- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ και οι ημέρες που θα έρθουν
Πώς η αποκατάσταση της ομαλότητας και η αποφυγή εμφύλιων συγκρούσεων εξαρτάται από τη στάση του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ
Η δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, η πολιτική και απολιτική βία, ο κοινωνικός διχασμός και το συλλογικό τραύμα – Πώς μπορεί η αμερικανική δημοκρατία να αντέξει τις δοκιμασίες
Ο 22χρονος Τάιλερ Τζέιμς Ρόμπινσον κρατείται, από την περασμένη Πέμπτη, στη φυλακή της κομητείας στη Γιούτα, περιμένοντας την επίσημη απόδοση των κατηγοριών —εκ προθέσεως και προμελέτης ανθρωποκτονία (aggravated murder) του Τσάρλι Κερκ, παράνομη οπλοχρησία και παρεμπόδιση δικαιοσύνης— στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, πιθανώς αύριο. Η σύλληψή του ήταν εύκολη: ο πατέρας του, εγγεγραμμένος Ρεπουμπλικανός και φιλήσυχος χριστιανός πολίτης, ειδοποίησε την αστυνομία, αφού τον αναγνώρισε στα πλάνα που έδωσε στη δημοσιότητα το FBI. Οι αρχές ανέφεραν ότι ανακτήθηκε το εικαζόμενο όπλο, ένα κλασικό bolt-action τουφέκι (.30-06) κι ότι στους κάλυκες υπήρχαν χαραγμένες οι φράσεις «Bella Ciao» και «Hey fascist, catch!», καθώς και memes διαφόρων διαδικτυακών ομάδων. Την είδηση της σύλληψης επιβεβαίωσαν την Παρασκευή ο κυβερνήτης της πολιτείας Σπένσερ Κοξ και ο επικεφαλής του FBI Κας Πατέλ σε συνέντευξη Τύπου, στην οποία ο Κοξ έκανε έκκληση για ειρήνη και προσευχή — οι Γιουτανοί φαίνεται ότι, προς το παρόν, τον άκουσαν.
Ο Κοξ φαίνεται διατεθειμένος να αφήσει το σύστημα της Δικαιοσύνης να λειτουργήσει χωρίς να παρέμβει, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. Αντιθέτως, ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν ξέρει τι σημαίνει διάκριση των εξουσιών, ζήτησε τη θανατική ποινή για τον Ρόμπινσον, έχοντας αποδώσει ευθύνες για τον φόνο στη ριζοσπαστική αριστερά — προτού καν αποκαλυφθεί η ταυτότητα του δράστη και αποδειχθεί η ενοχή του. Για μια ακόμα φορά είναι φανερό ότι, αν οι Ρεπουμπλικανοί ή, έστω, η πλειοψηφία των Αμερικανών ονειρεύονται την εγκαθίδρυση χριστιανικής δημοκρατίας, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ο άνθρωπός τους — το κατάλληλο πρόσωπο για την υλοποίηση του αρχαίου οράματος των Πουριτανών πρέπει να αναζητηθεί στη δεξαμενή πολιτικών όπως ο Σπένσερ Κοξ, ο οποίος εξάλλου, όπως και το 60% των κατοίκων της Γιούτα, τυγχάνει μέλος της Εκκλησίας του Ιησού των Τελευταίων Ημερών (Μορμόνος).
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποδαυλίζει εμφύλιο πόλεμο, ενώ άλλοι εκλεγμένοι διατυπώνουν επιφυλάξεις για τον τρόπο με τον οποίον η προεδρία διαχειρίζεται την πολιτική βία
Επιμένω σ’ αυτό: ο Ντόναλντ Τραμπ και το στενό περιβάλλον του υποδαυλίζουν εμφύλιο πόλεμο, ενώ άλλοι εκλεγμένοι, μεταξύ των οποίων και Ρεπουμπλικανοί —ο Άνταμ Κίνζιντζερ και ο Τζο Γουόλς (πρώην βουλευτές από το Ιλλινόι), η Λιζ Τσέινι (πρώην βουλευτής από το Γουαϊόμινγκ), ο Μάικ Τζόνσον (Πρόεδρος της Βουλής), ο Μπράιαν Φιτζπάτρικ (βουλευτής από την Πενσυλβάνια), ο Ντον Μπέικον (βουλευτής από τη Νεμπράσκα)—, διατυπώνουν επιφυλάξεις για τον τρόπο με τον οποίον η προεδρία διαχειρίζεται την πολιτική βία. Καθώς και τη βία γενικότερα: προχθές, μέσα στην αναμπουμπούλα, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να στείλει την Εθνοφρουρά στο Μέμφις διότι «η πόλη έχει πρόβλημα» —αν και όντως «η πόλη έχει πρόβλημα», πρώτον, η εγκληματικότητα έχει μειωθεί φέτος, και δεύτερον, ο πρόεδρος έχει δικαίωμα να στείλει την Εθνοφρουρά μόνο με πρόσκληση και έγκριση του τοπικού κυβερνήτη, ή μόνο επικαλούμενος τον Νόμο περί Εξέγερσης (Insurrection Act). Δεν τίθεται θέμα ξεσηκωμού στο Μέμφις. Ο Ντόναλντ Τραμπ ενσπείρει διχόνοια και οξύνει εντάσεις.
Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ έχουν παγιδευτεί, για μιαν ακόμα φορά, σε έναν κύκλο πολιτικής βίας και τρομοκρατίας. Αν και κατάφεραν να περιορίσουν σχετικά γρήγορα την οργανωμένη βία των μαρξιστικών οργανώσεων της δεκαετίας του 1970, φαίνεται πως έχουν αποτύχει στην αντιμετώπιση της «μοναχικής» εγχώριας τρομοκρατίας — εκείνης που ασκούν ακροδεξιοί, ακροαριστεροί (σπανιότερα), ρατσιστές, ψυχοπαθείς, χριστιανοαναρχικοί περιθωριακοί και φυλακόβιοι προφήτες της Συντέλειας. Γενικά μιλώντας, η δράση ομάδων μπορεί να ελεγχθεί (παρακολούθηση, εξάρθρωση), ενώ η δράση μεμονωμένων ατόμων δεν μπορεί: η (σχεδόν) ελεύθερη οπλοφορία και οπλοχρησία καθιστούν δυνάμει τρομοκράτη οποιονδήποτε κάτοικο των Ηνωμένων Πολιτειών, ιδιαίτερα στο περιβάλλον του υποφώσκοντος εμφυλίου πολέμου. Από την πλευρά τους, οι αμερικανικές αρχές έχουν χρησιμοποιήσει κατασταλτικές μεθόδους σε έκταση και ένταση που δεν εφαρμόζονται πουθενά αλλού στον δυτικό κόσμο —τεράστιο δίκτυο παρακολουθήσεων, μέτρα ασφαλείας, κατασκοπεία, επιτήρηση, εισοδισμό, συλλήψεις μεγάλου αριθμού υπόπτων για συνενοχή, δίκες επίσης για μεγάλο αριθμό συνενόχων, βαριές ποινές φυλάκισης— για να αντιμετωπίσουν την τρομοκρατική βία, η οποία, επαναλαμβάνω, στο πέρασμα των δεκαετιών προερχόταν πρωτίστως από την ακροδεξιά, από τις εξτρεμιστικές ρατσιστικές οργανώσεις κι από τα μεμονωμένα άτομα που επηρεάζονταν από αυτές εντός και εκτός του Διαδικτύου. Καθώς στις ΗΠΑ οι οργανωτικές δομές είναι χαλαρές, τα άτομα δρούσαν συνήθως σαν «μοναχικοί λύκοι»· τα τελευταία τριάντα χρόνια η οργανωτικότητα έχει ενισχυθεί μέσω του Διαδικτύου. Τέτοιο παράδειγμα είναι η εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου 2021, στην οποία οι Proud Boys και οι Oath Keepers έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο: αλλά, και πάλι, η πλειονότητα των συμμετεχόντων δεν συνδέονταν οργανικά με τις εν λόγω ομάδες· ενήργησαν με το ένστικτο της αγέλης.
