Ελλαδα

Τα σκουπίδια, οι μπλε κάδοι - και ένα παζλ

Αντικοινωνικές πράξεις που αποβαίνουν εις βάρος της καθημερινότητας των πολιτών

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς πετάμε τα σκουπίδια και τα ανακυκλώσιμα υλικά: όχι όπως θα έπρεπε

Μέχρι πριν μερικές ημέρες, και σχεδόν για μία εβδομάδα, τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα εδώ στη Θεσσαλονίκη. Για λόγους που δεν έπεισαν κανέναν —ούτε όσους θέλουν να πείθονται από κάτι τέτοια, ούτε όσους απλώς χαίρονται στην αναμπουμπούλα και την αποζητούν—, 124 εργαζόμενοι του Δήμου (περίπου το 6% του συνόλου των εργαζομένων στον Δήμο Θεσσαλονίκης) αποφάσισαν να συνεχίσουν την αποχή τους και να αφήσουν αμάζευτα τα σκουπίδια στους δρόμους, παρά το γεγονός ότι τα, απολύτως δίκαια, αιτήματά τους για παροχή Μέσων Ατομικής Προστασίας και καταβολή υπερωριών είχαν ικανοποιηθεί, ενώ παράλληλα είχαν διευθετηθεί και κάποιες οικονομικές εκκρεμότητες παλαιότερων διοικήσεων. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η εικόνα της πόλης μέσα σε δυο-τρία εικοσιτετράωρα ήταν δραματική — όλοι έχουμε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις, και ξέρουμε τι σημαίνουν. Για την ιστορία, ο Δήμαρχος κατέθεσε βέβαια αγωγή, και η δικαστική απόφαση τον δικαίωσε — η κινητοποίηση κρίθηκε παράνομη, και η αποχή διακόπηκε. Πλέον, εδώ και τρεις μέρες μπορείς και πάλι να προχωράς στην πόλη χωρίς να κλείνεις τη μύτη και τα μάτια σου, και χωρίς να κινδυνεύεις να αρρωστήσεις ή να πέσεις πάνω στα σκορπισμένα παντού σκουπίδια.

Σκορπισμένα παντού σκουπίδια; Ναι. Όσο τρελό κι αν ακούγεται, υπάρχουν πάρα πολλοί —πάμε για το 2023 στο μεταξύ…— που κατεβάζουν τα σκουπίδια τους σε λυτές σακούλες, ή σε πρόχειρα δεμένες, ή σε φτενές τού σούπερ-μάρκετ που εύκολα θα σκιστούν και θα ανοίξουν. Μάλιστα, ένα σεβαστό ποσοστό των σκουπιδιών που πετιούνται στους κάδους δεν είναι καν σε σακούλες. Είναι πεταμένα χύμα. Και είναι διάφορα πράγματα. Από φλούδες μήλου και πλαστικά μπουκάλια του νερού, μέχρι οτιδήποτε. Μέχρι βιβλία. Μέχρι, κυριολεκτικά, ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Παράλογο; Ασφαλώς. Αποκαρδιωτικό; Όσο δεν πάει. Οι κάδοι είναι μάρτυρες των χειρότερων χαρακτηριστικών μας.

Αν και τα ακόμη χειρότερα δεν τα βλέπει κανείς στους πράσινους κάδους — αλλά στους κάδους της ανακύκλωσης. Κι αυτό πραγματικά μπορεί να τρελάνει έναν άνθρωπο. Καταρχάς, τα μισά από τα υλικά που πετιούνται στους κάδους της ανακύκλωσης δεν είναι ανακυκλώσιμα, ή, αν τύχει και είναι, δεν είναι προετοιμασμένα για ανακύκλωση. Δεν μιλώ απλώς για άπλυτους κεσέδες από γιαούρτι ή μαύρες συσκευασίες φαγητού ή για φακέλους από τους οποίους δεν έχει ξεκολλήσει κανείς το πλαστικό, αυτό με τις φουσκάλες, αλλά, φέρ’ ειπείν, για παλιές ξηλωμένες μοκέτες, για ή κορνίζες από κάδρα, ή για μαξιλάρια με ύποπτους λεκέδες επάνω τους, ή για σπασμένα καροτσάκια μωρών — ό,τι χωράει και δεν χωράει ο νους του ανθρώπου.

Μα ούτε αυτά είναι τα χειρότερα. Τα χειρότερα είναι οι χαρτόκουτες, τα χαρτοκιβώτια από οτιδήποτε μεταφέρεται μέσα σε χαρτονένια κουτιά. Και μεταφέρονται σχεδόν τα πάντα. Αυτά, κατά το συντριπτικό ποσοστό τους, πετιούνται στους μπλε κάδους ΩΣ ΕΧΟΥΝ, πλήρως ανεπτυγμένα, με αποτέλεσμα δυο-τρία όλα κι όλα από δαύτα να γεμίζουν έναν κάδο με έναν τρόπο μαγικό — έναν τρόπο χυδαίο. Τα περισσότερα είναι από μαγαζιά — εστίασης, αλλά όχι μόνο. Εκεί, ο πιτσιρικάς με τον αστείο μισθό —αλλά μισθό, μια φορά— είτε θεωρεί πως δεν συμπεριλαμβάνεται ΚΑΙ αυτό μέσα στα καθήκοντά του, μέσα σε όσα έχει να κάνει, οπότε αδειάζει τις κούτες από ό,τι είχαν μέσα και απλώς τις μεταφέρει άθικτες στον κάδο, είτε απλώς δεν καταλαβαίνει πως αυτό είναι από κοντά δέκα μεριές λάθος. Δεν βρίσκω άλλη εξήγηση. Π.χ., δεν πιστεύω ότι το κάνει κανείς από αντικοινωνικότητα, από ένα είδος «απορριμματομανίας», αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι καίνε ολόκληρα δάση και ολόκληρα βουνά έτσι για το γούστο τους, επειδή είναι για τα λουριά και τους αρέσει να παίζουν με τα σπίρτα, τα στουπιά και τα γκαζάκια, αλλά δεν νομίζω ότι κάποιοι άλλοι ηδονίζονται βλέποντας ξέχειλους τους μπλε κάδους.

Παρά ταύτα, συμβαίνει. Και συμβαίνει διαρκώς. Και είναι λίγες, πλην θαυμαστές, οι φορές που βλέπεις ένα δεμάτι από καλά ανοιγμένες και διπλωμένες χαρτόκουτες, κάποτε μάλιστα και δεμένες σταυρωτά με σπάγκο, πεταμένες, ή μάλλον βαλμένες, απιθωμένες, μέσα σε έναν μπλε κάδο. Λες, «Ω Θεέ μου, κοίτα εδώ, κάποιος σπατάλησε δύο ολόκληρα λεπτά από τη ζωή του για να ανοίξει τις κούτες του, να τις πιέσει καλά-καλά, να τις δέσει μεταξύ τους και να τις φέρει εδώ, στον κάδο, όπου δεν θα πιάσουν παρά μόνο όσο τόπο είναι να πιάσουν. Πόσο σπουδαίος άνθρωπος! Πόσο σπουδαίος. Τι σπάνιος λοιπόν».

Γιατί, ναι, έκατσε και έκανε όλα αυτά τα τρομερά πράγματα. Αυτά τα στοιχειώδη. Τα ίδια δηλαδή που κάνουν όσοι ξέρουν τι ανακυκλώνουμε και πώς το ανακυκλώνουμε, μια γνώση που διατίθεται δωρεάν εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια στο διαδίκτυο και που την ξέρουν όλα τα παιδάκια του δημοτικού.

