσχεδιασμών, ως προέκταση του σπιτιού τους.                         

Συχνά και παρά την αλματώδη πρόοδο, οι πόλεις στον Τρίτο Κόσμο είναι μη βιώσιμες διότι αδυνατούν να ενσωματώσουν τους τεράστιους πληθυσμούς τους, πληθυσμούς που δεν έχουν παρελθόν, ρίζα, κουλτούρα του άστεως. Και που κουβαλούν το χωριό τους στην πόλη· μέσα τους και στην πλάτη τους. Το πράγμα επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο όταν οι νεοφερμένοι προέρχονται από ξένους πολιτισμούς ή από κουλτούρες που έχουμε αφήσει πίσω μας. Στην περίπτωση της Αθήνας γίνεται φανερή η παταγώδης αποτυχία της μεταναστευτικής πολιτικής, ένα θέμα που, ενώ γίνεται προσπάθεια να συζητηθεί νηφάλια, στο φόντο ξεμαλλιάζονται οι αλληλέγγυοι. Όπως επαναλαμβάνω κατά καιρούς, το πρόβλημα της μετανάστευσης δεν λύνεται με συνθήματα αλληλεγγύης· λύνεται με την πολιτική ένταξης μέσω της παιδείας και της εργασίας. Αν δεν μπορούμε να τα προσφέρουμε αυτά, δεν έχει όφελος για κανέναν να υποδεχόμαστε ακόμα περισσότερους. Η υποδοχή συνεπάγεται πολιτική ενσωμάτωσης.

Οι σημερινοί μετανάστες στην Αθήνα, εφόσον δεν είναι εσωτερικοί όπως οι παλιότεροι, δεν μπορούν να βρουν εργασία στο μαγαζάκι του μπάρμπα· οι ευκαιρίες για αυτοαπασχόληση είναι λιγοστές και οι θέσεις στον δημόσιο τομέα σχεδόν μηδενικές. Ο περιορισμός σε δομές για μεγάλο χρονικό διάστημα και χωρίς συγκεκριμένη προοπτική είναι εγκληματικός· το μόνο που φαίνεται να απομένει είναι το χασομέρι στους δρόμους και στις πλατείες. Κι όμως, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, οφείλουμε να διευκολύνουμε τη στέγαση σε όσους πρόκειται να μείνουν στη χώρα· και σύμφωνα με τη λογική, οφείλουμε μάλλον να τους διοχετεύσουμε σε όλη την επικράτεια, διασκορπίζοντάς τους σε μικρούς αριθμούς και λαμβάνοντας υπόψη πιθανές δεξιότητες και πείρα. Κάνουμε το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε: εισάγουμε στον αστικό χώρο ομάδες που μοιάζουν ξένο σώμα και που διαμορφώνουν μιαν underclass η οποία συμβάλλει στην υποβάθμιση των συνοικιών. Στο μεταξύ, οι αρχές περιμένουν να αντιστραφεί η τάση από μόνη της· περιμένουν να μετακομίσουν στα προάστια οι παλιοί κάτοικοι του κέντρου, να εκτυλιχθεί ένα είδος white flight· όμως, τέτοια κινητικότητα δεν διαφαίνεται ή  δεν είναι παρατηρήσιμη. Κυρίως, επειδή χρειάζεται αποφάσεις και οικονομικό κόστος το οποίο δυσκολεύονται να αναλάβουν οι κάτοικοι του κέντρου. Όσο για τους επαγγελματίες και τους καταστηματάρχες, είναι παράλογο να μετακομίσουν σε ήσυχες και φυλλώδεις συνοικίες.

