Ελλαδα

Πληγωμένη αρρενωπότητα, εφηβική βία και αυτοκτονίες ανδρών

Τι κοινό μπορεί να έχει μια πορεία νέων στην Αθήνα για την αποφυλάκιση ενός influencer με την αύξηση των αυτοκτονιών στους άντρες;

Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 856
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Τα περιστατικά ακραίας βίας, οι αυτοκτονίες, οι ανήλικοι στην Ελλάδα του 2023, τα social media και η θεωρία της ντροπής

Τον τελευταίο καιρό έρχονται στη δημοσιότητα περιστατικά ακραίας βίας – ειδικά έμφυλης, σχολικής και ενδοοικογενειακής. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι η συχνότητα και η ένταση της βίας κλιμακώνονται.

Δεν είναι η πρώτη φορά που κυριαρχεί το αστυνομικό δελτίο – και πέρυσι τέτοιες μέρες τα ίδια λέγαμε. Η μελέτη της εγκληματικότητας και των ΜΜΕ έχει δείξει ότι συχνά υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ της αντίληψή μας για την ένταση της βίας, και της ίδιας της πραγματικότητας. Η δημόσια αντίληψη για την εγκληματικότητα επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες και φυσικά από τον θόρυβο και τις αναπαραστάσεις στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Πλέον ένα έγκλημα μπορεί αμέσως να ακουστεί και να ιδωθεί παντού, και με συνεχή εμπλοκή του κοινού. Επίσης, τόσο οι αντιλήψεις όσο και οι στατιστικές για τη βία μπορούν να επηρεαστούν από την περιρρέουσα κουλτούρα: είναι πλέον πιο πιθανό και εύκολο να «βγουν στη φόρα» και να δηλωθούν στην αστυνομία πράξεις βίας που παλιότερα θα τις έθαβαν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν αλλάζουν το ότι η βία είναι ένα υπαρκτό και τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Δεν αλλάζουν, επίσης, το γεγονός ότι οι θύτες πράξεων βίας είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία άντρες ή αγόρια. Η αυτο-εικόνα των νέων –η αντίληψη, δηλαδή, που έχουν για τον εαυτό τους–, αλλά και η σχέση τους με φορείς εξουσίας και αυθεντίας όπως οι γονείς και οι δάσκαλοι, έχει αλλάξει ριζικά. Σε συζητήσεις με φίλες και φίλους που διδάσκουν σε δημόσια και ιδιωτικά γυμνάσια και λύκεια, είναι κοινή η διαπίστωση ότι τα παιδιά πλέον φέρονται σαν «κυρίαρχοι» και «δυνάστες» (δύο απ’ τις λέξεις που άκουσα πρόσφατα), ότι ο σεβασμός προς τους καθηγητές έχει κλονιστεί και ότι μάλλον εξαντλούνται οι μέθοδοι με τους οποίους μπορεί κάποιος να ρυθμίσει τη συμπεριφορά τους: κίνητρα και αντικίνητρα δεν φαίνεται να πιάνουν, γιατί πολλοί έφηβοι δεν έχουν αποκτήσει ένα ευρύτερο σύστημα αξιών, περιορισμών, φιλοδοξιών και ονείρων που να ξεπερνάει το «εγώ» και να τους καθοδηγεί.

Οι ατέλειωτες ώρες μπροστά στην οθόνη και τα ΜΚΔ που βασίζονται στις φωτογραφίες και τα βίντεο, όπως το Instagram και το TikTok, έχουν δημιουργήσει νέους τρόπους άσκησης πίεσης και βίας στους νέους, νέα εμπόδια στην κοινωνικοποίηση, νέες επιπλοκές στη σχέση των παιδιών με το ίδιο τους το σώμα. Σε μία ηλικία έντονου μιμητισμού και εξερεύνησης της ταυτότητάς τους, τα παιδιά ανα-τρέφονται όλη μέρα, κάθε μέρα, με πρότυπα διάφορους influencers που προβάλλουν είτε (ψεύτικα) σώματα, είτε (ψεύτικη) αυτοπεποίθηση και δυναμισμό, είτε πλούτο και φήμη που προέκυψε σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία, αλγοριθμικά, από το πουθενά.

Τι ωθεί όμως ανήλικους στην Ελλάδα του 2023 να διαδηλώνουν στο Σύνταγμα υπέρ της αποφυλάκισης ενός Αμερικανοβρετανού μισογύνη influencer, του Άντριου Τέιτ, που έχει συλληφθεί απ’ τις ρουμανικές αρχές για sex trafficking, βιασμό και οργανωμένο έγκλημα; Και γιατί σχολεία σε όλη τη Βρετανία αναγκάζονται να σχεδιάσουν και να εκδώσουν οδηγούς για το πώς πρέπει οι δάσκαλοι να συζητούν με τα παιδιά για τον ίδιο αυτό άνθρωπο; Πώς γίνεται ένας τυχάρπαστος εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου, 36 χρονών, να αποκτάει 700 εκατομμύρια δολάρια και τέτοια επιρροή στα παιδιά διαφορετικών χωρών, επιδεικνύοντας τα αυτοκίνητά του, τα πούρα του και κυρίως το πώς οι άντρες πρέπει να «κυριεύουν» τις γυναίκες; (Ο Τέιτ έχει δηλώσει ανοιχτά ότι είναι μισογύνης, ότι η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι και ότι η γυναίκα ανήκει στον άνδρα). Και πώς μπορεί όλα αυτά να συνδέονται με την αύξηση των αυτοκτονιών στους μεσήλικες άνδρες;

Στο σημείο αυτό η θεωρία της ντροπής και ειδικά η εξηκονταετής εργασία του Αμερικανού ψυχιάτρου Τζέιμς Γκίλιγκαν, αλλά και της εξίσου επιφανούς συζύγου του και πρωτοπόρου στη μελέτη του φύλου Κάρολ Γκίλιγκαν, μας δίνουν ένα πολύ χρήσιμο ερμηνευτικό πλαίσιο. Ο Γκίλιγκαν, έχοντας εξετάσει, συζητήσει και δουλέψει με χιλιάδες ανθρώπους –από τους ασθενείς του, μέχρι κατάδικους και εγκληματίες σε φυλακές και ιδρύματα όλης της Αμερικής– διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ούτε μία περίπτωση επιθετικότητας ή βίας που να μην έχει στον πυρήνα της συναισθήματα ταπείνωσης ή ντροπής, είτε αυτά προέρχονταν από την παιδική ηλικία είτε από κρίσιμα περιστατικά στη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων που μελέτησε.

Το συναίσθημα της ντροπής μπορεί να οφείλεται στην αίσθηση της ανισότητας και της αδικίας, σε μία εμπειρία ταπείνωσης ή έλλειψης σεβασμού απ’ τους άλλους, στην απώλεια της ορατότητας ή της αναγνώρισης. Στον πυρήνα της ντροπής βρίσκεται ο φόβος του κοινωνικού εξοστρακισμού –ο φόβος της απομόνωσης– αλλά και η αδυναμία κατανόησης του περιβάλλοντος: ντρεπόμαστε όταν νιώθουμε ότι οι άλλοι γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν πράγματα που εμείς δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε. Η ντροπή είναι ο φόβος της απώλειας ελέγχου στο σώμα, το πνεύμα ή την ψυχή, αλλά κυρίως είναι ο φόβος της απομόνωσης, της μοναξιάς.

Το συναίσθημα της ταπείνωσης και της ντροπής είναι η ρίζα της βίας προς τους άλλους, αλλά και προς τον εαυτό. Συχνά λέμε ότι «η ντροπή προκαλεί ντροπή», δηλαδή δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο όπου το θύμα γίνεται θύτης και, επειδή δεν μπορεί να διαχειριστεί τα τραύματά του, τα μεταθέτει σε άλλους. Η Κάρολ Γκίλιγκαν με τη σειρά της δείχνει πώς το φύλο είναι ο κινητήριος μοχλός του κύκλου ντροπής-βίας. Το αξίωμα ότι η αρρενωπότητα (με όλα τα κλασικά και γενετικά χαρακτηριστικά της, όπως τη σωματική δύναμη και τη μη εκδήλωση συναισθημάτων) είναι ανώτερη της θηλυκότητας (με όλα τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά) βρίσκεται στην καρδιά της δυναμικής αυτής.

Οι άντρες κοινωνικοποιούνται μέσα σε μια κουλτούρα που τους θέτει συγκεκριμένα όρια και κανόνες για το πώς να φέρονται, πώς να μιλάνε, πώς να προβάλλουν το σώμα τους, ώστε να φαίνονται επαρκώς «άντρες». Πολλοί καταλήγουν να είναι συναισθηματικά ανάπηροι, χωρίς να μπορούν ούτε να επικοινωνήσουν, ούτε να επεξεργαστούν, ούτε καν να συνειδητοποιήσουν οι ίδιοι τις ανάγκες και τα πραγματικά τους συναισθήματα. Ασκούν βία στις γυναίκες για να επιβεβαιώσουν την αρρενωπότητα ή την ανωτερότητά τους, ή επειδή αμφισβητήθηκαν αυτά· επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν τα συναισθήματα ντροπής. Οι γυναίκες (μανάδες, σύζυγοι και αδερφές) που έχουν εσωτερικεύσει αυτή τη βαθιά σεξιστική δυναμική συχνά την αναπαράγουν ή την υποστηρίζουν οι ίδιες, ταπεινώνοντας τους άντρες όταν αυτοί είναι ευάλωτοι ή δεν φαίνονται/φέρονται με επαρκώς «αρρενωπό» τρόπο. Οι άντρες καταλήγουν να ασκούν βία και στον εαυτό τους, είτε μέσω του εθισμού, είτε μέσω της εργασιομανίας, είτε μέσω της υπερβολικής γυμναστικής, είτε μέσω της πρόκλησης βλάβης στο ίδιο το σώμα. Το τελευταίο στάδιο του κύκλου ντροπής/βίας είναι ο «θάνατος του εαυτού», είτε μεταφορικά, με την έννοια ότι το εγώ καταρρέει, είτε κυριολεκτικά: ο Γκίλιγκαν σημειώνει ότι κάποιοι εγκληματίες ουσιαστικά προκαλούν/παρακαλούν την αστυνομία να τους σκοτώσει – το γνωστό «suicide by cop».

Αυτά ίσχυαν και ισχύουν ούτως ή άλλως σε σύγχρονες πατριαρχικές κουλτούρες στις οποίες ο άντρας θεωρεί ότι έχει και την ισχύ και την ευθύνη. Τα τελευταία, όμως, χρόνια, εκτός από την έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία, παρατηρούμε και σημαντική αύξηση των αυτοκτονιών στην Ελλάδα αλλά και αλλού. Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Παρατηρητηρίου Αυτοκτονιών και της οργάνωσης ΚΛΙΜΑΚΑ, από το 2020 έως το 2022 καταγράφηκε αύξηση κατά 25% των αυτοκτονιών. Όπως συμβαίνει διαχρονικά, η συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων ήταν άντρες (78%), ενώ η ηλικιακή ομάδα με τα περισσότερα θύματα ήταν 60-64, αν και αύξηση παρατηρήθηκε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Στη Βρετανία η αυτοκτονία είναι πλέον η συχνότερη αιτία θανάτου αντρών κάτω των 50· το 2021 υπήρξαν 5.000 αυτοκτονίες μόνο στην Αγγλία (ένας θάνατος κάθε μιάμιση ώρα). Οι Samaritans –μη κερδοσκοπική οργάνωση με τηλεφωνικές γραμμές που υποστηρίζουν ανθρώπους που αντιμετωπίζουν κρίση ψυχικής υγείας– δέχονται ένα τηλεφώνημα κάθε 10 δευτερόλεπτα. Tη μεγαλύτερη συχνότητα αυτοκτονιών στους άντρες έχει η ηλικιακή ομάδα 45-49 ετών, αν και αυξάνεται το ποσοστό και στους εφήβους.

Οι αιτίες για το φαινόμενο αυτό είναι, προφανώς, πολλές και σύνθετες. Στη μέση ηλικία οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα κοκτέιλ τραυματικών εμπειριών και συναισθημάτων: από την απώλεια των γονιών και τη «φυγή» ή απουσία παιδιών από την οικογενειακή εστία, μέχρι τα πρώτα σημάδια κόπωσης και παρακμής του σώματος και την απομυθοποίηση ονείρων ή προτύπων. Επιπλέον, η σημερινή εποχή και κουλτούρα δημιουργεί για το άτομο αδιανόητες πιέσεις και προσδοκίες για την επιτυχία στο εργασιακό περιβάλλον, στην οικογένεια, στην κοινωνικότητα, ακόμη και ευθύνες και ενοχές για το ευρύτερο περιβάλλον και τον κόσμο μας, ενώ ταυτόχρονα κατακλυζόμαστε από μηνύματα, ερεθίσματα και αιτήματα για την προσοχή και τον χρόνο μας από τη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας το πρωί μέχρι τη στιγμή που τα κλείνουμε το βράδυ.

Αν σε αυτά προσθέσουμε την κατάρρευση συμβόλων και συλλογικών προτύπων και αξιών γύρω από τις οποίες παλιότερα χτίζαμε τις συλλογικές και συναισθηματικές μας ταυτότητες (από τις γειτονιές, το ποδόσφαιρο και τη θρησκεία, μέχρι τα πολιτικά κόμματα και το έθνος) και τις δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας (ψηφιοποίηση, αυτοματοποίηση και εργασιακή ανασφάλεια, ειδικά για όσους βρίσκονται σε ώριμο στάδιο της καριέρας τους και ξαφνικά είναι αντιμέτωποι με κοσμογονικές αλλαγές ή χωρίς δουλειά), όλοι μας αντιμετωπίζουμε έναν κυκεώνα αλλαγών και προσδοκιών μέσα σε ένα τρομακτικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Γιατί όμως να αυτοκτονούν οι άντρες ειδικά; Γιατί η βία έναντι του εαυτού να είναι και αυτή έμφυλη; Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι γυναίκες δεν ασκούν με πολλαπλούς τρόπους βία στο σώμα και τον εαυτό τους.

Σε προηγούμενο κείμενο για τον κορωνοϊό είχα περιγράψει την τυπική μέρα ενός Άγγλου μεσήλικα οικογενειάρχη που ζει στην επαρχία και δουλεύει στο Λονδίνο: μια εφιαλτική, καφκική καθημερινότητα, ένας αγώνας δρόμου από νωρίς τα ξημερώματα μέχρι αργά το βράδυ, με πολύ χαμηλή ποιότητα ζωής, υψηλό φόρτο εργασίας, οικονομικές υποχρεώσεις, χωρίς χώρο και χρόνο για τα παιδιά ή τον/τη σύντροφο, πόσο μάλλον για τον εαυτό που μένει πάντα τελευταίος, και με κυρίαρχο το συναίσθημα της ενοχής: ό,τι και να κάνεις δεν είναι ποτέ αρκετό, όσο και να προσπαθήσεις θα νιώθεις πάντα λίγος.

Στο ίδιο κείμενο είχα αναφερθεί στην εκτεταμένη έρευνα του συντάκτη των Times του Λονδίνου, Ματ Ραντ, και στην αφανή –μέχρι τότε– επιδημία ψυχικής υγείας των μεσήλικων ανδρών: έναν φαύλο κύκλο οικογενειακών εξόδων, στεγαστικού δανείου, ανάγκης ή επιθυμίας για υψηλό μισθό, μιας δουλειάς που σε σκοτώνει αργά αλλά σταθερά, συναισθημάτων ενοχής, έλλειψης δικτύων και δομών επικοινωνίας και υποστήριξης: «Η έμφυλη μάτσο κουλτούρα που θέλει τους άνδρες να είναι οι “πάροχοι” εργασίας και εισοδήματος – και η κουλτούρα της επίδειξης και της κατανάλωσης που απαιτεί αντίστοιχο χρήμα, για την οποία φταίνε και οι άνδρες και οι γυναίκες. Αλλά κυρίως η κουλτούρα της σιωπής».

