Πολιτικη & Οικονομια

Όσα παίρνει ο ρατσισμός

Με αφορμή την προσωρινή απόσυρση του «Όσα παίρνει ο άνεμος» από το HBO

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
ton_arapi_k_an_ton_pleneis_2_1.jpg

Ο Γιώργος Παναγιωτάκης γράφει για τις ταινίες «Τον αράπη και αν τον πλένεις» και «Όσα παίρνει ο άνεμος» και τονίζει ότι οι εποχές αλλαζουν.

Η τηλεόραση παίζει για πολλοστή φορά την ταινία «Τον αράπη και αν τον πλένεις», του οργανισμού Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, παραγωγής 1973. Πετυχαίνω τη σκηνή όπου η κοπέλα φτάνει στο σπίτι του φίλου της, γιου εφοπλιστή. «Πού είναι ο …αράπης;» τον ρωτάει γελώντας χαρωπά στη σκέψη και μόνο της ύπαρξης ενός Αφρικανού υπηρέτη. «Κοιμάται στην αποθήκη» της απαντά εκείνος. Σε λίγο, βλέπουμε και τον εν λόγω υπηρέτη. Είναι βέβαια ο Κώστας Βουτσάς, με blackface, τεράστια αφάνα στα μαλλιά, ριγέ κελεμπία και ένα ζευγάρι άσπρα γάντια. Φυσικά, δεν θυμίζει σε τίποτα άνθρωπο με καταγωγή από το Κονγκό, όπως σύμφωνα με το σενάριο έχει πείσει τους πάντες ότι είναι. Θυμίζει απλά τον Κώστα Βουτσά με άθλιο μακιγιάζ, να δίνει μια τελείως στρεβλή εκδοχή του τι ακριβώς είναι ένας άνθρωπος με καταγωγή από το Κονγκό.

Ας φανταστούμε τώρα μια τέτοια ταινία να προβάλλεται με τόση συχνότητα από ένα μεγάλο κανάλι, σε μια χώρα με το παρελθόν και το παρόν των ΗΠΑ. Δεν θα ήταν απολύτως λογικό να υπάρχουν αντιδράσεις που πιθανόν θα οδηγούσαν στο «κόψιμό» της, όπως έγινε πρόσφατα με την προσωρινή απόσυρση του «Όσα παίρνει ο άνεμος» από το HBO;

Θα πει κάποιος, άλλο η ταινία του Κώστα Καραγιάννη και άλλο εκείνη του Βίκτορ Φλέμινγκ, η οποία παρά το ρατσιστικό της υπόβαθρο αποτελεί, με τον τρόπο της, μια σημαντική στιγμή του παγκόσμιου κινηματογράφου. Και εκτός αυτού, η λογοκρισία είναι απεχθής απ’ όπου και αν προέρχεται. Σύμφωνοι, μα δεν μιλάμε για λογοκρισία. Μιλάμε απλά για την άρνηση ενός μεγάλου μέσου να προβάλλει χωρίς disclaimer ένα έργο που, έτσι και αλλιώς, μπορεί κανείς εύκολα να βρει σε όποια μορφή και ποιότητα θέλει: online, σε blu-ray, σε ταινιοθήκες…

Θέλουμε δεν θέλουμε, οι εποχές αλλάζουν. Το ίδιο και οι αφηγήσεις του κόσμου μας. Άνθρωποι με διαφορετικές ταυτότητες απαιτούν να μη βλέπουν τα πάντα αποκλειστικά μέσα από ένα κυρίαρχο και εν πολλοίς προσβλητικό για αυτούς, πρίσμα. Ταινίες και βιβλία που στην εποχή τους δεν ενοχλούσαν (όπως για παράδειγμα η «Γέννηση ενός έθνους») ή ακόμα και θεωρούνταν αντιρατσιστικά (όπως η «Καλύβα του μπάρμπα Θωμά» με το στερεότυπο του καλού, πιστού, μαύρου υπηρέτη) δεν γίνεται σήμερα να προβάλλονται από θεσμικά μέσα ή να διδάσκονται στα σχολεία. Μπορεί όμως ο καθένας να τα αναζητήσει και να τα μελετήσει μόνος του.  

Πάντως, για να επιστρέψουμε στα δικά μας, το «αριστούργημα» του Κώστα Καραγιάννη παρά τη σπάνια κακογουστιά του (σπάνια ακόμη και για τη συγκεκριμένη περίοδο του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου) αντηχεί περίφημα το είδος εκείνο του ρατσισμού που ευδοκιμούσε τότε στη χώρα μας. Ήταν ο ρατσισμός του «οι Έλληνες δεν είμαστε ρατσιστές» και των κακόγουστων ανέκδοτων με μαύρους.

Ο εξωτικός «άλλος» (ο αλλοδαπός, ο γκέι κλπ) ο οποίος έτσι και αλλιώς σπάνια εμφανιζόταν μπροστά μας, αντιμετωπιζόταν σαν κάτι το κωμικό, το αξιοπερίεργο και όχι κατ’ ανάγκη αντιπαθητικό, όσο δεχόταν αδιαμαρτύρητα τις προσβολές μας.  «Δεν έχω πρόβλημα να βγαίνει μαζί του, μια χαρά παιδί είναι» γκρίνιαζε στα μέσα των 80s μια γνωστή των γονιών μου, ο άντρας της οποίας, στρατιωτικός στο επάγγελμα, έκανε παρέα με έναν Αφροαμερικανό αξιωματικό από την αμερικανική «βάση του θανάτου». «Αλλά όχι και να μου τον φέρνει στο σπίτι! Να μας κουβαλήσει και τίποτα ψείρες!»

Η εποχή αυτή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Εδώ και πολλά χρόνια, ο «άλλος» δεν είναι μια αξιοπερίεργη εικόνα στις ελληνικές πόλεις. Είναι γείτονας, συνάδερφος στη δουλειά, συμμαθητής των παιδιών μας, συνεπιβάτης στο λεωφορείο. Η άποψή μας για εκείνον έχει –ή οφείλει να- έχει διαφοροποιηθεί. Άλλο που σε πολλές, δυστυχώς, περιπτώσεις έχει γίνει χειρότερη και πιο κακόψυχη. Όπως οφείλει να αλλάξει και ο τρόπος με το οποίο βλέπουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς. Δεν γίνεται εν έτει 2020 να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη και να βλέπουμε τον Έλληνα των 70s. Έχουμε πια άλλους, καημούς, άλλα ντέρτια και -καλό θα ήταν- άλλο χιούμορ.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