Πολιτικη & Οικονομια

Ούτε Τσώρτσιλ, ούτε Θάτσερ

114805-649607.jpg
Νίκος Ταχιάος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
21869-53144.jpg

Περίμενα ότι θα το αντιμετωπίσω και το καταλαβαίνω. Πολλοί λένε «έχει τις πιο σωστές θέσεις, αλλά είναι η Ντόρα». Οι άνθρωποι σήμερα λειτουργούν με το συναίσθημα και δεν έχουν καμία όρεξη να καθίσουν να σκεφτούν ότι η Ντόρα δεν ήταν το κεντρικό πρόσωπο της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι τον περισσότερο καιρό ήταν μέσα σε ένα αεροπλάνο, ότι δεν ήταν καν παρούσα την περίοδο που σχεδιάστηκε και εγκαινιάστηκε η περίφημη «ήπια προσαρμογή» και ότι η εικόνα των δημοσιονομικών που η ίδια είχε εξαντλούνταν σε ό,τι σέρβιρε ο Αλογοσκούφης. Σου λένε, η Ντόρα αντιπροσωπεύει ό,τι ορίζουμε ως πολιτικό σύστημα: Είναι πολλά χρόνια στο προσκήνιο, είναι κόρη πρωθυπουργού, είναι ευκατάστατη.

Ωραία, ε και; Και τι από αυτά μπορεί να αλλάξει; Το μόνο που μπορεί να αλλάξει –και το κάνει με συνέπεια δύο χρόνια, τώρα- είναι να εξωτερικεύσει αυθεντικά τον εαυτό της, να λέει και να πράττει αυτό που πραγματικά πιστεύει, να αφήσει ακόμη και το τσαλακωμένο της εγώ να διαφανεί κι ας χαίρονται οι πολλοί άσπονδοι φίλοι. Βεβαίως, είμαι σίγουρος πως αν έκανε το ίδιο στο παρελθόν, οι νεοδημοκράτες θα ήταν έξαλλοι και το ήξερε και η ίδια αυτό. Γι αυτό και αποφάσισε να μείνει πάνω στο κύμα και να το αφήσει να την πάει, αλλά και πάλι είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Της χρέωσαν τα πιο παράλογα και ανεδαφικά πράγματα. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, μαλώνω με μία καλή μου φίλη που επιμένει ότι η Ντόρα, ως υπουργός, τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια του Καραμανλή. Δεν έχει ούτε ένα περιστατικό να μου αναφέρει.

Έχω μία θεωρία: Είμαι βέβαιος ότι κατά βάθος ένα μεγάλο τμήμα όσων την αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή εχθρότητα επηρεάζονται από το γεγονός ότι είναι γυναίκα. Κακά τα ψέματα, είναι πολλοί αυτοί -ακόμη και στην Ελλάδα του 21ου αιώνα- που σε κάθε γυναίκα φιλόδοξη, κινητική, ευφυή βλέπουν την Κρουέλλα ντε Βιλ. Και αυτή η αντίληψη λειτουργεί υποδόρια σε πολλές κοινωνικές ομάδες και σε διαφορετικές ηλικίες.

Με όλα αυτά υπ’ όψιν, ήμουν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της συνεργασίας με τη Δράση του Στέφανου Μάνου. Η σκέψη ήταν απλή: Εμείς διαθέτουμε μεγαλύτερη οργανωτική πληρότητα και τη διεισδυτικότητα της Ντόρας σε διάφορες πληθυσμιακές ομάδες και κυρίως σε ευρύτερες κοινωνικές τάξεις, ο Μάνος μπορούσε να προσθέσει την εικόνα ενός άφθαρτου πολιτικού, εφόσον μετά από τη σχετικά βραχεία παραμονή εκτός ενεργού πολιτικής, στη μνήμη απέμεινε μόνο ο μύθος, που ο ίδιος συντήρησε, ενώ συγχρόνως θα κερδίζαμε τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του και κάποια πολύ ενδιαφέροντα πρόσωπα που πιστεύουν σε αυτόν. Σήμερα, έχω αλλάξει άποψη. Οι λόγοι είναι οι εξής:

