Πολιτικη & Οικονομια

Μπάιντεν-Τραμπ, 98 μέρες πριν τις εκλογές: Μια πρώτη εκτίμηση

Τι δίνουν οι δημοσκοπήσεις, τι να περιμένουμε από εδώ και πέρα

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

ΗΠΑ: ποια είναι η κατάσταση στην κούρσα Τραμπ-Μπάιντεν για το Λευκό Οίκο λιγότερο από 100 ημέρες πριν τις Αμερικανικές προεδρικές Εκλογές.

Με τη διαδικασία των εσωκομματικών προκριματικών εκλογών να τελειώνει τυπικά στις 11 Αυγούστου, η πρώτη φάση των Προεδρικών εκλογών έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί. Πλέον, απομένουν λιγότερες από εκατό μέρες έως τις 3 Νοεμβρίου, όταν οι Αμερικάνοι πολίτες θα επιλέξουν αν ο Ντόναλντ Τραμπ θα παραμείνει για ακόμα τέσσερα χρόνια στον Λευκό Οίκο ή αν θα τον αντικαταστήσει ο Τζο Μπάιντεν.

Η κούρσα για τον Λευκό Οίκο θα ξεκινήσει και επίσημα μετά τα εθνικά συνέδρια των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων στις 20 και 24 Αυγούστου αντίστοιχα, όταν οι δύο υποψήφιοι θα λάβουν τυπικά το χρίσμα του κόμματος τους. Ας δούμε πού βρισκόμαστε πριν την τελική ευθεία των Αμερικανικών εκλογών αλλά και τι περιμένουμε από εδώ και πέρα.

Τι δίνουν οι δημοσκοπήσεις

Ο Τζο Μπάιντεν δε θα μπορούσε να ελπίζει σε καλύτερα ποσοστά σε αυτή τη φάση. Λίγο πριν τα συνέδρια, η μέση τιμή της διαφοράς του από τον Τραμπ είναι γύρω στο 8%, έχοντας όμως παγιωθεί εκεί για σχεδόν δύο μήνες. Ουσιαστικά, το τελευταίο διάστημα ο Μπάιντεν έχει διπλασιάσει την απόσταση του από τον Τραμπ, καθώς τον Μάιο η διαφορά  υπολογιζόταν περίπου στο 4% ενώ το χάσμα έχει φτάσει μέχρι και το 13% σε κάποιες πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Ενδεικτικά, ο Μπάιντεν εμφανίζεται να διεκδικεί στα ίσια ακόμα και το Ρεπουμπλικανικό προπύργιο του Τέξας. Προφανώς, τα απόλυτα νούμερα εδώ δεν έχουν σχεδόν καμία σημασία, όμως επιβεβαιώνουν μια ξεκάθαρη τάση—όσο περνάει ο καιρός, η απόσταση μεταξύ Μπάιντεν και Τραμπ ανοίγει, παρά το γεγονός πως η πόλωση ανάμεσα τους αναπόφευκτα αυξάνεται όσο πλησιάζουν οι εκλογές.

Οι περισσότεροι οπαδοί του Τραμπ θεωρούν πως η δημοσκοπική επιρροή του Μπάιντεν δεν είναι παρά μία επανάληψη εκείνης που εμφάνιζε και η Κλίντον το 2016, υπονοώντας οτι ο υποψήφιος τους θα αποδείξει ξανά πως οι αναλυτές κάνουν λάθος. Όμως, ακόμα και αν παραβλέψουμε πως ο Μπάιντεν εμφανίζεται πολύ πιο μπροστά σε σχέση με την Κλίντον—της οποίας η απόσταση από τον Τραμπ ήταν στα όρια του στατιστικού λάθους σαν σήμερα πριν τέσσερα χρόνια—πολλοί Ρεπουμπλικάνοι παραβλέπουν ένα σημαντικότερο—σχεδόν φρικαλέο—στατιστικό στοιχείο για τον νυν Πρόεδρο: η αποδοχή του στο εκλογικό σώμα υπολογίζεται στο 39%, το οποίο είναι ιστορικά καταδικαστικό για όσους Προέδρους έχουν διεκδικήσει την επανεκλογή τους, καθώς το κύριο ζήτημα των εκλογών είναι η αποτίμηση του κυβερνητικού τους έργου. Με άλλα λόγια, αν ο Τραμπ καταφέρει να γυρίσει το παιχνίδι έχοντας τόσο χαμηλό ποσοστό αποδοχής τόσο κοντά στις εκλογές τότε θα μιλάμε για τη μεγαλύτερη έκπληξη της εκλογικής ιστορίας των ΗΠΑ.

