Πολιτικη & Οικονομια

«Γκρίνιες» στην πόλη

Η βία, ιδίως όταν καλύπτει την απουσία συγκεκριµένου αιτήµατος, δεν είναι η µαµή της Ιστορίας, αλλά µάλλον η πλαστογράφος της.

114740-648943.jpg
Τάκης Καμπύλης
ΤΕΥΧΟΣ 335
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
12576-28570.jpg

Ο Μανώλης εργάζεται σε ένα µικρό ιχθυοπωλείο στον Νέο Κόσµο. Αδιάφορη και δύσκολη δουλειά για έναν 20χρονο, που όπως και να το κάνουµε δεν είναι το καλύτερό του να ξυπνάει από τις 2.30-3.00 τα χαράµατα, να τρέχει στην Ιχθυόσκαλα και στη συνέχεια να ξεντεριάζει αφρόψαρα ή ό,τι άλλο. Ο Μανώλης δεν γνωρίζει ότι η «περίπτωσή» του έχει αποτελέσει αντικείµενο δεκάδων ή και εκατοντάδων µεταπτυχιακών, διδακτορικών ή άλλων επιστηµονικών µελετών. Με τον «Μανώλη» ασχολήθηκαν πάµπολλες φορές υπουργικά, δηµοτικά και άλλα συµβούλια. Και αυτό έχει συµβεί διότι συχνά ο Μανώλης πηγαίνει για «γκρίνιες». Τον άκουγε ο εργοδότης του να το λέει στο κινητό και δεν το καταλάβαινε. «Γκρίνιες» στους φανατικούς του Ολυµπιακού (πιθανόν σε όλους τους φανατικούς) σηµαίνει «πάµε για φασαρίες». Στη «φάση µε τις γκρίνιες» ο Μανώλης βρέθηκε ήδη από τα πρώτα του χρόνια στη δευτεροβάθµια εκπαίδευση. Η παρέα από το Λύκειο διευρύνθηκε µετά τις πρώτες τους επισκέψεις στο γήπεδο. Γνωρίστηκαν µε τη «Θύρα 7» , στη συνέχεια και µε άλλες θύρες. Μάλιστα άνοιξαν και γραφεία της Θύρας στο κοντινό Μπραχάµι.

Πρίν από λίγα χρόνια η δράση τους διευρύνθηκε. Γνώρισαν κι άλλον κόσµο του οποίου µέχρι τότε (µιλάµε για το 2005-6) αγνοούσαν την ύπαρξή του. ∆ιαφορετικός κόσµος, µε άλλες λέξεις-κλειδιά και άλλους προσανατολισµούς. Αλλά µ’ ένα κοινό σηµείο: την ευκολία στη βία. Καθόλου βίαια κι αυτά τα παιδιά στην καθηµερινότητά τους, αλλά κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες λειτουργούσαν µ’ αυτό που ο θεµελιωτής της κοινωνιολογίας Εµίλ Ντουρκ(χ)άιµ αποκάλεσε ως «συλλογική συνείδηση». Οι δικές τους «γκρίνιες» ήταν εξωγηπεδικές, πολιτικές, αλλά αυτό δεν τους εµπόδιζε να δίνουν κι ένα χέρι βοηθείας στις γκρίνιες της παρέας του Μανώλη. Και τανάπαλιν.

Τον ∆εκέµβριο του 2008 ο Μανώλης πήρε µέρος στα επεισόδια που έγιναν στην Αθήνα. Πρώτη φορά βρέθηκε σε τέτοιο «γήπεδο», αλλά το καταχάρηκε. Τόση άνεση, τόση νοµιµοποίηση, δεν την είχε ξαναζήσει. Η πρώτη φορά που ο Μανώλης πήγε στο θέατρο µε την παρέα του ήταν τις προάλλες, όταν όρµησαν σ’ αυτούς που «ταξίδεψαν µε τον ΠΑΟΚ στην Αθήνα». Ο Μανώλης στα 20 του µετέχει ενεργά σ’ αυτό που αποκαλείται «δηµιουργία εστιών βίας» στην πόλη. Μαζί του πλέον, όχι µόνο οι λούµπεν χούλιγκαν, όπως τους γνωρίζαµε (ή έτσι νοµίζαµε) τη δεκαετία του ’90, αλλά και πολλοί άλλοι από άλλους χώρους. Και το ανάποδο. Το πεδίο διευρύνθηκε. Τώρα, εδώ και µερικά χρόνια, το «γήπεδο» είναι πολύ µεγάλο αλλά τα «µατς» επίσης «στηµένα» και οι Αρχές διακριτικές, σχεδόν ενοχικές, γι’ αυτό και φοβικές.

Η µεγάλη διαφορά από τη δεκαετία του ’80 και του ’90 είναι καταρχήν απλή: Η πόλη έχει αλλάξει, όπως και οι αντοχές της στη βία. Όπως όλα γύρω µας και πιθανόν και µέσα µας – αφού καλούµαστε να ενσωµατωθούµε και να λειτουργήσουµε σε ένα νέο περιβάλλον που δεν ήταν η πρώτη µας επιλογή. Οι εστίες βίας έχουν πλέον πολλαπλασιαστεί, αλλά ελλείψει χειµερινών ανακτόρων η βία ως µέσο δεν έχει (δεν µπορεί στις σηµερινές συνθήκες να έχει) σαφή στόχο. Παρά µόνο αν η ίδια αποτελέσει και το στόχο. Σε ιδρυµατικές κοινωνίες αυτό γίνεται σχεδόν µηχανικά. Ο Άγιος Παντελεήµονας, άλλες πλατείες της Πατησίων, οι γκρίζες ζώνες το βράδυ στο ιστορικό κέντρο, συχνά τα πανεπιστήµια, πολλά γήπεδα (χαρακτηριστική περίπτωση η βία κατά του Μπάγεβιτς σε φιλικό παιχνίδι στο γήπεδο της Καλλιθέας), φαίνονται διαφορετικές περιπτώσεις η µία από την άλλη και πιθανόν να είναι –θεωρητικά– έτσι. Αλλά στην πράξη, οι διαχωριστικές γραµµές αποδεικνύονται σε πολλές περιπτώσεις ανύπαρκτες. Κι αυτό είναι ήδη το µεγάλο πρόβληµα της πόλης.

Η βία, ιδίως όταν καλύπτει την απουσία συγκεκριµένου αιτήµατος, δεν είναι η µαµή της Ιστορίας, αλλά µάλλον η πλαστογράφος της. ∆ιότι επιχειρεί να επιβληθεί στη δηµόσια ατζέντα µε γραφικές προσεγγίσεις περί δικαίου και αδίκου (όπως όµως ορίζονται κατά περίσταση από δυναµικές µειοψηφίες). Η έκκληση σε ανοµία, ακόµη και ως απάντηση στην αυθαιρεσία ή την ανυπαρξία της κεντρικής διοίκησης, σε τέτοιο περιβάλλον δύσκολα θα αποτελέσει τη µαγιά για διεκδικητικά κινήµατα πολιτών. Αντίθετα, µέχρι σήµερα αναδεικνύουν όλο και πιο φωτεινό τον αστερισµό του λαϊκισµού. Αντί να λειτουργήσουν ανατρεπτικά (δηλαδή εξορθολογιστικά στη δηµόσια ζωή), ουσιαστικά αναπαράγουν τις παθογένειές της.

Την περασµένη Κυριακή (οπότε και γράφηκε το σχετικό κείµενο) στα δηµοσιογραφικά γραφεία ήδη επικρατούσε αναταραχή για την επικείµενη πορεία της Τετάρτης (χτες) στο πλαίσιο της γενικής απεργίας. Πολλές εφηµερίδες είχαν ήδη από την Κυριακή οργανώσει την «επόµενη µέρα» (Πέµπτη), στην πιθανότητα µεγάλων επεισοδίων στο κέντρο της Αθήνας. Προφανώς ουδείς ήταν σε θέση να γνωρίζει ακριβώς 3-4 µέρες πριν τι ακριβώς θα συνέβαινε στη διάρκεια της πορείας ή µετά. Αλλά ο φόβος ήταν ήδη εδώ. Και η µεγάλη(;) συγκέντρωση διαµαρτυρίας είχε ήδη αποδυναµωθεί – τουλάχιστον ως πρός το µήνυµά της. ∆ιατείνοµαι πως χειρότερο και από την ίδια τη βία στην πόλη είναι η αναµονή της. Είναι να ζεις µε το ενδεχόµενό της και να µην κάνεις τίποτα, απλώς να περιµένεις. Υπενθυµίζεται σχετικά πως η οικειότητα µε το θύτη ουδέποτε οφέλησε το θύµα. 

"SNITCH"  AUGUSTE MOONE PUBLICATIONS

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