Επώνυμα στελέχη της Δράσης έχουν υιοθετήσει έναν μεσσιανικό λόγο που ξεκινάει από τον άμετρο καθαγιασμό του προέδρου του κόμματός τους, τόσο αφελή και πρωτόγονο που ανάλογό του βρίσκεις μόνο στην περίοδο της πολιτιστικής επανάστασης του Μάο ή της σταλινικής προσωπολατρίας. Γενικά, βρίσκω όλη αυτήν την κουβέντα για ηγέτες και ηγεσίες παρωχημένη και αποπροσανατολιστική και επιπλέον ξένη προς το ύφος όσων υποστηρίζουν την ανάγκη δομικών μεταρρυθμίσεων. Τελικά, απωθητική. Θυμίζει περισσότερο Καρατζαφέρη.

Είναι όμως μία φιλολογία εξαιρετικά δημοφιλής σε όσους συνομολογούν ή αποδέχονται αδιαμαρτύρητα το μύθο της ισοπέδωσης των ιδεολογιών, αιφνιδίως εξίσου αγαπητή με την πρόταξη της «κοινής λογικής» ως πολιτικής άποψης. Μόνο που η «κοινή λογική» είναι όπως η αλήθεια. Ποτέ μονοσήμαντη. Μπορεί να δικαιολογεί κάποιες συγκλίσεις, αλλά στερείται υποβάθρου. Με απλά λόγια, προτιμώ αυτόν που δεν κρύβει ότι είναι φιλελεύθερος, δίνοντας αφετηρία και στίγμα πολιτικής κι ας δυσκολεύεται κάποιος που δηλώνει αριστερός να του κοντέψει κι ας τον αντιμετωπίζουν, όπως τους κομμουνιστές στο παρελθόν. Όπως και να το κάνουμε ο Hayek δεν έχασε ποτέ την αξία του, ακόμη κι όταν τον ερμηνεύει ένας αντίθετός του, όπως ο Βαρουφάκης.

Αλλά ακόμη και ο αυτοπροσδιορισμός «φιλελεύθερος», θέλει το ξεκαθάρισμά του. Πρέπει να είναι σαφές που οδηγεί. Για παράδειγμα, ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος, πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, κόμματος που συνεργάζεται εκλογικά με τη Δράση μοιάζει –αν παραλείψω τον απρόκλητο σχολιασμό των σεξουαλικών προτιμήσεων της γλωσσοκοπάνας βουλευτίνας του Κ.Κ.Ε.- να ενδιαφέρεται περισσότερο για την επιδερμική άποψη που θέλει έναν φιλελεύθερο να αντιμετωπίζει τα δικαιώματα των μειονοτήτων, εθνικών ή κοινωνικών, με μοναδικό γνώμονα τη φορμαλιστική ερμηνεία του όρου ατομικά δικαιώματα.

Δεν είναι μόνο ότι διαφωνώ με αυτήν την οπτική, πιστεύοντας ότι ο αυτοπροσδιορισμός κάποιου ως φιλελεύθερου δεν οδηγεί νομοτελειακά στην αποδοχή της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, έναντι του εθνικού κράτους, ώστε να θεωρεί –ας πούμε- τα σύνορα ανοιχτά στους μετανάστες.

Σκέπτομαι και πολύ πονηρά. Τι θα συνέβαινε άραγε, εάν ο Βαλλιανάτος στα πλαίσια μίας υποθετικής εκλογικής συνεργασίας με τη Δημοκρατική Συμμαχία δήλωνε ότι η Ελλάς πρέπει να αποδεχθεί την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», όπως έκανε τις προάλλες; Φαντάζομαι πως ούτε η προφανής επικοινωνιακή ασυλία που προσφέρεται στο Μάνο θα διέσωζε τη Ντόρα από μία σπέκουλα, που θα την καταρράκωνε μέχρι τις εκλογές.

Και άιντε μετά, ένας υποψήφιος όπως εγώ, που ποτέ δεν έθεσα στην κεφαλίδα των δημοσίων τοποθετήσεων μου το μακεδονικό να εξηγώ ότι ως φιλελεύθερος άνθρωπος θέλω να διαφυλάξω το δικαίωμά μου στο γεγονός ότι είμαι V.S.O.P. Μακεδών, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέχω σε αφελείς ερωτήσεις για το αν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν Σλάβος ή δεν ξέρω τι άλλο και χωρίς να νοιώθω ότι πρέπει να σκυλοβρίζομαι με τους γείτονες για τη γεωγραφική καταγωγή που μοιραζόμαστε.

Τελικά, ένα κόμμα δεν είναι απλή υπόθεση. Κυρίως, δεν είναι παρέα. Όταν πρωτοξεκινήσαμε τη Δημοκρατική Συμμαχία πίστεψα ότι αυτό που θα έβγαινε στην επιφάνεια θα ήταν η φιλελεύθερη ταυτότητα μίας γενιάς «πολιτικών ζώων» που είχε αποστασιοποιηθεί ψυχικά από τη Νέα Δημοκρατία. Έκανα λάθος. Περάσαμε από πολλά κύματα. Η ίδια η Ντόρα χρειάστηκε να αναμετρηθεί με ανθρώπους, των οποίων η οπτική άρχιζε και τελείωνε στην προσήλωση προς το πρόσωπό της, ανθρώπους που πίστευαν ότι την προστάτευαν με το να την αποθαρρύνουν να πει δυσάρεστα πράγματα. Τελικά, πέρασε το δικό της. Και σήμερα, επικεφαλής του ψηφοδελτίου της Δημοκρατικής Συμμαχίας είναι ο ιδεολογικός μέντωρ των Ελλήνων φιλελευθέρων, ο καθηγητής Γιώργος Μπήτρος.

Αλλά, αυτές οι συγκρούσεις είναι που ωριμάζουν ένα κόμμα και το κάνουν να εμβαθύνει τη σχέση του με τους πολίτες και την κοινωνία. Άνθρωποι που ήρθαν πρώτοι έφυγαν και άλλοι που παρακολουθούσαν διστακτικά έσπευσαν. Σε όλη την Ελλάδα. Θα μπορούσε και η Δημοκρατική Συμμαχία να ακολουθήσει την εύκολη λύση και να εμφανίσει και αυτή μία προσχηματική πληρότητα των ψηφοδελτίων της. Κάποιος θα έβαζε τη σύζυγό του σε έναν νομό κι ένας άλλος τον αδελφό του σε έναν άλλον.

Ένα κόμμα όμως υπάρχει για να επιτυγχάνει, όχι για να ναρκισσεύεται, πότε ως μία κουστωδία προφήτη και πότε ως μία σύναξη αποστόλων. Και μάλιστα, να το κάνει στο αποστειρωμένο περιβάλλον των καλών γειτονιών δύο αστικών κέντρων.

Τελικά, ο Μάνος με τη δυσθυμία του να συνεργαστεί με τη Ντόρα μας έκανε καλό, ό,τι κι αν έχει στο βάθος του μυαλού του και πιθανόν να μην ομολογεί ούτε στον εαυτό του. Τουλάχιστον, δεν παίζουμε το παιχνίδι ο Τσώρτσιλ και η λαίδη Θάτσερ. Η Ντόρα είναι απλώς ο εαυτός της. Κι όπως νομίζω ότι αυτό κάνει καλό στο δημόσιο λόγο της, άλλο τόσο βρίσκω ότι πληθαίνουν οι πολίτες που πείθονται από τον απελευθερωμένο εαυτό της.


*Ο Νίκος Ταχιάος είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Συμμαχίας από την ίδρυσή της και υποψήφιος βουλευτής στην Α’ Θεσσαλονίκης

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