Γιατί ο Τραμπ είναι φέτος ένας προβληματικός υποψήφιος

Στη θεωρία, ο Τραμπ—ως νυν Πρόεδρος—θα έπρεπε να έχει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι του Μπάιντεν. Πρώτα απ’ όλα, θα έπρεπε να ευνοείται από το λεγόμενο “incumbency advantage” σύμφωνα με το οποίο ένας αξιωματούχος που διεκδικεί επανεκλογή επωφελείται από την αναγνωρισιμότητα του καθώς και από την άμεση πολιτική επιρροή του. Όμως, έχοντας απέναντι του έναν εξίσου αναγνωρίσιμο πολιτικό με σχετικά πρόσφατη κυβερνητική παρουσία, το θεωρητικό πλεονέκτημα του Τραμπ ουσιαστικά εκμηδενίζεται. Επίσης, η καταστροφική διαχείριση της πανδημίας τού στέρησε ακόμα ένα κολοσσιαίο πλεονέκτημα—γνωστό στις ΗΠΑ ως “rally around the flag effect”—το οποίο χαρακτηρίζει την τάση του εκλογικού σώματος να συσπειρώνεται πίσω από τον επικεφαλής της κυβέρνησης σε καιρούς κρίσης. Προφανώς, αυτή η συσπείρωση είναι από τη φύση της σχετικά σύντομη σε διάρκεια, όμως φέτος θα μπορούσε να αποβεί καθοριστική καθώς είμαστε τόσο κοντά στις εκλογές. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μπάιντεν δείχνει να κερδίζει τους ψηφοφόρους ως ο ιδανικότερος από τους δύο για να διαχειριστεί την πανδημία, κάτι που σημαίνει πως η δυναμική του θα αυξάνεται όσο η αντιμετώπιση του ιού παραμένει προβληματική. Για αυτόν τον λόγο άλλωστε ο Τραμπ προσπάθησε να διορθώσει τη σχέση του με τον επικεφαλής επιδημιολόγο Άντονι Φάουτσι, ενώ έφτασε στο σημείο να φορέσει και ο ίδιος μάσκα μήπως και μαζέψει κάπως την κατάσταση.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα του Τραμπ είναι πως φέτος δε μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο με το 2016. Πριν τέσσερα χρόνια, ο Τραμπ παρουσιάστηκε ως η φωνή των απόκληρων και ξεχασμένων από την οκταετή διακυβέρνηση Ομπάμα, έχοντας απέναντι του μια κατά γενική ομολογία αντιπαθή πολιτικό της οποίας το έργο και την προσωπικότητα ήταν εύκολο να πλήξει. Φέτος όμως, ο Τραμπ έχει κυβερνήσει και από κριτής των πάντων καλείται να αντιμετωπίσει την κριτική του εκλογικού σώματος—και κυρίως των μεταβαλλόμενων ψηφοφόρων που τον προτίμησαν το 2016. Ενδεικτικά, ο Μπάιντεν έχει πάρει ξεκάθαρο και σταθερό προβάδισμα στα προάστια με τη διαφορά εκεί να υπολογίζεται περίπου στο 10% από το φίλο-Ρεπουμπλικανικό Fox News—όταν εκεί ο Τραμπ είχε επικρατήσει της Κλίντον με 4%—ενώ παράλληλα προηγείται σχεδόν σε όλες τις καθοριστικές μεταβαλλόμενες πολιτείες. Επομένως, ο Τραμπ αντιμετωπίζει φέτος δύο δυνητικά απροσπέλαστα εμπόδια, σε συνδυασμό με την αργή επιστροφή της οικονομίας σε αναπτυξιακή πορεία: πρώτον, πλέον το δικό του κυβερνητικό έργο είναι μετρήσιμο—και όχι τόσο θετικά από τους περισσότερους—ενώ δεύτερον, ο μετριοπαθής αντίπαλος του έχει χαρακτηριστικά και θέσεις που επηρεάζουν την εκλογική του βάση.

Τι περιμένουμε από εδώ και πέρα

Τα εθνικά συνέδρια των κομμάτων αποτελούν τον επόμενο σταθμό της κούρσας—ο οποίος θα είναι σημαντικά διαφορετικός σε σχέση με το παρελθόν. Αντί για τις τριήμερες συγκεντρώσεις και τις μακροσκελείς ομιλίες μπροστά σε χιλιάδες εκστασιασμένα κομματικά στελέχη, τα φετινά συνέδρια θα περιοριστούν σε ελάχιστο κόσμο, ενώ αναμένεται να έχουν υβριδική μορφή συνδυάζοντας τη φυσική και τη διαδικτυακή παρουσία των ομιλητών. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί άλλο ένα πλήγμα για τον Τραμπ, ο οποίος έχει ιδιαίτερη έφεση στις ανοιχτές ομιλίες—χάρη στις οποίες επιβίωσε το 2016 στις δυσκολότερες στιγμές της εκστρατείας του. 

