Πολιτικη & Οικονομια

Γαλλικές προεδρικές εκλογές και τα ατού της Μαρίν Λε Πεν

Δεν χρειάζεται να κάνει προεκλογική εκστρατεία· κάνουν οι άλλοι για χάρη της.

Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν το μεγαλύτερο ατού του Ντόναλντ Τραμπ ήταν η Χίλαρι Κλίντον ― το ότι οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να προτείνουν πιο αξιόπιστο υποψήφιο ― το μεγαλύτερο ατού της Μαρίν Λε Πεν είναι όλοι οι υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές της 23ης Απριλίου. Η επικεφαλής του πρώην Εθνικού Μετώπου και νυν «Συσπείρωσης Bleu Marine» δεν χρειάζεται να κάνει προεκλογική εκστρατεία· κάνουν οι άλλοι για χάρη της.

Όλα την ευνοούν: βία στα παρισινά προάστια, τρομοκρατικές απειλές, ανεμπόδιστος εξισλαμισμός, στροφή του εκλογικού σώματος προς τον προστατευτισμό και τον αντιευρωπαϊσμό· Brexit και Τραμπ. Το Εθνικό Μέτωπο, η Συσπείρωση Bleu Marine, η ίδια η Μαρίν είναι πλάσματα της γαλλικής πολιτικής τυφλότητας: ο ιδεαλισμός, η by default γαλλική ιδεολογία, είναι η πρωταρχική αιτία της τερατογονίας. Πώς ένα κόμμα που μέχρι πρότινος εμφανιζόταν μ’ ένα μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια έγινε το καταφύγιο των λαϊκών μαζών; Πώς η Μαρίν Λε Πεν, της γνωστής αντιπαθούς οικογενείας που ζούσε στο Κάστρο Μοντρτού, έφτασε να εκπροσωπεί τους φτωχούς; Πώς ένας Τραμπ (μείον την παλαβομάρα) διεκδικεί την προεδρία στο κέντρο της Ευρώπης;

Το πρώτο σφάλμα των προεδρικών υποψηφίων είναι, πέραν των δικών τους αδυναμιών ― θα έρθουμε και σ’ αυτό ― το ότι αντιμετωπίζουν τη Μαρίν Λε Πεν ως κόρη του φασιστοειδούς Ζαν-Μαρί, όχι ως μια υποψήφια που παρουσιάζει ένα ανεδαφικό και ελαφρώς ασυνάρτητο πρόγραμμα. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, η Συσπείρωση Bleu Marine έχει κινηθεί προς το mainstream ― όμως, τόσο τα μέσα ενημέρωσης όσο και η γαλλική αριστερά επιμένουν να την περιγράφουν ως ακροδεξιό κόμμα καθιστώντας έτσι τη Λε Πεν «αντισυστημική» και «θύμα». Και προσδίδοντάς της μια ελκυστικότητα που δεν είναι δική της. Με το να την κατηγορούν για εθνική προδοσία (ανασύροντας αμφίσημες δηλώσεις του πατέρα της περί του καθεστώτος του Βισύ) δημιουργούν μια πρόδηλη αντίφαση: στα μάτια των ψηφοφόρων, το πρόγραμμα της Μαρίν Λε Πεν ― οικονομικός προστατευτισμός, επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, ενίσχυση της γαλλικής ταυτότητας, αντιγερμανικό αίσθημα ― είναι το ακριβώς αντίθετο: «γκολικό», άρα πατριωτικό· «υπερήφανο»· με αποχρώσεις του βασιλιά Χλωδοβίκου και της Ζαν ντ’Αρκ.

Ίσως οι ψηφοφόροι δεν κατανοούν ότι σήμερα η πολιτική του Ντε Γκολ είναι μη εφαρμόσιμη, ότι ανήκει σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Αλλά τα μέσα ενημέρωσης και τα αριστερά κόμματα φαίνονται απρόθυμα να τους το εξηγήσουν· και ανήμπορα να αποκαλύψουν το κενό πίσω από τις γενικές και αόριστες επιθέσεις της Λε Πεν στην παγκοσμιοποίηση και στο μεγάλο κεφάλαιο. Η αιτία αυτής της ανικανότητας είναι ότι μοιράζονται τις ίδιες ιδέες με τη Λε Πεν ― εκτός από την ιδέα της περί Ισλάμ, στην οποία, εξάλλου, έχει απόλυτο δίκιο.

Και σαν μην έφταναν όλα αυτά, η πρόσφατη αποκάλυψη των ατασθαλιών του Φρανσουά Φιγιόν επισκίασε τις ατασθαλίες της Μαρίν Λε Πεν στο Ευρωκοινοβούλιο. Τον Φιγιόν τον κάνουν πολύ μικρά κομματάκια· τη Λε Πεν όχι ― αποδίδω αυτή τη διαφορετική μεταχείριση στο ότι οι ψηφοφόροι της Λε Πεν βρίσκουν χαριτωμένο να κλέβει κανείς το Ευρωκοινοβούλιο εφόσον έχουν πεισθεί πως ευθύνεται για τα δεινά τους.

Ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει τη Μαρίν Λε Πεν είναι τα εθνικά χαρακτηριστικά των Γάλλων: έχουν την τάση να τα κάνουν όλα λίμπα· είναι ελαφρόμυαλοι και ασυνεπείς, ρέπουν σε υπερβολές και ιερεμιάδες. Σήμερα, τα θεμελιώδη προβλήματα στη Γαλλία είναι, συνοπτικά, τα εξής: το πρώτο, όπως επαναλαμβάνω συχνά εις ώτα μη ακουόντων, είναι ο εξισλαμισμός· το δεύτερο είναι το δημοσιονομικό και το εμπορικό έλλειμμα· το τρίτο είναι η ανεργία (που συνδέεται με το έλλειμμα: οι άνεργοι επιβαρύνουν το κοινωνικό κράτος). Χρειάζεται αμείλικτη πολιτική εναντίον του Ισλάμ, έξυπνη και διαχείριση και οργάνωση της οικονομίας, διευκόλυνση των ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων ― κοντολογίς, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις· η επανάσταση μπορεί να αναβληθεί προς το παρόν. Η Μαρίν Λε Πεν (όπως και η ριζοσπαστική αριστερά) ζωγραφίζουν μια εικόνα της Γαλλίας λες και πρόκειται για το Καμερούν: κάνουν λόγο για εξαθλίωση, για κοινωνική αποδιοργάνωση, για κατάρρευση ― τέτοιες σκοτεινές φαντασιώσεις μεταδίδουν αίσθημα ηττοπάθειας και φόβο Συντέλειας σε ολόκληρη τη γαλλική κοινωνία. Οι Γάλλοι έχουν πιστέψει ότι είναι βαθιά δυστυχισμένοι επειδή απειλούνται με αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης. Και, όπως είπα, είναι έτοιμοι να τα κάνουν όλα λίμπα. Η Μαρίν Λε Πεν τρέφεται από αυτόν τον φόβο της Συντέλειας κι από τις καταθλιπτικές τάσεις των ψηφοφόρων: ας μην ξεχνάμε ότι οι Γάλλοι, μολονότι έχουν δημιουργήσει μια από τις καλύτερες κοινωνίες στον κόσμο, παίρνουν αντικαταθλιπτικά με τις χούφτες και πηδάνε από τα παράθυρα δι’ ασήμαντον αφορμήν.

