Πολιτικη & Οικονομια

Η αναζήτηση μιας νέας συλλογικότητας

27013-107852.jpg
Θεόδωρος Σκυλακάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
18997-47528.jpg

Στα σχεδόν σαράντα χρόνια που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση η ελληνική κοινωνία στράφηκε ως κοινωνία σε αξίες έντονα συλλογικές και σταδιακά απέκτησε την εξωτερική εμφάνιση μιας χώρας του ευρωπαϊκού βορρά. Διαδοχικά «κατέκτησε» υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στο εισόδημα και τον πλούτο, «δωρεάν» κοινωνικές παροχές υγείας και παιδείας, ισχυρά κατοχυρωμένα συλλογικά δικαιώματα της μισθωτής εργασίας, προστασία συγκεκριμένων επαγγελμάτων (μηχανικοί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι, κάτοχοι αδειών φορτηγών, ταξί κ.λπ.), που δικαιολογείτο γιατί το προστατευόμενο επάγγελμα προσέφερε -θεωρητικώς τουλάχιστον- αντίστοιχα κοινωνικά αγαθά.

Από πολύ νωρίς κατέστη όμως σαφές ότι οι συλλογικές αυτές αξίες ήταν στην πραγματικότητα λεοντές, καθώς η κοινωνική οργάνωση που στην πράξη εφαρμοζόταν, κάθε άλλο παρά εδράζονταν στις συλλογικές αξίες που υποκριτικά διατυμπάνιζαν οι υποστηρικτές του νέου κατεστημένου που σταδιακά δημιουργήθηκε. Αντίθετα πίσω από το προπέτασμα που δημιουργούσαν οι -κατ’ επίφαση- συλλογικές αξίες αναπτυσσόταν ένας ακραίος και βουλιμικός ατομισμός, που απλώθηκε ως ασθένεια σ’ όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Οι «δωρεάν» κοινωνικές παροχές, δεν ήταν δωρεάν αφού ακυρώνονταν στην πράξη από την κακή ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών σε συνδυασμό με το φακελάκι στα νοσοκομεία και την αμείλικτη κοινωνική πίεση για ιδιαίτερα και φροντιστήρια. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές δεν ήταν υψηλοί παρά μόνο για μια μικρή μειοψηφία μισθωτών με υψηλές αμοιβές και για μια μικρή μερίδα άλλων φορολογουμένων με υψηλά εισοδήματα, που συνειδητά απέφευγαν να κάμνουν φοροδιαφυγή. Αντίθετα για μεγάλες άλλες κατηγορίες (επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες που φοροδιέφευγαν λαδώνοντας, δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν υποκύψει στη διαφθορά, εισοδηματίες που απέκρυπταν ενοίκια, δεκάδες χιλιάδες ψευδοανάπηροι που χρησιμοποιούσαν την ψευδοαναπηρία για να εξασφαλίζουν φοροαπαλλαγές κ.λπ.), ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής ήταν πολύ χαμηλότερος ή/και μηδενικός.

Το ίδιο υποκριτικά ήταν και τα υποτιθέμενα δικαιώματα της μισθωτής εργασίας καθώς, εκτός του υπερπροστατευομένου τομέα της οικονομίας (δημόσιο, ΔΕΚΟ, τράπεζες), η μισθωτή εργασία κάθε άλλο παρά απολάμβανε υψηλά εργασιακά δικαιώματα. Ο μισθωτός στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είχε πολύ χειρότερα συνταξιοδοτικά δικαιώματα από τον εργαζόμενο στον προστατευμένο τομέα της οικονομίας, δεν απολάμβανε συνδικαλιστικής προστασίας γιατί στις περισσότερες επιχειρήσεις δεν υπήρχαν συνδικάτα και οι μισθοί του αυξάνονταν πολύ λιγότερο από 50-300% πιο αργά σε σχέση με τον υπερπροστατευμένο τομέα της οικονομίας. Τέλος το 1/3 περίπου των εργαζομένων, κυρίως στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αλλά και στον αγροτικό τομέα, βρισκόταν ως επί το πλείστον εκτός νομιμότητας, ανασφάλιστο, χωρίς ιατροφαμακευτική περίθαλψη, χωρίς κανένα συνδικαλιστικό ή άλλο δικαίωμα.

Αντίστοιχα ήταν τα συμβαίνοντα και σε σχέση με τα «κοινωνικά αγαθά», που προσέφεραν τα προστατευόμενα επαγγέλματα. Το «κοινωνικό αγαθό» της διαφύλαξης της πολεοδομικής νομιμότητας, δεν εμπόδισε το κτίσιμο και την μεταβίβαση άνω του ενός εκατομμυρίου παράνομων ημιυπαίθριων, το κοινωνικό αγαθό της χρηστής διαχείρισης των φαρμάκων δεν εμπόδισε τη χώρα να πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη στην παροχή (και στη συνέχεια κατανάλωση) τεραστίων ποσοτήτων αντιβιοτικών χωρίς ιατρική συνταγή, το κλειστό επάγγελμα του κατόχου αδείας ταξί δεν εμπόδισε την πλειονότητα των οδηγών ταξί να παρέχουν κακής ποιότητας κοινωνικές υπηρεσίες (ιδίως έναντι των τουριστών), να οδηγούν αντικοινωνικά κ.λπ..

Αντίστοιχα και ο υπερπροστατευόμενος δημόσιος τομέας κάθε άλλο παρά διαφύλαττε τις συλλογικές αξίες που θεωρητικά υπηρετούσε. Οι εφοριακοί δεν πρωταγωνίστησαν στην άμεπτη συλλογή φόρων, οι εργαζόμενοι στις πολεοδομίες στην πολεοδομική ευταξία κ.λπ.

Δεν θα επιμείνω εδώ καθόλου στις ευθύνες της κάθε ομάδας και προφανώς και στις ευθύνες, του πολιτικού συστήματος που οριζόντια διαπλέκονταν με όλες τις κοινωνικές ομάδες και αντάμειβε μέσω των πελατειακών σχέσεων κάθε είδους αντικοινωνική συμπεριφορά. Αυτές έχουν άλλωστε εκτεταμένα συζητηθεί. Ο στόχος του συγκεκριμένου κειμένου, του πρώτου μιας πολύ δύσκολης καινούριας χρονιάς που ξεκινάει, είναι διαφορετικός. Ισχυρίζομαι εδώ ότι θα ήταν μέγα και εγκληματικό λάθος αν η αποτυχία της ψευδεπίγραφης συλλογικότητας οδηγούσε στην επικράτηση του ακραίου ατομισμού ο οποίος υπέβοσκε όλα αυτά τα χρόνια μερικά εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του «ελληνικού μοντέλου».

Το λέω αυτό γιατί ο πειρασμός είναι μεγάλος, η κινητήρια δύναμη της οργής που σπρώχνει προς τις ατομικές διεξόδους ισχυρότατη και ο κίνδυνος της κοινωνικής αποσύνθεσης που θα ακολουθήσει τρομακτικός.

Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, το πρόβλημά μας σήμερα δεν είναι κατά τη γνώμη μου πρωτίστως οικονομικό, αν και οι πραγματικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε είναι τεράστιες. Είναι κυρίως πρόβλημα κοινωνικής οργάνωσης και πολιτικής εκπροσώπησης, που πολλαπλασιάζει και μεγεθύνει τα πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα, προσθέτοντας στις αντικειμενικές δυσκολίες μια καταλυτική αβεβαιότητα για τις κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις, που παραλύει την οικονομία και καθιστά μη εφαρμόσιμη οποιαδήποτε οικονομική πολιτική.

Η Ελλάδα αντικειμενικά δεν είναι χώρα καταδικασμένη. Έχει υποδομές (δρόμοι, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, κατοικίες, γραφεία, νοσοκομειακές υποδομές κ.λπ.), σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας. Έχει έναν ικανό πληθυσμό, καλά μορφωμένο, χάρις κυρίως τις θυσίες των ελλήνων γονέων για τα παιδιά τους και -ιδίως στον ιδιωτικό τομέα- ιδιαίτερα εργατικό. Εξακολουθεί να συμμετέχει στις ισχυρότερες διεθνείς συμμαχίες και να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματά τους.

Το σημαντικότερο, οι πολίτες της δεν έχουν άγνοια (όπως συμβαίνει σε χώρες χαμηλότερου επιπέδου κοινωνικής ανάπτυξης), των αξιών ενός σύγχρονου κράτους δικαίου. Αντίθετα ασπάζονται ένα σύστημα ιδεατών κοινωνικών κανόνων δυτικής χώρας, το οποίο όμως έχει σταδιακά τόσο απομακρυνθεί από τους πραγματικούς κοινωνικούς κανόνες που ακολουθούν στην καθημερινότητά τους, ιδίως στη σχέση τους με το κράτος, ώστε η επικρατούσα κοινωνική συμπεριφορά σε πολλούς τομείς (π.χ. φορολογική και πολεοδομική συμπεριφορά, διαφθορά, διαχείριση απορριμμάτων κ.λπ.), να προσομοιάζει με αυτή τριτοκοσμικής χώρας [1].

Για να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα που έχουμε στα επόμενα χρόνια και να οικοδομήσουμε και πάλι μια οικονομία που να παράγει και να αναπτύσσεται πρέπει να αποφύγουμε κατ’ αρχήν την οικονομική καταστροφή που συνεπάγεται η ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, που θα κριθεί σε πρώτη φάση μέσα στο επόμενο τρίμηνο, λαμβάνοντας όσες και όποιες αποφάσεις είναι αναγκαίες.

Στη συνέχεια πρέπει να υιοθετήσουμε ή να οικοδομήσουμε ταχύτατα καθημερινές κοινωνικές συμπεριφορές και αντίστοιχους κοινωνικούς θεσμούς και σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης, που να ανταποκρίνονται στις αξίες στις οποίες πράγματι πιστεύουμε και όχι σ’ αυτές με τις οποίες η ελληνική κοινωνία σταδιακά συμβιβάστηκε ή εντός των οποίων παγιδεύτηκε τις τελευταίες δεκαετίες.

Η βάση της νέας συλλογικότητας που πρέπει να οικοδομήσουμε είναι απλή. Δεν απαιτεί καμία ιδιαίτερη φαντασία. Είναι ένα κράτος δικαίου και δικαιοσύνης. Μια νέα συλλογικότητα που δεν θα ανέχεται το ρουσφέτι, τη διαφθορά (μεγάλη και μικρή) και την εκτεταμένη (μεγάλη και μικρή) παρανομία, φοροδιαφυγή κ.λπ. Η μετάβαση στη νέα συλλογικότητα από την κοινωνική παγίδα στην οποία βρισκόμαστε είναι όμως εξαιρετικά δύσκολη.

Το ερώτημα που έθετε ο καθένας ατομικά ήταν ως τώρα καταλυτικό. Ο μέσος πολίτης σκεπτόταν: «η δική μου αλλαγή αν χρειάζεται, ελάχιστα θα επηρεάσει και αν δεν αλλάξουν οι άλλοι (κατά τεκμήριο οι ισχυρότεροι, με πολύ μεγαλύτερες ευθύνες πολιτικοί, μεγαλοεπιχειρηματίες κ.λπ.), απλώς θα είμαι ακόμα περισσότερο το θύμα» (η ακριβής λέξη που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα είναι άλλη).

Δεν υπάρχει σε ατομικό επίπεδο ορθολογική απάντηση στην αντίδραση αυτή. Μόνη ελπίδα είναι οι τεράστιες δυσκολίες και αντιξοότητες που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική κοινωνία να πυροδοτήσουν μια ταχύτατη αλλαγή στην κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά και να διαμορφώσουν αυτή τη νέα συλλογικότητα, που θα οδηγήσει εφόσον επέλθει –το πιστεύω αυτό ακράδαντα- σε ένα καλύτερο μέλλον.

Μια τόσο σύνθετη κοινωνική διεργασία απαιτεί χρόνο. Άγνωστο πόσον. Ενδιαμέσως όσοι έχουν τις ευθύνες -πολιτικές και οικονομικές- πρέπει να κάνουν το παν ώστε να αποφύγουμε την καταστροφή για να έχει το χρόνο η ελληνική κοινωνία να δώσει τη δική απάντηση –από πλευράς πολιτικής εκπροσώπησης και αλλαγής στο εφαρμοσμένο σύστημα αξιών- στην ελληνική κρίση. Καλή χρονιά.

[1] Οι ιδεατές κοινωνικές αξίες τις οποίες ασπάζεται ο μέσος πολίτης έχουν τόσο απομακρυνθεί από την πραγματική καθημερινή κοινωνική συμπεριφορά ώστε η σχέση μεταξύ των δύο να έχει διαρραγεί και να θυμίζει εξαρθρωμένο μέλος, που δεν κατευθύνεται πια από τον «εγκέφαλο».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