Το βλέπουμε καθημερινά να συμβαίνει αυτό στη γειτονιά μας, που τυχαίνει να έχει περισσότερα καταστήματα εστίασης από όσα έχουν άλλες. Τα βουνά με τα ανακυκλώσιμα υλικά, ανάκατα με άλλα, άσχετα —ακόμα και με δοχεία με λάδι, που καταστρέφουν τα πάντα γύρω τους—, έτσι πρόχειρα και απερίσκεπτα που πετιούνται γεμίζουν τους κάδους ελάχιστες μόνον ώρες αφότου τους αδειάσουν οι υπάλληλοι του Δήμου, με αποτέλεσμα οι υπόλοιποι περίοικοι να πετούν τα δικά τους ανακυκλώσιμα σκουπίδια έξω και γύρω από τον μπλε κάδο, σε μία νοητή προέκτασή του, τα πετούν δίπλα του, δεξιά και αριστερά του, τα αποθέτουν σχεδόν οπουδήποτε, σε ένα διαρκώς ογκούμενο ινσταλέισον, μία εγκατάσταση εν προόδω που θυμίζει χωματερή. Το κάνουν κάθε φορά εκείνοι οι πρώτοι, και το κάνουν εντελώς ανάλγητα (αλίμονο, εννοώ τη λέξη όπως τη λέω, χωρίς εισαγωγικά), βλακωδώς, και με μίσος για τους άλλους (κι αυτές τις λέξεις τις εννοώ).

Βρίσκομαι τουλάχιστον δύο ώρες κάθε μέρα, 365 μέρες τον χρόνο, στα τετράγωνα της γειτονιάς μου, και όλα αυτά που περιγράφω τα βλέπω κάθε φορά. Και ομολογώ πως είμαι πολύ κοντά στο να κάνω τον σταυρό μου όποτε βλέπω κάποιον παλιατζή να περνάει και να μαζεύει χαρτόκουτες, διπλώνοντάς τες προσεκτικά μία-μία πριν τις δέσει στο καρότσι του. Ναι, θα μπορούσα, έτσι, να πω πολλά περισσότερα γιατί βλέπω πολλά· αλλά θα κλείσω μ’ αυτό εδώ:

Λοιπόν, πριν από καναδυό μήνες κάποια οργάνωση, ή σωματείο, ή κάτι τέτοιο, τοποθέτησε λίγο πιο κάτω από το σπίτι μας μία από αυτές τις φιλανθρωπικές «ντουλάπες», τα μεγάλα μεταλλικά κουτιά όπου κάποιος μπορεί να αφήσει, μέσα σε μία σακούλα, ρούχα που δεν χρειάζεται πια, για να δοθούν την επαύριο σε απόρους. Είναι κάτι που γίνεται σε όλο τον κόσμο, πολλά χρόνια τώρα. Τις προάλλες λοιπόν, κάποιος τον έσπασε τον συγκεκριμένο κάδο. Του ’ριξε καναδυό κλοτσιές, αν κατάλαβα καλά από τη ζημιά, το πορτάκι του στράβωσε και άνοιξε, και τα μισά πράγματα που είχε μέσα η ντουλάπα χύθηκαν έξω: κάτι χύμα πουκάμισα που μου φάνηκαν λιωμένα, κάτι κομμάτια ύφασμα που ίσως ήταν μπλούζες, ένα σεντόνι —αν κατάλαβα καλά— και κάτι τέτοια. Ήταν ρούχα για πέταμα σχεδόν όλα τους, και πάντως όχι για να δοθούν σε κάποιον φτωχό άνθρωπο. Δεν είδα, επίσης, καμία σακούλα με κανονικά ρούχα. Είδα όμως κάτι άλλο. Είδα ένα παζλ. Ένα παζλ με μικρά κομμάτια, που πρέπει να ήταν κάμποσες εκατοντάδες — από τα δύσκολα. Είχε χυθεί από το κουτί και ήταν εκεί, ένα βουναλάκι από χρωματιστά κομμάτια.

Ναι, κάποιος σκέφτηκε πως ήταν καλή ιδέα να πετάξει το παζλ του μέσα στο κουτί για τα ρούχα των απόρων.

Ειλικρινά, δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα μερικές φορές. Κι όχι επειδή δεν είμαι σε θέση να το κάνω. Αλλά επειδή δεν υπάρχει.