Από την άλλη, με την 20η Αυγούστου να πλησιάζει πολύ, ο Μπάιντεν καλείται να ανακοινώσει ποια θα είναι η υποψήφια αντιπρόεδρος του. Το θέμα αυτό έχει τραβήξει αρκετά και λίγο-πολύ αποτυπώνει τον διχασμό των Δημοκρατικών σε μετριοπαθείς και προοδευτικούς, με τον Μπάιντεν να προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες. Ενδεικτικά, στο συνέδριο των Δημοκρατικών θα μιλήσει ο μετριοπαθής Ρεπουμπλικάνος πρώην Κυβερνήτης του Οχάιο και εσωκομματικός αντίπαλος του Τραμπ το 2016, Τζον Κέιζικ, σε μια κίνηση που επιβεβαιώνει την αποστροφή των μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων απέναντι στον υποψήφιο του κόμματος τους. Όμως, ενώ οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε συνολικά να πανηγυρίζουν για τη σημειολογία της παρουσίας του Κέιζικ—στον οποίον είχε προταθεί η αντιπροεδρία από τον Τραμπ—η αριστερή φράξια του κόμματος θεωρεί τη συμμετοχή του ως απόδειξη πως ο Μπάιντεν δε θα είναι αρκετά προοδευτικός. Αναπόφευκτα, η συσπείρωση—ή μη—των Δημοκρατικών θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα.

Μετά τα συνέδρια, η κούρσα θα αγριέψει. Τόσο ο Τραμπ, όσο και ο Μπάιντεν αναμένονται να χρησιμοποιήσουν αρνητικές διαφημίσεις—οι οποίες πλέον αποτελούν σταθερό παράγοντα του επικοινωνιακού πολέμου—ενώ τα επιτελεία τους θα ξεκινήσουν να τους προετοιμάζουν για τα ντιμπέητ του φθινοπώρου. Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο θα μπορέσει ο Τραμπ να συνδυάσει τις υποχρεώσεις της εκστρατείας με τα Προεδρικά του καθήκοντα—αν και με βάση τον ασυγκράτητο εγωκεντρισμό του, το πιθανότερο είναι να παραμελήσει τον Λευκό Οίκο ώστε να καταφέρει να παραμείνει σε αυτόν μέχρι το 2024, σε μια περίοδο όμως που απαιτεί την εγρήγορση των ΗΠΑ σε κάθε επίπεδο. Αντίστοιχα, ο Μπάιντεν θα κριθεί σε αυτό το διάστημα όχι μόνο για τις θέσεις του αλλά και την ενέργεια τόσο απέναντι στον Τραμπ όσο και στη στήριξη του προγράμματος του—με την ηλικία του, άλλωστε, να είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της υποψηφιότητας του. 

Μια πρώτη πρόβλεψη

Μετά το 2016, κάθε πρόβλεψη κρύβει μέσα της λίγη αμφιβολία. Όμως, όλα τα δημοσκοπικά στοιχεία, καθώς και η ευρύτερη δυναμική της κούρσας, δείχνουν πως ο Τζο Μπάιντεν έχει τεράστιες πιθανότητες να κερδίσει—ίσως περισσότερες απ’ όσες και ο ίδιος θα περίμενε. Όπως πολλοί Ρεπουμπλικάνοι αναλυτές παραδέχονται, ο Μπάιντεν συμβολίζει μια επιστροφή στην κανονικότητα σε μια περίοδο που αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη επιθυμία του εκλογικού σώματος. Άλλωστε, μπορεί ο Μπάιντεν να συγκεντρώνει την αρνητική γνώμη του 40% των ψηφοφόρων, όμως ευνοείται τόσο από τα δεδομένα του πολιτικού χρόνου που διανύουμε, όσο και από τη συνολική αποτίμηση της κυβέρνησης Τραμπ.

Μπορεί η διαφορά του 8% να κλείσει; Ναι, αδιαμφησβήτητα. Θα είναι εύκολο; Όχι τόσο, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο Τραμπ είναι σε πολύ δύσκολη θέση—ακόμα και ο ίδιος άλλωστε δε μπορεί να το κρύψει. Ο Μπάιντεν έχει την εμπειρία και την τεχνογνωσία να αποφύγει κάποιο μεγάλο λάθος που μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα και αν πείσει το εκλογικό σώμα πως δεν προσφέρει απλώς την καλύτερη επιλογή ανάμεσα στους δύο, αλλά ένα πραγματικό σχέδιο επιστροφής των ΗΠΑ στην κανονικότητα και στη θέση που τους άνηκε στο διεθνές περιβάλλον, τότε πολύ δύσκολα δεν θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ.