14241-108382.jpg
Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 256
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
17717-38878.jpg

Μας ενδιαφέρουν τα σκάνδαλα; Έχουμε κουραστεί από τα σκάνδαλα; Δημοσκοπήσεις και άρθρα στο δημόσιο διάλογο ισχυρίζονται πως ναι. Δεν είναι περίεργο. Η κοινή γνώμη έχει συνειδητοποιήσει πως η συζήτηση είναι αδιέξοδη. Το σύστημα είναι οργανωμένο έτσι ώστε να μην αποδίδονται ποτέ ευθύνες. Οι πολιτικοί κρίνονται από τη Bουλή και όχι από τη δικαιοσύνη. Στα σκάνδαλα εμπλέκονται πολιτικοί της κυβέρνησης προφανώς, γιατί αυτοί διαχειρίζονται το δημόσιο χρήμα. Στη Bουλή η οποία τους κρίνει, πλειοψηφία έχει η κυβέρνηση. Και αν αλλάξει η κυβέρνηση, στην επόμενη Bουλή τα σκάνδαλα έχουν παραγραφεί. Κάθαρση μ’ αυτό το σύστημα είναι αδύνατη. Έτσι, αυτό που μένει είναι η σκανδαλολογία, η χρησιμοποίηση των σκανδάλων ως προεκλογικό όπλο. Τότε όμως αυτό που μας έχει κουράσει είναι η σκανδαλολογία, όχι οι πραγματικές υποθέσεις.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι τα σκάνδαλα δεν είναι πολιτική, ότι τα σκάνδαλα είναι σκάνδαλα. Ότι πρέπει να ασχοληθούμε με τα πραγματικά προβλήματα. Κάνουν λάθος. Γιατί τα σκάνδαλα είναι τα πραγματικά προβλήματα. Η διαφθορά στην Ελλάδα δεν είναι ατομική. Δεν συζητάμε απλώς για κάποια περίπτωση ενός πολιτικού με ελαστική συνείδηση. Τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν παντού στον κόσμο. Τα σκάνδαλα στη χώρα μας αποκαλύπτουν συνεχώς προβλήματα του πολιτικού συστήματος. Η υπόθεση Παυλίδη αποκαλύπτει τη βιομηχανία υπεξαίρεσης δημόσιου χρήματος με τις επιδοτήσεις στις άγονες γραμμές, που πενταπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια και κατευθύνονται σε εφοπλιστές οι οποίοι, τυχαία, είναι στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Τo σκάνδαλο Βατοπεδίου αποκαλύπτει τη βιομηχανία υπεξαίρεσης δημόσιας γης μέσω αυτονομημένων περιοχών του κράτους όπως η εκκλησία, οι οποίες δεν φορολογούνται, δεν υποβάλλουν ισολογισμούς, δεν έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν τίτλους ιδιοκτησίας, αλλά έχουν offshore, δικηγόρους και συμβολαιογράφους, οι οποίοι, τι σύμπτωση, είναι στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Το σκάνδαλο των ομολόγων αποκαλύπτει την αδιαφανή διαχείριση της περιουσίας των ασφαλιστικών ταμείων από κομματικά στελέχη που είναι διορισμένα στη διοίκησή τους. Η υπόθεση Ζαχόπουλου αποκαλύπτει τη βιομηχανία μεταφοράς δημόσιου χρήματος, μέσω επιδοτήσεων και επιχορηγήσεων, σε αθλητικούς συλλόγους, σωματεία και μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες, σύμπτωση πάλι, ιδρύονται από τους ίδιους, τους κουμπάρους και τις συζύγους τους.

Η διαφθορά στην Ελλάδα είναι συστημική. Και αυτά τα σκάνδαλα είναι πολιτική. Είναι η πολιτική. Είναι η μόνη πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα, η λαφυραγώγηση της δημόσιας περιουσίας.

Αν υπήρχε η θέληση να αντιμετωπιστεί η διαφθορά από το πολιτικό σύστημα, η συζήτηση που θα γινόταν σε κάθε περίπτωση θα ήταν εντελώς διαφορετική. Θα λέγαμε, παραδείγματος χάριν: Θέλουμε να διαχειρίζονται τα λεφτά των ασφαλισμένων κομματικοί υπάλληλοι; Θέλουμε να κάνουν μπίζνες οι μονές; Και το κάθε κόμμα θα πρότεινε τις δικές του λύσεις, ώστε κι εμείς να επιλέξουμε τις καλύτερες. Αυτή η συζήτηση δεν γίνεται ποτέ. Γι’ αυτό τα σκάνδαλα έρχονται και παρέρχονται, χωρίς να λύνεται κανένα πρόβλημα. Αλλάζουν μόνο οι διαχειριστές. Αν προσέξετε τη ρητορική των κομμάτων, δεν υπάρχουν λύσεις, προτάσεις για αλλαγή της κατάστασης, η λύση είναι μόνο η αλλαγή του διαχειριστή. Αυτοί που είναι τώρα θα ήταν τίμιοι γιατί είναι «σεμνοί και ταπεινοί». Οι επόμενοι που θα τους διαδεχθούν θα είναι τίμιοι γιατί έμαθαν από τα λάθη τους και δεν θα βάζουν κουμπάρους αλλά «θα αξιολογούν τους αξιωματούχους έναν-έναν». Και οι άλλοι θα είναι τίμιοι γιατί ως γνωστόν οι αριστεροί είναι ηθικοί εκ γενετής. Και όλοι οι άλλοι άτιμοι. Λέει ο αρχηγός ενός μικρού κόμματος: Οι επιδοτήσεις πρέπει να αναβαθμιστούν, να πηγαίνουν και στα νεανικά σχήματα. Αυτό όμως δεν είναι άλλη πολιτική, είναι η ίδια. Δηλαδή αν ο Ζαχόπουλος επιχορηγούσε τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, ενώ το ΚΚΕ θα επιχορηγούσε τον Βασίλη Λέκκα, δεν είναι διαφορετική πολιτική. Ακόμα κι εγώ αν μοίραζα τα λεφτά και τα έδινα στη Μόνικα, πάλι η ίδια πολιτική θα ήταν. Η πολιτική των επιχορηγήσεων πρέπει να αλλάξει, όχι ο ταμίας.

Αν διαχειριστές των ασφαλιστικών ταμείων είναι κομματικοί υπάλληλοι της κυβερνώσας παράταξης ή κομισάριοι του Κόμματος, ο τρόπος διαχείρισης δεν αλλάζει. Αν η συζήτηση διεξαγόταν με αυτό τον τρόπο, θα διαπιστώναμε ότι επί του συστήματος, στ’ αλήθεια, δεν προτείνονται εναλλακτικές λύσεις. Αν μετά από τόσα χρόνια σκεφτείς όλες αυτές τις υποθέσεις και αναρωτηθείς ποιους διαφορετικούς τρόπους προτείνουν τα κόμματα σε κάθε τέτοιο πρόβλημα, θα δυσκολευτείς να βρεις απάντηση.

Δεν είναι ότι δεν το ξέρουν. Δεν χρειάζεται να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους. Να βρουν αυτοί τις μοναδικές, πρωτότυπες, προοδευτικές λύσεις που θα εφευρεθούν σε τούτη τη μικρή χώρα. Υπάρχει το κοινοτικό κεκτημένο. Όλα αυτά τα προβλήματα έχουν αντιμετωπιστεί στις πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης από τον προηγούμενο αιώνα. Οι πελατειακές σχέσεις, η κλεπτοκρατία, η κομματοκρατία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καλύτερα ή χειρότερα, έχουν αντιμετωπιστεί. Ώστε τώρα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα να μπορούν να μιλάνε για πολιτική διαφθορά συγκεκριμένων πολιτικών και όχι για διαφθορά ολόκληρου του συστήματος. Υπάρχουν λύσεις, υπάρχουν τρόποι πολιτικής αντιμετώπισης. Αυτό όμως σημαίνει μεταρρυθμίσεις. Σημαίνει την εξορισμένη λέξη από το πολιτικό λεξιλόγιο της χώρας, σημαίνει εκσυγχρονισμό. Δεν μπορείς να μιλήσεις για πολιτική σήμερα στην Ελλάδα αν δεν μιλήσεις για εκσυγχρονισμό του πολιτικού συστήματος. Και επειδή αυτό η ελληνική καθυστέρηση δεν το αντέχει, παρακολουθούμε για άλλη μια φορά τη φαρσοκωμωδία των λευκών ψηφοδελτίων, της δικαιοσύνης και της ηθικής που απονέμεται ανάλογα με τις έδρες των κομμάτων στο Κοινοβούλιο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