- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Social Media: Στον βυθό του story
Όταν η καθημερινότητα γίνεται περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Η απροσδόκητη παρουσία ενός ηλικιωμένου ψαρά στα social media φέρνει στο προσκήνιο ερωτήματα για την ανάγκη προβολής, αναγνώρισης και κοινωνικής συμμετοχής στην ψηφιακή εποχή. Γράφει η Ντίνα Σαρακηνού*.
Ένας ψαράς, άνω των 60 ετών, από ένα παραλιακό χωριό της Ελλάδας, ένας άνθρωπος της θάλασσας, επιλέγει να εμφανιστεί στα social media – όχι με στιλιζαρισμένες εικόνες ή lifestyle συμβουλές, αλλά δείχνοντας τη ζωή του όπως είναι: ακατέργαστη. Δεν μιλάει με το λεξιλόγιο του influencer, ούτε διαφημίζει χορηγούμενα προϊόντα. Δείχνει τη βάρκα του και πώς πιάνει τα ψάρια, την καθημερινότητα στο χωριό του, τα πανηγύρια και τις λειτουργίες της εκκλησίας της ενορίας του.
Στις περισσότερες αναρτήσεις του κρατά στα χέρια ένα ταψί. Σύμβολο λειτουργικό της καθημερινής τελετουργίας της τροφής. Το περιεχόμενό του, παρασκευασμένο με φροντίδα, παρουσιάζεται στην κάμερα του κινητού του, σχεδόν πάντοτε συνοδευόμενο από διάφορες γλωσσικές επωδούς: «νόστιμο, παραδοσιακό, ντόπιο». Λέξεις που είναι ταυτόχρονα καθησυχαστικές και αποκαλυπτικές. Λέξεις που μιλούν για ρίζες, για κοινότητα, παρουσιάζουν μια αίσθηση ταυτότητας που είναι βαθιά τοπική.
Τι ωθεί τον άνθρωπο αυτό να σταθεί ενώπιον της οθόνης και να δείξει τον εαυτό του στον αχαρτογράφητο κόσμο των «άλλων»; Τι είναι αυτό που τον καλεί να μεταφέρει την ύπαρξή του από το απτό και το τοπικό στο εικονικό και το απρόσωπο;
Για εκείνον, πιθανότατα, το ταψί που κρατάει δεν είναι πια μόνο ένα σκεύος. Είναι σύμβολο πολιτισμού, φορέας μνήμης, δοχείο ανάγκης. Περιέχει όχι μόνο τροφή, αλλά και την επιθυμία για μετοχή, για αναγνώριση, για συμμετοχή σε ένα κοινωνικό σώμα που πια δεν έχει πλατεία, αλλά feed. Κι εκείνος, ο «ντόπιος», προσπαθεί να συμμετάσχει – χωρίς τεχνάσματα, χωρίς αισθητική μανιέρα, χωρίς αποστασιοποίηση. Δίνει τον εαυτό του, απλό και ακάλυπτο, σχεδόν αρχαϊκό.
Στον ψηφιακό κόσμο, όμως, δεν υπάρχει προστασία. Δεν υπάρχει φίλτρο ανθρώπινης κατανόησης. Υπάρχει ο χλευασμός, η ειρωνεία και μόνο η ασφάλεια της απόστασης. Και ο συγκεκριμένος ψαράς, γυμνός από τις άμυνες του σύγχρονου ψηφιακού χρήστη, δέχεται όλες τις επιθέσεις κατάστηθα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον ψέγουν, που τον ειρωνεύονται. Εκείνος αντιδρά και θυμώνει. Δείχνει να πληγώνεται, να ενοχλείται. Ίσως να αγνοεί τους άγραφους κανόνες του διαδικτύου, πιθανότατα να μη γνωρίζει πως δεν πρέπει να δίνει σημασία. Μα ασφαλώς, εκείνος έρχεται από τον πραγματικό κόσμο όπου, όταν κάποιος σε κοροϊδεύει, πληγώνεσαι. Όπου το κουτσομπολιό έχει όνομα και πρόσωπο. Όπου η παρουσίαση του φαγητού δεν είναι στήσιμο πιάτου για like, αλλά μια πράξη κοινοτικής υπερηφάνειας, μια ιερή στιγμή γύρω από το οικογενειακό τραπέζι.
Το ενδιαφέρον στην παρουσία ενός ψαρά στα κοινωνικά δίκτυα δεν έγκειται τόσο στο τι επιλέγει να παρουσιάσει –όσο κι αν οι εικόνες αυτές είναι πράγματι αξιοπρόσεκτες λόγω της αυθεντικότητας τους–, αλλά στο πώς και γιατί αναδύεται η ανάγκη αυτής της ψηφιακής έκθεσης. Από πού απορρέει αυτή η εσωτερική ώθηση για να μετατραπεί η καθημερινότητα σε δημόσιο θέαμα, προσφερόμενο σαφέστατα προς αναγνώριση και αποδοχή.
Τι συμβαίνει στην εποχή μας; Ποια αόρατη δύναμη ωθεί καθημερινά πλήθος ανθρώπων να εκθέτουν τη ζωή τους στα κοινωνικά δίκτυα, να εκθέτουν δημόσια τις σκέψεις τους, να μετρούν εναγωνίως likes; Υπάρχουν ζευγάρια στο TikTok που καταγράφουν σε ζωντανή σύνδεση τους εαυτούς τους κατά τη διάρκεια του ύπνου. Δεν είναι εκπομπές reality, αφού εδώ πρόκειται για αμοντάριστο υλικό προσφερόμενο σε οποιονδήποτε σκρολάρει στο κινητό του τηλέφωνο, τυχαία εκείνη τη στιγμή.
Αυτή η ανάγκη για αυτοπροβολή δεν είναι φαινόμενο του 2025 – ούτε καν του αιώνα μας· όμως σήμερα έχει κορυφωθεί σε μια σχεδόν τελετουργική εμμονή. Αγγίζει κάτι βαθύ, κάτι παλιό κι επίκαιρο μαζί: την ανάγκη του ανθρώπου όχι μόνο να είναι, αλλά και να φαίνεται· όχι απλώς να ζει, αλλά να γίνεται ορατός, αναγνωρίσιμος, επιβεβαιωμένος. Η ύπαρξη μοιάζει να αναζητά την κατοχύρωση μέσω του βλέμματος του άλλου· ετεροπροσδιορίζεται. Νιώθει ότι χάνει την αυτάρκειά της, διψά να καθρεφτιστεί στο βλέμμα των πολλών, έστω κι αν αυτό είναι απρόσωπο, περαστικό, στιγμιαίο. Σαν να διαλύεται η ύπαρξη του καθενός, όταν δεν υπάρχει αντήχηση.
Μα ποιοι είμαστε όταν εμφανιζόμαστε στο ψηφιακό τοπίο; Χάνουμε τον εαυτό μας – ή μήπως η σημερινή εποχή μάς δείχνει ότι μόνο εκεί τον βρίσκουμε; Η παρουσία μας στον πραγματικό κόσμο μήπως δεν είναι αρκετή, αν δεν την κατοχυρώσουμε και στον ψηφιακό;
Ένας ψαράς, ένας άνθρωπος που παλεύει με την υγρή φύση σχεδόν καθημερινά, που έρχεται σε επαφή με τον αόρατο κύκλο των εποχών, ο οποίος, με αξιοπρόσεκτη επιμονή, επιλέγει να εμφανίζεται στον ψηφιακό ορίζοντα των κοινωνικών δικτύων, κρατώντας στα χέρια την ψαριά της ημέρας. Η εσωτερική παρόρμηση να «υπάρξει» πέραν των φυσικών ορίων της καθημερινότητάς του μοιάζει να πηγάζει από μια σύγχρονη ανθρωπολογική αγωνία: ότι, αν δεν εκτεθείς, δεν μετράς· αν δεν φανείς, δεν υφίστασαι. Το διακύβευμα δεν είναι πλέον μόνο η ζωή, αλλά η απόδειξη της ζωής μέσω της εικόνας της. Η οντολογική βαρύτητα της προσωπικότητας κρίνεται πια μέσα από τη φευγαλέα παρατήρηση ενός story, την άθροιση των προβολών σε ένα reel.
Το ταψί, στην περίπτωσή του, δεν είναι απλώς ένα σκεύος που φέρει φαγητό, αλλά μετατρέπεται ίσως εν αγνοία του σ’ έναν φορέα οντολογικής απόδειξης: «υπήρξα, έφαγα, μοιράστηκα, καταγράφηκα». Η αδρή χειρονομία του να εμφανίζεται διαδικτυακώς μετατρέπεται έτσι σε πράξη διπλά αποκαλυπτική: αφενός αναδεικνύει την ανάγκη του ατόμου να αποσπά ένα βλέμμα· αφετέρου, εκθέτει τον ίδιο του τον εαυτό στον απροστάτευτο χώρο της δημόσιας θέασης – έναν χώρο απέραντο, απρόσωπο και ανελέητα ειρωνικό.
Μήπως η εποχή μας αλλάζει τον τρόπο να υπάρχουμε; Οι έννοιες «παρουσία», «αναγνώριση», δεν έχουν πια μόνο τοπικό ή φυσικό χαρακτήρα – είναι ψηφιακές, απολύτως μετρήσιμες, αν και φευγαλέες. Το «είμαι» αντικαθίσταται σιγά σιγά από το «φαίνομαι». Και ακόμη και ένας ψαράς από έναν τόπο όπου ο χρόνος κυλάει διαφορετικά απ’ ό,τι σε ένα αστικό τοπίο, δείχνει να νιώθει αυτό το ρεύμα που παρασύρει τους πάντες.
Είναι δυνατόν στη σημερινή εποχή, η αποδοχή της εικόνας ενός καλομαγειρεμένου πιάτου από ένα αόριστο, άγνωστο κοινό, να μετράει περισσότερο από το αν πράγματι το φαγητό είναι νόστιμο; Είναι. Μήπως γίνεται όντως «νοστιμότερο» το φαγητό, αποκτά μιαν άλλη αξιακή γεύση για τον παρασκευαστή αν το «δει» μέσα από το βλέμμα των άλλων; Ναι, αποκτά. Είναι η ανάγκη του φαίνεσθαι μια πράξη υποταγής στα σημεία των καιρών; Είναι. Για να έχει βαρύτητα η ύπαρξη, πρέπει να περάσει μέσα από την επιβεβαίωση μιας οθόνης; Ναι. Είναι οι εικόνες μας στα social media μια πράξη μνήμης ή μια πράξη απελπισμένης παρουσίας; Η απάντηση δική σας.
Στον σύγχρονο κόσμο, το άτομο καλείται να εκτεθεί, να φωνάξει στα social media για να «υπάρξει». Πόσα θυσιάζονται στον βωμό της ψηφιακής επικύρωσης; Το ψηφιακό ταψί του ψαρά ίσως δεν έχει μεγάλη απήχηση· ίσως αύριο ξεχαστεί· ίσως να λοιδορηθεί λίγο ακόμη. Το άτομο όμως, χωρίς να το συνειδητοποιεί πλήρως, εντάσσεται σ’ έναν νέο, αόρατο κοινωνικό χάρτη, όπου η παρουσία του νοηματοδοτείται μέσα από τη θέαση των άλλων. Και σ’ αυτό το νέο πλαίσιο, η ανάρτηση του ψαρά γίνεται –άθελά του ή μη– μια κραυγή ταυτότητας: είμαι εδώ, στο κινητό σου, άρα υπάρχω.
* H Ντίνα Σαρακηνού διευθύνει το online λογοτεχνικό περιοδικό Literature.gr.