Πολιτικη & Οικονομια

Μιλώντας με τους νεκρούς

Ο πόλεμος προσφέρει ρόλο στους ασήμαντους, που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 457
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι νεκροί για έναν περίεργο λόγο μοιάζουν μεταξύ τους. Όσο περνούν οι ώρες, οι μέρες, ολοένα και τα χαρακτηριστικά τους ταυτίζονται. Είναι αυτή η κέρινη μάσκα, είναι η γυαλάδα του δέρματος, η γλυκερή μυρωδιά τους, για κάποιο περίεργο λόγο μετά από λίγο οι νεκροί δεν έχουν όνομα. Είναι νεκροί, πάει… τέλειωσε.

Ήταν μέσα Νοέμβρη περίπου, κάτι σαν τώρα δηλαδή. Ακούμπησα το μισοσαπισμένο πορτέλο του σπιτιού και οι μεντεσέδες έτριξαν. Μισάνοιξε και χώθηκα με το πλάι ανάμεσα στον τούβλινο τοίχο και τις σανίδες. Αμέσως τον αντιλήφθηκα να με κοιτάζει και ασυναίσθητα μουρμούρισα ένα βαριεστημένο… «καλημέρα». Χρειάστηκαν άλλα δύο δευτερόλεπτα για να καταλάβω πως ήταν νεκρός. Κάπου στα εικοσιπέντε, φορούσε ένα πράσινο πουλόβερ. Τα μάτια του καταπράσινα επίσης, τα μαλλιά του και τα γένια του ξανθοκόκκινα. Λες και φυλούσε το πορτέλο της αυλής. Ασυναίσθητα του έδωσα ένα όνομα για να τον διαφοροποιήσω από τους άλλους, τους τυλιγμένους με τα σεντόνια, σωριασμένους δίπλα από το μπαχτσέ, πόσοι να ήταν άραγε; Εκατό, εκατόν είκοσι. Από τότε ο Μιχάλης, έτσι τον ονόμασα, με συντροφεύει. Έχουμε ραντεβού κάθε εξάμηνο σε κάποια γωνιά του υποσυνείδητου, ανάλογα και με τις συγκυρίες. Πάντα μουρμουρίζω μια κοφτή «καλημέρα». Μετά ξυπνώ λαχανιασμένος.

Κατά μήκος της αφύλακτης διάβασης, κάτω και πάνω από τη σιδηροδρομική γραμμή που είναι φυσικό σύνορο ανάμεσα από τις δύο γειτονιές, τα νεαρά παιδιά σήκωσαν τοίχο με σακιά από χώμα γεμάτα. Ανάμεσα έβαλαν πασσάλους, κάρφωσαν σανίδια για να μην τους σαπίζει η βροχή. Νοέμβρης μήνας και τότε. Άνοιξαν και κάτι μικρά παραθυράκια για να ξεπροβάλλουν οι κάνες. Ήταν σούρουπο εκείνη την ημέρα όταν, περίεργα πράγματα μα την αλήθεια, από την πάνω μεριά ακούστηκε ένα τραγούδι. Είχαν καιρό να ακούσουν τα παλικαράκια αυτό το τραγούδι. Όχι τίποτε σπουδαίο. Ένα γνωστό λαϊκό τραγούδι για τα κορίτσια. Η φωνή ανακόπηκε από τον τσιγαρόβηχα. Αυτό ήταν. Από την κάτω μεριά ακούστηκε καθάρια μία άλλη φωνή. «Ρε Μίλαν, τι κάνεις, βρε καρντάσι». «Καλά είμαι, Νικόλα, η μάνα σου πώς είναι, έμαθα ότι αρρώστησε». «Κατάφερα και την έβγαλα από το χωριό. Την πήγα στη πόλη. Η Γιέλενα πώς είναι;» Η κουβέντα κράτησε για λίγα λεπτά ακόμη. Είχε σκοτεινιάσει πια και έφθανε η ώρα της νυχτερινής περιπολίας. Ακούστηκε ένα λαχανιασμένο «γεια» μαζί με το αργόσυρτο σφύριγμα της πρώτης οβίδας της ημέρας.

Αργά το βράδυ το αυτοκίνητο σταμάτησε με κλειστά τα φώτα. Στο βάθος διαγραφόταν ο σκοτεινός όγκος ενός μεγάλου οικήματος. Άνοιξε μία χοντρή πενηντάρα με άσπρη στολή. Μας έδωσαν τρία δωμάτια. Στα χρόνια τα καλά και τα πλούσια, αυτό το οίκημα ήταν ένα κέντρο θερμών λουτρών. Πέντε βήματα από το ποτάμι. Ξαποστάσαμε λίγο και πήγαμε να τσιμπήσουμε κάτι στην κεντρική αίθουσα. Το μέτωπο ήταν μακριά, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα. Έβλεπες ανάμεσα από τις χαραμάδες των παραθύρων τις λάμψεις και άκουγες το ρυθμικό υπόκωφο ήχο. Στην κεντρική αίθουσα έπαιζε μία μπάντα ρομά. Άνθρωποι στροβιλίζονταν στην πίστα κινούμενοι με τα καροτσάκια τους. Χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, άλλοι με επιδέσμους γύρω από την κεφαλή τους, άλλοι, πιο ανήμποροι, παρακολουθούσαν ακίνητοι από τις θέσεις τους. Είδα ένα ψηλό παιδί, κατάξανθο με γαλάζια μάτια να χαμογελά, αλλά το χαμόγελό του είχε κάτι το παράξενο. Ήταν μόνιμα χαραγμένο στο πρόσωπό του. Γύρισε κάπως και αντελήφθην πως το άλλο μισό κρανίο του ήταν ξυρισμένο. Εγώ νόμιζα πως ήταν ξυρισμένο. Ρώτησα τη χοντρή πενηντάρα. «Αναρρώνει» μου απάντησε. «Του βάλαμε ένα πλαστικό καύκαλο. Το κεφάλι του ήταν διαλυμένο». Του έδωσα το όνομα «Άγγελος». Με επισκέπτεται και αυτός τακτικά, μου χαμογελά και εξαφανίζεται. Αμέσως ξυπνώ λαχανιασμένος.