Τα τελευταία χρόνια το φεμινιστικό κίνημα, τόσο με το #MeToo, αλλά και πιο πριν, έχει κάνει μεγάλα βήματα για να ανοίξει η συζήτηση για την ισότητα, τις αφόρητες πιέσεις, τις θυσίες, τα διλήμματα, τις ανάγκες των γυναικών και τις καταστρεπτικές πτυχές της «τοξικής αρρενωπότητας» και της πατριαρχίας. Ταυτόχρονα όμως, και χωρίς να ακυρώνουμε τη σημασία και την αλήθεια των αιτημάτων αυτών, υπήρξε μια παρατεταμένη και γενικευμένη ταπείνωση των ανδρών και κάποιων «τοξικών» μοντέλων αρρενωπότητας χωρίς να αναδειχθούν άλλα θετικά: η παραδοσιακή αρρενωπότητα ταπεινώθηκε από τις φιλελεύθερες και προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας και της τέχνης, χωρίς όμως να διαφανεί κάποια θετική εναλλακτική. Ωστόσο, για ένα μεγάλο κομμάτι της κυρίαρχης κουλτούρας και των ίδιων των γυναικών, το να είσαι άντρας σημαίνει ακόμα το να είσαι δυνατός, πλούσιος, επιτυχημένος, αρρενωπός με συγκεκριμένους τρόπους, χωρίς να δείχνεις αδυναμία ή να εκφράζεις τα συναισθήματά σου, γιατί αλλιώς θα σε απορρίψουν και οι γυναίκες και οι αντροπαρέες σου.

Οι άντρες εξακολουθούν να είναι παγιδευμένοι σε πορείες ζωής στις οποίες νιώθουν ότι δεν έχουν κανέναν έλεγχο. Οι άντρες εξακολουθούν να είναι το αναλώσιμο καύσιμο των πολέμων –ο Πούτιν ρίχνει άντρες στον πόλεμο σαν να βάζει κρέας στη μηχανή του κιμά– και κανείς δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα με αυτό. Οι άντρες όταν πετυχαίνουν είναι υπόλογοι· και όταν αποτυγχάνουν είναι και πάλι υπόλογοι.

Όλοι χρειαζόμαστε βοήθεια: είτε αντιμετωπίζουμε κρίση ψυχικής υγείας, είτε έχουμε υποστεί βία, είτε ασκούμε βία στον εαυτό μας ή στους άλλους, είτε απλώς προσπαθούμε να τα βγάλουμε πέρα σε μια εποχή που είναι απείρως πιο δύσκολη απ’ ό,τι τώρα φαίνεται. Και τα παιδιά μας χρειάζονται επειγόντως καλύτερα ανδρικά πρότυπα από τον Άντριου Τέιτ.

Το βασικότερο όμως πρόβλημα είναι η κοινωνική απομόνωση – και σε αυτό φταίμε όσοι δεν μιλάμε για τα προβλήματα αυτά, όσοι αντιμετωπίζουμε το φύλο, την ψυχική υγεία, τη βία, τις αυτοκτονίες ως ταμπού, όσοι φοβόμαστε την «ακύρωση» ή τον δημόσιο λιθοβολισμό και προτιμάμε να μείνουμε σε απόσταση ασφαλείας. Για όλα υπάρχει τρόπος. Τελικά ίσως αυτό το δεύτερο επίπεδο  –γιατί δεν μιλάμε για αυτό το θέμα ή το πώς πρέπει να μιλάμε– να είναι μια καλή αρχή. Ας ξεκινήσουμε από εκεί με την ελπιδα κάποια στιγμή να φτάσουμε και στην ουσία.