Σε ό,τι αφορά την αριστερή βία, πρέπει να τονιστεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εκατομμυρίων Αμερικανών που ανησυχούν για την κατάχρηση εξουσίας κατά των μειονοτικών κοινοτήτων και για διάφορα αληθινά ή φανταστικά προβλήματα που προβάλλει η αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν πρόθεση για βία ή για ακρότητες. Ομοίως, τα εκατομμύρια των Αμερικανών που ασκούν το συνταγματικό δικαίωμα της οπλοφορίας, που ανησυχούν για την (αντιληπτή) υπερ-παρουσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και τίθενται εναντίον της μετανάστευσης δεν είναι απαραιτήτως επιρρεπείς στη βία. Στο περιθώριο κινούνται ορισμένοι vigilanti, μέλη τζιχαντιστικών ομάδων και μερικοί Antifa και οικοτρομοκράτες —μια ετικέτα που χαρακτηρίζει τους αριστερούς εξτρεμιστές. Αλλά, αντίθετα με πολλά σχόλια στα δεξιά ΜΜΕ, οι Antifa δεν είναι συμπαγής ομάδα: μόνο ένα μέρος αυτών είναι θερμοκέφαλοι «αντιρατσιστές», «αντικαπιταλιστές» κτλ που πιστεύουν ότι είναι απαραίτητη η προετοιμασία «για βίαιη αυτοάμυνα». Η «αυτοάμυνα», που νοείται έναντι ομάδων όπως οι Proud Boys, πράγματι μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο: συνέβη τον Ιούλιο του 2019, όταν ένας ακτιβιστής επιτέθηκε σε κέντρο κράτησης της Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Τελωνείων στην Τακόμα της Ουάσιγκτον με τουφέκι και βόμβες. (Ήθελε, είπε, να απελευθερώσει τους υπό κράτηση αλλοδαπούς.) Όμως, αν και το μείγμα γίνεται εκρηκτικό όταν οι Antifa έρχονται σε αντιπαράθεση με δεξιούς εξτρεμιστές, δεν έχει σημειωθεί βίαιος θάνατος σε καμιά από τις συχνές συγκρούσεις μεταξύ των δύο άκρων. Σ’ αυτές τις εκτιμήσεις δεν χωρούν αξιολογήσεις περί του πόσο αντιπαθητικοί είναι οι Antifa ή οι ρατσιστές αντιστοίχως· δεν χωρά δηλαδή η νοοτροπία με την οποία έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές (στην Ελλάδα και αλλού) και η οποία φαίνεται ότι επικρατεί στις διαδικτυακές ανταλλαγές.
Οι ΗΠΑ, όπως οι περισσότερες χώρες στον κόσμο, έχουν μακρά ιστορία εξτρεμισμού. Όμως, εξαιτίας της γενικότερης πολιτικής έναντι στο βίαιο έγκλημα και άλλων κοινωνικών και νομικών παραγόντων —υπενθυμίζεται ότι στις 27 από τις 50 πολιτείες η ανθρωποκτονία μπορεί να τιμωρηθεί με θάνατο· οπωσδήποτε, η θανατική ποινή έχει κάποια αποτρεπτική επίδραση ιδιαίτερα στους προμελετημένους φόνους— τα θύματα της εξτρεμιστικής βίας ήταν πάντοτε λίγα. Απ’ όσο ξέρω, στην εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, έχει καταγραφεί μονάχα ένας φόνος που αποδίδεται σε αριστερό εξτρεμιστή: το 2020 ο Μάικλ Φόρεστ Ρέινολ πυροβόλησε και σκότωσε ένα μέλος της δεξιάς εξτρεμιστικής οργάνωσης Patriot Prayer στο Πόρτλαντ. Ο δολοφόνος είχε υπάρξει μέλος της περιφρούρησης σε αριστερές διαδηλώσεις και περιέγραφε τον εαυτό του ως αντιφασίστα, αλλά δεν ήταν μέλος καμιάς τοπικής οργάνωσης Antifa: δεν μπορούμε να μάθουμε περισσότερα επί του θέματος· ο Ρέινολ σκοτώθηκε από πυρά της ομοσπονδιακής ομάδας σύλληψης. Πάει κι αυτός.