Κυρίως, η Λε Πεν τρέφεται από τις λύσεις που προτείνουν οι άλλοι υποψήφιοι έναντι αυτών των φαινομένων. Για παράδειγμα, τι προτείνει ο Σοσιαλιστής υποψήφιος Μπενουά Αμόν (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, είναι γλυκός κι αξιαγάπητος, ενώ η Λε Πεν δεν είναι); Προτείνει να μοιράσουμε λεφτά! Μολονότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού ανέρχεται σήμερα στα 56,5 δις, υπόσχεται καινούργια επιδόματα: θα τα πληρώσουν οι Γερμανοί... Πράγμα που μου θυμίζει ότι στη ναπολιτάνικη διάλεκτο, η λέξη «εργάζομαι» είναι, αντί για “lavorare”, “faticare” («δυσκολεύομαι», «κουράζομαι»): εμείς οι Μεσογειακοί δεν θέλουμε να κουραζόμαστε· πρέπει να βρέχει επιδόματα. Κάτι παρόμοιο προτείνει ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν από τη Ριζοσπαστική αριστερά (κι αυτός συμπαθής με τον τρόπο του: έχει, ας πούμε, την allure του παλιού τροτσκιστή· δεν σηκώνει σαχλαμάρες), ο οποίος, επιζητεί «μια διαφορετική Ευρώπη» ομολογώντας ότι το πρόγραμμά του δεν ταιριάζει με τις ευρωπαϊκές συμφωνίες. Αν διαβάσει κανείς το συγκεκριμένο πρόγραμμα (χρειάζεται αυταπάρνηση για να το διαβάσει) θα συμπεράνει ότι έχει πλείστα κοινά σημεία με εκείνο της Μαρίν Λε Πεν ― αλλά, φυσικά, ο Μελανσόν δεν το παραδέχεται· χαρακτηρίζει «λαϊκιστικό» το πρόγραμμα της Λε Πεν, «επαναστατικό» το δικό του. (Προσθέτω ότι ο Μελανσόν εισηγείται εργάσιμη εβδομάδα 32 ωρών: Μάσες, ξάπλες, φούμες!).

Το πιο δυνατό χαρτί της Λε Πεν παραμένει η θέση της περί πολιτιστικής ηγεμονίας της αριστεράς. Και σ’ αυτό έχει δίκιο, αλλά όχι απόλυτο δίκιο. Έχει δίκιο ως προς τη διαπίστωση ― στη Γαλλία επικρατεί η μοναδική, η «ενιαία» σκέψη, τουτέστιν η αστυνόμευση της σκέψης ― όμως υπάρχουν βάσιμες υποψίες ότι επιθυμεί την αστυνόμευση της σκέψης από την αντίθετη πλευρά. Πολλοί Γάλλοι έχουν αγανακτήσει από την πολιτιστική ηγεμονία της αριστεράς και της πολιτικής ορθότητας που διαποτίζει την παιδεία και τον δημόσιο λόγο υπονομεύοντας τη λογική και τη δημοκρατία. Κανείς από τους υποψηφίους δεν τολμάει να της επιτεθεί ― τον Φρανσουά Φιγιόν, που κάτι ψέλλιζε, τον έφαγε το μαύρο φίδι.    

Μια τελευταία σημείωση γι’ αυτό το φίδι. Η εφημερίδα Canard enchaîné, σε μια έξαρση ερευνητικής δημοσιογραφίας και ατρόμητου muckraking, έβγαλε στη φόρα την αργομισθία της χαμηλοβλεπούσας Πενελόπ Φιγιόν και των τέκνων Φιγιόν λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές. Ενώ η αργομισθία χρονολογείται από την περασμένη δεκαετία ― τι έκαναν οι muckrakers τόσο χρόνια; ― η Canard ενήργησε έτσι ώστε να ωφελήσει τη Μαρίν Λε Πεν. Συγχατηρήρια.

Πολλά μπορούν να συμβούν μέχρι το τέλος Απριλίου. «Η κρίση,» έγραφε ο Γκράμσι, «είναι το διάστημα ανάμεσα στον θάνατο του παλιού και στη γέννηση του καινούργιου, κατά το οποίο παρατηρούνται ποικίλα νοσηρά φαινόμενα.» Και νοσηρά πρόσωπα.