Οι νεκροί δεν έχουν μέλλον, δεν ονειρεύονται και μετά από λίγο δεν έχουν καν όνομα. Άντε να καταγράφονται σε κάποια λίστα ενός γραφειοκράτη για τα αρχεία. Άλλωστε οι πολλοί θυμούνται πάντα τον πρώτο, άντε το δεύτερο και τον τρίτο νεκρό. Μετά χάνουν το λογαριασμό. Θυμάμαι, μετά το μακελειό σε εκείνο το γάμο, στην ταβέρνα της παλιάς πόλης όλοι μιλούσαμε για... «δεκάδες νεκρούς». Έτσι, ανώνυμα. Μετά την έκρηξη στη μικρή πλατεία, έξω από το φούρνο, αρχίσαμε να μετράμε… «εκατοντάδες νεκρούς». Έτσι ανώνυμα και πάλι.

Στον πόλεμο, τον εμφύλιο ιδιαίτερα, σκοτώνεις και σε σκοτώνουν οι φίλοι σου, οι συνομιλητές σου, οι γείτονές σου, ακόμη και ο γαμπρός σου, ο θείος σου. Στον εμφύλιο σκοτώνεις γιατί μισείς τον «άλλον» που πιστεύει ότι διακατέχεται από την «αλήθεια» στο όνομα «μιας ιδέας». Μόνο που οι νεκροί μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους, οι ηλικίες τους, τα μάτια τους, το δέρμα τους είναι τόσο όμοια με εκείνα των άλλων νεκρών.

Η τηλεόραση γάβγιζε, μάλλον ο παρουσιαστής γάβγιζε, ψελλίζοντας ρυθμικά τη λέξη «προβοκάτσια». Λέξη διεθνής που σε κάνει να τρέμεις. Πάντα υπάρχει μια προβοκάτσια, κάποια συνωμοσία, κάποια πλεκτάνη. Πάντα υπάρχουν κάποιες ανώνυμες σκιές που ρυθμίζουν τις τύχες των ανθρώπων, λες και η Ιστορία γράφεται από αερικά και φαντάσματα. Ποτέ δεν συνάντησα αυτούς τους συνωμότες, αν και, πιστέψτε με, τους έψαξα πολύ και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντίθετα, συνάντησα χαλασμένους ανθρώπους με ονοματεπώνυμο, με σάρκα, κόκαλα και αίμα στις φλέβες τους. Μίλησα με ανθρώπους μεθυσμένους από μίσος, πεινασμένους για εκδίκηση, διψασμένους να αποκτήσουν ένα ρόλο. Ο πόλεμος, ο εμφύλιος πόλεμος, η βία, προσφέρει ρόλο στους ασήμαντους, τους μικρούς, που δεν τους ήξερε ούτε η μάνα τους. Συνάντησα ανθρώπους κενούς που τους γέμιζε η αγριοσύνη, στο όνομα της πατρίδας, τους «Έθνους», του «Δικαίου». Αν υπάρχουν συνωμότες, τότε μπορούν εκ του ασφαλούς να καγχάζουν. Δεν χρειάζεται να κοπιάσουν. Υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που προσφέρονται για να αποκτήσουν σημασία και ρόλο, να πατήσουν τη σκανδάλη ενός «Zastava», όπως τότε, ή να καρφώσουν ένα μαχαίρι, όπως τότε.

Οι νεκροί μοιάζουν τόσο μεταξύ τους. Σαν σταγόνες της ίδιας βροχής. Έκανα το λάθος τότε να μην ακούσω τον οδηγό μου. Τράβηξα το δεξιό καλντερίμι με τα πτώματα των γουρουνιών να κείτονται στα ρείθρα. Με είχε προειδοποιήσει ο δόλιος. Πάτησα ένα σωρό από λάσπη και άκουσα έναν υπόκωφο θόρυβο. Κοίταξα κάτω και είδα ένα σωρό από σάρκες και κόκαλα. Ακούμπησα σε έναν τοίχο και ξέρασα τα σωθικά μου. Την επομένη γύρισα σπίτι. Είχε χιονίσει. Στην καγκελόπορτα στάθηκα, έβγαλα τις μπότες και τις κάλτσες, απίθωσα το πανωφόρι μου, έβγαλα το παντελόνι και το πουκάμισο. Άνοιξα την πόρτα και είπα στη γυναίκα μου να τα κάψει. Από τότε η μυρουδιά αυτή με επισκέπτεται συχνά και ξυπνώ πάντα λαχανιασμένος. Οι νεκροί μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Κερατσίνι, Νέο Ηράκλειο. Τι σημασία έχει; Έχουν την ίδια κέρινη υφή, την ίδια οσμή. Μετά από λίγο δεν έχουν καν όνομα. Είναι αριθμοί στα αρχεία κάποιου γραφειοκράτη

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Διπλωματικοί «διάλογοι» και εθνική αλαλία
Διπλωματικοί «διάλογοι» και εθνική αλαλία

«Οι Έλληνες άκουσαν τρία διαφορετικά πράγματα από τρεις ηγέτες χωρών της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Εκείνο που δεν άκουσαν ήταν κάποια ουσιαστική απάντηση της χώρας μας»

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.