Από το 2001 —αναφέρω αυτό το ορόσημο διότι από τότε πολλά άλλαξαν στις ΗΠΑ— οι ακροδεξιοί εξτρεμιστές έχουν σκοτώσει τουλάχιστον 130 ανθρώπους στις Ηνωμένες Πολιτείες: στη Συναγωγή του Πίτσμπεργκ το 2018, στο εμπορικό κέντρο στο Ελ Πάσο το 2019, στην αγορά του Μπάφαλο το 2022, σε εμπορικό κέντρο στο Τέξας το 2023. Το πρόβλημα με την πάταξη του ακροδεξιού εγκλήματος τα τελευταία χρόνια είναι ότι φτάνει μέχρι την κορυφή: ότι υπάρχει κάλυψη από ένα μέρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και βεβαίως από τον ίδιον τον Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, οι θεσμοί, όπου έχουν επιβιώσει, συμπεριφέρονται διαφορετικά: η αστυνομία και τα δικαστήρια είναι αδυσώπητα, μολονότι από το εσωτερικό της αστυνομίας δεν λείπουν τα εξτρεμιστικά στοιχεία. Είτε βολεύει την πολιτική του Ντόναλντ, των φανατικών ευαγγελιστών ή/και των αριστερών εξτρεμιστών, είτε όχι, ο ποινικός κώδικας στις ΗΠΑ δεν δίνει περιθώρια να αφήνονται ελεύθεροι οι παραβάτες των βίαιων εγκλημάτων, ακόμα κι όταν η βία δεν είναι θανατηφόρα: σπάνια κυκλοφορεί ελεύθερος κάποιος με βαρύ ποινικό μητρώο —όπως μπορεί να συμβαίνει στην Ευρώπη (και ιδιαίτερα στην Ελλάδα).
Δεν υπάρχει ατιμωρησία: αν τα αποτελέσματα της δίωξης του βίαιου εγκλήματος στις ΗΠΑ παραμένουν αβέβαια, οφείλεται στην ίδια τη φύση και τη σύνθεση της αμερικανικής κοινωνίας
Με αυτή τη σταθερότητα, οι Αμερικανοί καταπολέμησαν, όπως είπα, την αριστερή τρομοκρατία από το τέλος της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στη συνέχεια τις τρομοκρατικές τάσεις που εκδηλώνουν κατά καιρούς δολοφόνοι κατά συρροή όπως ο περιβόητος Unabomber και ο Τίμοθι ΜακΒέι, δράστης της πολύνεκρης βομβιστικής επίθεσης στην Οκλαχόμα το 1995. Και καθώς στις ΗΠΑ οι φόνοι δεν παραγράφονται, όσοι τρομοκράτες δεν έχουν συλληφθεί, καταζητούνται ακόμα. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει ατιμωρησία: αν τα αποτελέσματα της δίωξης του βίαιου εγκλήματος στις ΗΠΑ παραμένουν αβέβαια, οφείλεται στην ίδια τη φύση και τη σύνθεση της αμερικανικής κοινωνίας, η δημιουργία της οποίας περιελάμβανε εγγενώς τη διάσταση της πολυμορφίας, του ανταγωνισμού και της επιθετικότητας. Πάντως, αν ληφθούν υπόψη τα περίπλοκα φαινόμενα του οργανωμένου εγκλήματος και της εκτεταμένης βίας στο κοινωνικό σώμα την οποία οξύνει η οπλοφορία, η έλλειψη ατιμωρησίας έχει αποδώσει καρπούς. Μέχρις ενός σημείου φυσικά, εφόσον, μερικές φορές, η υπερβολική αστυνόμευση και η αναντιστοιχία των ποινών μειώνουν την αποτελεσματικότητα του συστήματος λογοδοσίας.
Έρχομαι στο πικρό σήμερα. Σε διάστημα λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, στις ΗΠΑ έχουν συμβεί δύο απόπειρες δολοφονίας κατά του Ντόναλντ Τραμπ, απόπειρα δολοφονίας κατά του γερουσιαστή Τζον Χόφμαν και της συζύγου του στη Μινεσότα, δολοφονία της βουλευτού Μελίσα Χόρτμαν από τη Μινεσότα και του συζύγου της, δολοφονία του Μπράιαν Τόμσον, Διευθύνοντος Συμβούλου της UnitedHealth και όλως προσφάτως του φονταμενταλιστή χριστιανού Τσάρλι Κερκ. Η περίπτωση του Κερκ είναι κάπως ιδιαίτερη διότι δεν επρόκειτο για αιρετό αξιωματούχο και ο θάνατός του συνέβη μπροστά σε πλήθος περίπου 3.000 ανθρώπων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή για να σωθούν — δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα. Μετά από αυτό, είναι λογικό να αναρωτηθούμε τι θα ακολουθήσει κι αν στις Ηνωμένες Πολιτείες θα πληθύνουν οι επιθέσεις, αν θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο ο κοινωνικός διχασμός και το συλλογικό τραύμα, κι αν η αμερικανική δημοκρατία θα αντέξει τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες.
Μετά την απόπειρα δολοφονίας του (τότε υποψηφίου) Ντόναλντ Τραμπ το 2024, οι πολιτικές ηγεσίες προσπάθησαν να κατευνάσουν τα πνεύματα: εξάλλου, ο δράστης εκτελέστηκε επί τόπου από πυρά της ομάδας ελεύθερων σκοπευτών και ένα άλλο άτομο, που κατηγορήθηκε για παθητική συνενοχή, δικάζεται αυτές τις μέρες στη Φλόριντα. Ουσιαστικά το κεφάλαιο της επίθεσης κατά του Ντόναλντ Τραμπ έχει κλείσει με τον πρόεδρο ενισχυμένο και ηρωοποιημένο. Σήμερα, μετά τη δολοφονία του Τσάρλι Κερκ, και παρά την κατευναστική στάση του Σπένσερ Κοξ, υπάρχει κίνδυνος ενδόρρηξης: ο Κας Πατέλ από το FBI αναφώνησε ότι θα δει τον Κερκ «στη Βαλχάλα» (στον παράδεισο των πολεμιστών), ενώ το ένα λεπτό σιγής στη Βουλή για τον Κirk εκφυλίστηκε σε ιαχή. Κι όμως, τα δεδομένα από την πλευρά των απλών Αμερικανών είναι ξεκάθαρα: λιγότερο από το 2% πιστεύουν ότι η πολιτική δολοφονία είναι αποδεκτή. Το βασικό πρόβλημα στην αμερικανική κοινωνία δεν είναι η επιθυμία για βία, αλλά η βαθιά εσφαλμένη αντίληψη για την αντίθετη πλευρά: οι Αμερικανοί εκτιμούν ότι σχεδόν το ένα τρίτο των πολιτικών τους αντιπάλων χειροκροτούν τις δολοφονίες των εχθρών τους· πιστεύουν δηλαδή ότι έχουν απέναντί τους δολοφονικές συμμορίες. Οι Ρεπουμπλικανοί φοβούνται ότι οι Δημοκρατικοί και γενικότερα οι αριστεροί είναι επικίνδυνοι ριζοσπάστες· οι Δημοκρατικοί φοβούνται ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν εξελιχθεί σε αιμοσταγείς φασίστες. Αυτές τις προκαταλήψεις καλλιεργούν πολλά στελέχη από αμφότερα τα κόμματα: τα κίνητρα της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής ανταμείβουν τον εξτρεμισμό. Η συγκέντρωση χρημάτων, η προσοχή των μέσων ενημέρωσης και η κινητοποίηση της βάσης συνδέονται με γλώσσα Αποκάλυψης και υψηλού διακυβεύματος η οποία έχει τεράστιο μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο κόστος —τη διάβρωση της δημοκρατικής σταθερότητας— που πολλοί εκλεγμένοι φαίνονται πρόθυμοι να αγνοήσουν.
Την κλιμάκωση της πολιτικής βίας ακόμα και σε χώρες με μακρύ και βαρύ ιστορικό όπως οι ΗΠΑ ευνοούν τέσσερις συνθήκες: η παρακμή των δημοκρατικών θεσμών, ο διχασμός λόγω φυλής, θρησκείας ή εθνοτικής καταγωγής, η ενθάρρυνση της βίας εκ μέρους πολιτικών εκλεγμένων ή άλλων δημαγωγών, η εύκολη πρόσβαση στα όπλα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πληρούν και τα τέσσερα αυτά κριτήρια: για τη δολοφονία του Κερκ ευθύνονται όλα τούτα με πιο πρόσφατους παράγοντες τον κύκλο του Ντόναλντ Τραμπ (MAGA κτλ) και τους εξτρεμιστές των ηλεκτρονικών δικτύων που ενσταλάζουν υπαρξιακούς φόβους στο κοινό και αναδεικνύουν το δικαίωμα της οπλοφορίας σε έμμονη ιδέα.