Στην πλατεία Βικτωρίας πρέπει να εφαρμοστούν οι νόμοι περί υπαίθριου εμπορίου, περί ρύπανσης, περί κοινής ησυχίας και τα τοιαύτα ώστε όσοι συμπεριφέρονται στον δημόσιο χώρο όπως συμπεριφέρονται στον υποτιθέμενο ιδιωτικό, είτε να απομακρύνονται, είτε να συμμορφώνονται. Προϋπόθεση είναι η αναζωογόνηση του δημόσιου χώρου: αν θέλουμε να ξαναβρεί η περιοχή την αίγλη της, χρειάζονται μια σειρά από δημόσια και ιδιωτικά έργα, ξεκινώντας από τον εκσυγχρονισμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου (ένα δύσοσμο λείψανο του 19ου αιώνα) και φτάνοντας στην ανακαίνιση των προσόψεων των πολυκατοικιών. Η αναζωογόνηση δίνει ένα διαφορετικό μήνυμα, ένα μήνυμα που συλλαμβάνουν υποσυνείδητα οι περισσότεροι άνθρωποι ανεξαρτήτως πολιτισμού: στον καθαρό, τακτοποιημένο και εύνομο τόπο, η παραβίαση είναι συνήθως επεισοδιακή, βίαιη και εφήμερη· δεν καταλήγει σε διαδικασία οικειοποίησης. Αντιθέτως, όταν ο χώρος παρουσιάζει ρωγμές ―ρυπαρότητα, παραβατικότητα― οι ρωγμές τείνουν να βαθαίνουν και να δημιουργούν κι άλλες.

Η πλατεία Βικτωρίας, όπως ολόκληρη η πόλη, ολόκληρη η χώρα, χρειάζεται branding strategy: τι είδους πλατεία θέλουν οι κάτοικοί της; Πλατεία διερχομένων; Πλατεία τύπου “fun city’’; Πλατεία συνοικίας κατοικιών με περιορισμένο ωράριο δραστηριότητας; Πλατεία οικογενειακών επιχειρήσεων; Αυτές τις αποφάσεις, που μπορεί να φαίνονται lipstick on a pig (αλλά δεν είναι), πρέπει να τις πάρει ο δήμος μαζί με τους παλιούς κατοίκους, με τους καταστηματάρχες, με τους ιδιοκτήτες, με όσους έχουν επενδύσει στην περιοχή. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να υποβαθμίζει τη ζωή της κοινότητας στο όνομα της κινητικότητας και των δήθεν αδυσώπητων κοινωνικών αλλαγών: η πλατεία Βικτωρίας ανήκει σε όλους και σε κανέναν. Ξέρω ότι δεν συμφωνούμε όλοι ως προς το τι είναι καλό και ωραίο· δεν συμφωνούμε ούτε ως προς τι είναι δίκαιο. Ίσως συμφωνήσουμε όμως στην ελάχιστη βάση του ότι όποιοι διαμένουν σε συνοικίες που στο πέρασμα του χρόνου υποβαθμίστηκαν από την αμέλεια και την πτώση του επιπέδου ζωής έχουν δικαίωμα να νιώθουν πίεση και να μην καλωσορίζουν την περαιτέρω επιδείνωση για την οποία έτσι κι αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα πρακτικό και σωστό.

Τέλος, πολλές από τις υποβαθμισμένες συνοικίες με χαμηλή ποιότητα ζωής προσφέρουν χαμηλές τιμές ακινήτων με αποτέλεσμα να ελκύουν νέους που αγοράζουν την πρώτη τους κατοικία ή που φεύγουν από το οικογενειακό σπίτι. Το παράδοξο είναι πως αυτή η τάση δεν αλλοιώνει τον υποβαθμισμένο χώρο στην κατεύθυνση κάποιας μορφής gentrification (πράγμα που συνέβη αυτομάτως, άρα κουτσά-στραβά, όπου άνοιξαν σταθμοί του μετρό)· αντιθέτως, η υποβάθμιση επιδεινώνεται χωρίς να συμμετέχει ο δημόσιος χώρος ως συζήτηση και ως διαμάχη. Μέρος του προβλήματός μας είναι ότι δεν έχουμε θέσει όρια του δημόσιου χώρου: πόσο «δημόσιος» είναι; Τι επιτρέπεται να κάνουμε σ’ αυτόν; Ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μας; Το ίδιο ερώτημα τίθεται για τον δημόσιο χώρο του διαλόγου· αν υπήρχε πολιτισμένος διάλογος κι αν αυτός ακουγόταν, η πλατεία Βικτωρίας δεν θα έμοιαζε σήμερα με τα βάθη της Ανατολής.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