Πολιτικη & Οικονομια

Σβήνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης το μέλλον ενός φιλελεύθερου κεντρώου κόμματος;

Η απάντηση είναι αρνητική και η τεκμηρίωσή της είναι τεχνική και όχι συναισθηματική

Νίκος Νυφούδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι αυτό το οριστικό τέλος των εγχειρημάτων του φιλελεύθερου κέντρου, τελευταίο και πλέον πετυχημένο εκ των οποίων ήταν το Ποτάμι;

Το ακούς συχνά. «Ο Κυριάκος κλείνει τον δρόμο σε κάθε εγχείρημα του φιλελεύθερου κέντρου». Οι προσωπικές του τοποθετήσεις σε ζητήματα ατομικών ελευθεριών, το άνοιγμά του σε πρόσωπα με κομματικό παρελθόν στον χώρο του κέντρου και η προσθήκη στοιχείων όπως η προστασία της εργατικής νομοθεσίας και της περιβαλλοντικής ισορροπίας στον πολιτικό λόγο του είναι τα συνήθη τεκμήρια. Πράγματι δεν είναι εύκολο να αντιπολιτευτείς στη βάση ενός φιλελεύθερου προφίλ έναν Πρωθυπουργό που ανακοινώνει μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, απεμπλοκή των επενδύσεων από τη γραφειοκρατία και ανάδειξη της περιβαλλοντικής ευθύνης των επιχειρήσεων σε κριτήριο αξιολόγησης της παρουσίας τους. Δεν είναι εύκολο να επικρίνεις έναν Πρωθυπουργό που δηλώνει ότι στόχος του είναι ο απεγκλωβισμός της επιχειρηματικότητας από τον κρατισμό.

Υπό την έννοια αυτή, η πρόσφατη παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης φαίνεται εκ πρώτης να κλείνει τον χώρο σε κάθε αντι-κρατικιστικό κόμμα που προασπίζεται τη δημιουργικότητα των ανθρώπων που θέλουν να κάνουν τη μικρή ή τη μεγάλη τους ιδέα επάγγελμα.

Είναι λοιπόν αυτό το οριστικό τέλος των εγχειρημάτων του φιλελεύθερου κέντρου, τελευταίο και πλέον πετυχημένο εκ των οποίων ήταν το Ποτάμι; Ακολούθησε και το Ποτάμι την τύχη των μικρών κομμάτων του κέντρου διεθνώς που χάνονται αφού πρώτα λειτουργήσουν ως οι γεννήτριες νέων πολιτικών προτάσεων για το ένα ή το άλλο μεγάλο κόμμα; Η απάντηση είναι αρνητική και η τεκμηρίωσή της είναι τεχνική και όχι συναισθηματική. Και βρίσκεται στο ίδιο το πλαίσιο της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ. 

Η παρουσία του Πρωθυπουργού, τόσο ως περιεχόμενο, όσο και ως εικόνα, αναδεικνύει δύο πραγματικά καθοριστικούς για τον χαρακτηρισμό της κυβέρνησης ως φιλελεύθερα μεταρρυθμιστικής λόγους: έναν έκδηλο και έναν άδηλο. Ο έκδηλος σχετίζεται με την πολύπαθη και πολύφερνη εκλογικά «μεσαία τάξη». Η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη μοιάζει να την παρέλειψε. Πτυχιούχοι επαγγελματίες που έχουν στην ουσία ισοπεδωθεί οικονομικά από τις ασφαλιστικές εισφορές, τον φόρο επιτηδεύματος και την εισφορά αλληλεγγύης κλήθηκαν να δηλώσουν ευχαριστημένοι με αόριστες αναφορές σε σταδιακή μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και κατάργηση των λοιπών φόρων σε κάποιο κοντινό ή πιο μακρινό χρονικό σημείο. Η μείωση των συντελεστών φορολόγησης για τα πιο χαμηλά εισοδήματα ή για τις επιχειρήσεις δεν τους αγγίζει. Η αναστολή του ΦΠΑ για τρία χρόνια στις οικοδομές δεν τους αφορά. Η διατήρηση της λεγόμενης «13ης σύνταξης» είναι εκτός των δικών τους χρονικών πλαισίων. Η μείωση της φορολογίας των μερισμάτων τους ακούγεται αστεία. Η νομοθέτηση της υποχρεωτικής αύξησης κατά 10% αμοιβών των μερικώς απασχολούμενων για υπερωριακή απασχόληση δεν τους αφορά. Μένουν εκτός από όλα όσα σκέφτηκε να αλλάξει η κυβέρνηση για να ανοίξει την οικονομία και ας ήταν η πλέον ελκυστική για τους επικοινωνιολόγους της προεκλογικής περιόδου κοινωνική ομάδα. Μένουν ακάλυπτοι από τον μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό της νέας κυβέρνησης.

Ο άδηλος λόγος βρίσκεται πίσω από το κείμενο που εκφώνησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα εγκαίνια της ΔΕΘ. Ή καλύτερα βρίσκεται μπροστά από το έδρανο όπου στάθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το περασμένο Σάββατο. Βρίσκεται στα ασταμάτητα και θερμά χειροκροτήματα του πολυπληθούς κοινού στις στιγμές που ο Πρωθυπουργός μίλησε για προσλήψεις νέων υπαλλήλων στην αστυνομία και στα νοσοκομεία και για την οικονομική στήριξη εκείνων που θα πληγούν από την αδρανοποίηση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ στη Δυτική Μακεδονία. Ας μη γελιόμαστε. Η βάση του κυβερνητικού κόμματος διψά για τις παλιές, καλές και απτές παροχές. Όχι για τις αφηρημένες, αβέβαιες και χρονοβόρες μεταρρυθμίσεις της αγοράς και του κράτους. 

Πόσο μακριά μπορεί να περπατήσει μια κυβέρνηση χωρίς την εκλογική της βάση; 

Πόσο μακριά μπορεί να περπατήσει μια κυβέρνηση χωρίς την εκλογική της βάση; Και πόσο εύκολα μπορεί ένας αρχηγός να κάνει στην άκρη στελέχη πρώτης γραμμής που βλέπουν το άνοιγμα της οικονομίας –και πολύ περισσότερο της κοινωνίας– ως τον διάβολο; Όχι πολύ, το πιθανότερο. Ο χρόνος θα δείξει λοιπόν πόσο περισσότεροι θα γίνονται οι «ακάλυπτοι» του μεταρρυθμιστικού φιλελευθερισμού της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι φανερό ότι όσο περισσότεροι γίνονται, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η αξία ενός κόμματος που θα μπορεί να εκτιμήσει την αξία της μεταρρύθμισης ως αυτοσκοπό. Για αυτό ένα κόμμα σαν το Ποτάμι οφείλει να είναι εκεί. Για τους «ακάλυπτους» του αύριο. Αλλά και για να θυμίζει το σημείο εκκίνησης των αρχών του μεταρρυθμιστικού φιλελευθερισμού.