Αν οι νομοθέτες ήταν πρόθυμοι να περιορίσουν τους αλγορίθμους που ενισχύουν τις θεωρίες συνωμοσίας, την παραπληροφόρηση και το μίσος, θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν αυτόν τον αγωγό που τροφοδοτεί τον βίαιο εξτρεμισμό
Τι πρέπει να γίνει ώστε να σταματήσει η ολίσθηση προς τη βία: Πρώτον, το Δημοκρατικό κόμμα πρέπει να ανασυνταχθεί και να απομονώσει τους εξτρεμιστές· δεύτερον, πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να ελεγχθεί ο αγωγός της ριζοσπαστικοποίησης που διατρέχει μια μακρά σειρά αμερικανικών ψηφιακών επιχειρήσεων. Αν οι νομοθέτες ήταν πρόθυμοι να περιορίσουν τους αλγορίθμους που ενισχύουν τις θεωρίες συνωμοσίας, την παραπληροφόρηση (είναι απαραίτητο να επανέλθει ο νόμος περί fairness στα ΜΜΕ) και το μίσος, θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν αυτόν τον αγωγό που τροφοδοτεί τον βίαιο εξτρεμισμό.
Οι εμπειρίες από άλλες χώρες δείχνουν ότι αν και είναι δύσκολο να επιβραδυνθούν τέτοιοι κύκλοι πολιτικής βίας, δεν είναι εντελώς αδύνατο. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, μπορούν να γίνουν δύο πράγματα: πρώτον, οι πολιτικές ηγεσίες και οι διάφοροι ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών πρέπει να συνεργαστούν για να αποκαταστήσουν τους κανόνες που αναστέλλουν τη βία· ταυτοχρόνως, απαιτείται καταδίκη κάθε μορφής βίας χωρίς την ποταπότητα του «ναι μεν αλλά», δηλαδή ανεξάρτητα από πολιτικές τάσεις ή υποτιθέμενες αιτίες. Αυτό, φυσικά, είναι δύσκολο σε ένα πλαίσιο όπου η κριτική της πολιτικής βίας ακολουθεί κομματικές γραμμές: και πάλι είναι αναπόφευκτη η αναφορά στο ελληνικό παράδειγμα που αποτελεί την πιο ακραία μορφή αυτής της πολιτικής αχρειότητας. Παραλλήλως, είναι κρίσιμο να αναγνωριστεί ότι η βία δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας — δεν πρόκειται για ιδιότητα ενός καθορισμένου βίαιου κινήματος, αλλά για ένα ολόκληρο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που την ευνοεί στο σύνολό του. Αυτό το επιχείρημα δύσκολα το δέχονται οι άνθρωποι, ιδιαίτερα αν αισθάνονται οργή για συγκεκριμένες πολιτικές παρατάξεις και άτομα· αλλά είναι απαραίτητο να γίνει αποδεκτό προκειμένου οι Ηνωμένες Πολιτείες να αποφύγουν την εμφύλια σύρραξη.
Στις ΗΠΑ οι περισσότερες πράξεις βίας και τρομοκρατίας δεν έχουν κομματικό κίνητρο ή πολιτικό χρωματισμό. Οι δράστες και τα θύματα πυροβολισμών σε σχολεία, επιθέσεων με φυλετικά κίνητρα και στοχευμένων δολοφονιών πολιτικών ηγετών, επιχειρηματικών και δημόσιων αξιωματούχων δεν είναι κομματικοί ή έστω συνεκτικά πολιτικοί. Επειδή οι δολοφονίες δεν υποκινούνται από κοινή πολιτική ατζέντα, αποτελούν εκδήλωση ατομικής ευπάθειας στο εσωτερικό μιας εξαιρετικά πολωμένης, βαριά οπλισμένης κοινωνίας. Αν και οι αμερικανικές εξτρεμιστικές ομάδες που μοιράζονται κοινή ατζέντα —είτε πρόκειται για λευκά εθνικιστικά δίκτυα, κύκλους «προετοιμασίας» ή για πολιτοφυλακές— εξακολουθούν να υπάρχουν, είναι κατακερματισμένες· κανείς δεν έχει εκπονήσει σχέδιο εξέγερσης από τα κάτω· όπως είπα, τις συγκρούσεις προκαλεί η δημαγωγία από τα πάνω.
Η κατάσταση εκφυλίζεται περισσότερο λόγω της παραμέλησης των προβλημάτων ψυχικής υγείας. Τον κίνδυνο μπορούν να μειώσουν μέτρα που δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε όπλα υψηλής χωρητικότητας (η οποία, στη Γιούτα, είναι ευκολότερη από όσο στις περισσότερες πολιτείες), που διευρύνουν τις δυνατότητες της αστυνομίας και των δικαστηρίων να εντοπίζουν και να περιορίζουν επικίνδυνα άτομα και που ενισχύουν την προστατευτική πληροφόρηση γύρω από πολιτικά πρόσωπα. Είναι επίσης κρίσιμες οι παρεμβάσεις σε επίπεδο κοινότητας με σκοπό την ελαχιστοποίηση και την ανίχνευση της ριζοσπαστικοποίησης και την αντιμετώπιση των εξτρεμιστικών μηνυμάτων στο διαδίκτυο.
Η ομαλότητα δεν επιβάλλεται με επιδείξεις ισχύος της εθνοφρουράς, ούτε με περικοπές της κυβερνητικής χρηματοδότησης σε προγράμματα και οργανισμούς που καταπολεμούν την εγχώρια τρομοκρατία και την πολιτική βία
Προπάντων, οι Αμερικανοί πρέπει να καταλάβουν —αν τους αφήσουν τα ΜΜΕ τύπου Fox και τα podcasts των συνωμοσιολόγων που έχουν επιτύχει μαζική πλύση εγκεφάλου— ότι, εκλέγοντας τον Ντόναλντ Τραμπ, παραμέρισαν τους δημοκρατικούς θεσμούς για χάρη μιας ψυχοπαθητικής προσωπικότητας, η οποία δίνει τον τόνο σε ολόκληρο το έθνος. Τι είναι εκείνο στη διοίκηση του Τραμπ που τροφοδοτεί τη βία; Το ότι η ίδια η προεδρία δεν εμπιστεύεται το πολιτικό σύστημα: με αυτό το παράδοξο εντείνει τη δυσαρέσκεια για την αντιληπτή (όχι αληθινή) ιδέα ότι η φωνή πολλών δεν ακούγεται κι ότι όλες οι ειρηνικές οδοί είναι κλειστές, ασήμαντες ή ενέχουν σημαντικό προσωπικό κίνδυνο. Με λίγα λόγια, καθώς η προεδρία περιφρονεί τους θεσμούς, όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η βία μπορεί να δικαιολογηθεί ως μέσον της «ορατότητάς» τους. Επομένως, για να μην εξελιχθεί ο κύκλος της εκδίκησης, οι πολίτες πρέπει να απορρίψουν τις εκκλήσεις για αντίποινα και να προθυμοποιηθούν να συμμετέχουν σε διακομματικές προσπάθειες αποκατάστασης της ομαλότητας. Η ομαλότητα δεν επιβάλλεται με επιδείξεις ισχύος της εθνοφρουράς — τις οποίες ενδέχεται να δούμε συχνότερα στο μέλλον εξαιτίας της βαθιάς ανοησίας του Ντόναλντ Τραμπ (το έχω ξαναγράψει, δεν πρόκειται για έξυπνο άνθρωπο)— ούτε με περικοπές της κυβερνητικής χρηματοδότησης σε προγράμματα και οργανισμούς που καταπολεμούν την εγχώρια τρομοκρατία και την πολιτική βία.
Δεν νομίζω ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να αποτιμήσουμε τον βίο και την πολιτεία του Τσάρλι Κερκ —το ποιόν του δεν έχει καμία σημασία. Οι εφημερίδες που αναλύουν τις πεποιθήσεις του Κερκ, χωρίς να έχουν καμία γνώση των Ηνωμένων Πολιτειών ή κάποια άλλη γνώση, επιδεικνύουν την έλλειψη ήθους που τις χαρακτηρίζει. Όσο για το τι θα ακολουθήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν εξαρτάται ούτε από το κίνητρο του δράστη —το οποίο δεν καλογνωρίζουμε ακόμη— ούτε από το ποιος ήταν ο Ρόμπινσον (αν έπασχε, ας πούμε, από διαγνωσμένη ψυχική διαταραχή) ή από το ποιος ήταν ο Κερκ· εξαρτάται από το πώς όσοι έχουν δημόσιο λόγο στις ΗΠΑ θα πλαισιώσουν τη δολοφονία τις επόμενες ημέρες. Αν οι ελίτ και τα μέσα ενημέρωσης την αντιμετωπίσουν ως το προβλέψιμο κόστος της πολιτικής, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα μάθουν να αποδέχονται την εξόντωση των εχθρών ως μέρος της αμερικανικής ζωής.