Κοσμος

H πτώση των αγαλμάτων: Μπορεί το παρελθόν να διαγραφεί;

Η αποκαθήλωση ιστορικών µνηµείων και η προσπάθεια να γραφτεί ένα πιο ηθικό ιστορικό αφήγηµα

giorgos-karouzakis-bio
Γιώργος Καρουζάκης
ΤΕΥΧΟΣ 21ος αιώνας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
H πτώση των αγαλμάτων: Μπορεί το παρελθόν να διαγραφεί;
© Giulia Spadafora / Getty Images

Επιβιώνοντας τον 21ο αιώνα - Οι πολιτικές, οι τάσεις, τα ρεύµατα της εποχής µας: Η επίθεση στα αγάλματα, οι συμβολισμοί , οι ερμηνείες

Η εικόνα έχει γίνει οικεία: αποκεφαλισμένα αγάλματα πεσµένα στο έδαφος, γκραφίτι, κόκκινη ή µαύρη µπογιά στα πρόσωπα και στα µέλη όσων από αυτά δεν µπορούν να αποκαθηλωθούν ή να ξεβιδωθούν για να σωριαστούν στο έδαφος. Τα αγάλµατα πέφτουν ή µουτζουρώνονται, το ένα µετά το άλλο, στις Ηνωµένες Πολιτείες και στον Καναδά, στο Ηνωµένο Βασίλειο, στη Γαλλία, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία· σχεδόν παντού.

Το νέο κύµα ακτιβισµού µε στόχο τα αγάλµατα και τα µνηµεία ξέσπασε ύστερα από τη δολοφονία του 45χρονου Αφροαµερικανού Τζορτζ Φλόιντ από τον λευκό αστυνοµικό Ντέρεκ Tσόβιν στη Μινεάπολη των ΗΠΑ στις 25 Μαΐου του 2020. Ο Φλόιντ ξεψύχησε έχοντας το γόνατο του αστυνοµικού στον λαιµό του επί εννέα λεπτά. Η οργή για τον θάνατο του Φλόιντ αναζωπύρωσε το κίνηµα Black Lives Matter, που ξεκίνησε το 2013 ως hashtag στο Facebook, µετά την αθώωση του εθελοντή φύλακα Τζορτζ Ζίµερναν. Ο τελευταίος, έναν χρόνο νωρίτερα, είχε δολοφονήσει τον 17χρονο µαύρο Τρέιβον Μάρτιν στο Στάνφορντ της Φλόριντα.

Η δολοφονία του Φλόιντ προκάλεσε αρχικά ένα τεράστιο κίνηµα διαµαρτυρίας εναντίον της αστυνοµικής βίας, πήρε τη µορφή µαζικών αντιρατσιστικών διαδηλώσεων και στράφηκε στο γκρέµισµα των αγαλµάτων, στη βεβήλωση ή στην καταστροφή µνηµείων στον δηµόσιο χώρο. Στόχο των επιθέσεων αποτελούν κυρίως αγάλµατα ιστορικών προσώπων που συνδέονται µε τη δουλεία, την αποικιοκρατία, τον ιµπεριαλισµό, καθώς η δηµόσια παρουσία τους θεωρείται ότι συντηρεί τον συστηµικό ρατσισµό και τις συναφείς ιστορικές αφηγήσεις.

Η επίθεση στα αγάλµατα

Τα μνημεία που πλήττονται συνιστούν για ορισµένους ακτιβιστές και πανεπιστηµιακούς το υλικό αποτύπωµα µιας «γενεαλογικού» τύπου, καταγωγικής, αντίληψης για τον σύγχρονο ρατσισµό, µε ρίζες στην εποχή της δουλείας. Ο David MacDonald, καθηγητής Πολιτικής Επιστήµης στο Πανεπιστήµιο του Guelph, στον Καναδά, υποστηρίζει ότι «οι διαµαρτυρίες αναδεικνύουν τον ρατσισµό των ιστορικών µορφών, τις ρατσιστικές κοινωνίες που παρήγαγαν αυτές τις αναπαραστάσεις και τους τρόπους µε τους οποίους τα αγάλµατα συνεχίζουν να εξοµαλύνουν και να αποκρύπτουν τη βία των εποίκων και τον συστηµικό ρατσισµό [1]». Συνεπώς, ο ρατσισµός, σύµφωνα µε αυτήν την αντίληψη, εµφανίζεται ως διαχρονικό µέσο καταπίεσης και επιβολής που χρησιµοποιούν οι εξουσιαστές και οι µηχανισµοί τους εναντίον των µειονοτήτων. Η επίθεση στα αγάλµατα φαίνεται να αποκαλύπτει την ισχύ αυτής της κληρονοµιάς µίσους µε µια βίαιη αλλά συµβολική χειρονοµία που υπογραµµίζει την αδικία. 

Η Christiana Abraham, καθηγήτρια Επικοινωνίας στο Πανεπιστήµιο Concordia του Καναδά, συνοψίζει το θέµα της πρόσφατης διαµάχης στην επιστηµονική επιθεώρηση «Atlantis» [2] αναφερόµενη στις «εµφατικές και συµβολικές επιδείξεις» καταστροφής, σε ένα είδος «ποιητικής δικαιοσύνης» ή «θείας δίκης» µε ιστορικές προεκτάσεις, «που εφιστά την προσοχή στη βάναυση φύση της αποικιοκρατίας και στη διαρκή κληρονοµιά της». Παραθέτει και τα επιχειρήµατα όσων διαφωνούν µε την καταστροφή των αγαλµάτων· εκείνων, δηλαδή, που πιστεύουν ότι το παρελθόν δεν µπορεί να διαγραφεί, και ότι είναι λάθος να κρίνει κάποιος µε σύγχρονα κριτήρια όσους συνδέθηκαν ή επωφελήθηκαν από τη δουλεία. 

Συστηµική αποκαθήλωση

Η αποκαθήλωση ενός αγάλματος δεν αποτελεί προνόµιο των ακτιβιστών. Τον Νοέµβριο του 2021, η ∆ηµόσια Επιτροπή Εξοπλισµού του δήµου της Νέας Υόρκης αποφάσισε οµόφωνα την αποµάκρυνση του αγάλµατος του τρίτου προέδρου των ΗΠΑ Τόµας Τζέφερσον (1743-1826) από την αίθουσα συνεδριάσεων του δηµαρχείου. Ο Τζέφερσον, εκτός από βασικός συντάκτης της ∆ιακήρυξης της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, ήταν και ιδιοκτήτης 600 και πλέον σκλάβων. Γεγονός που ισχυροποίησε το αίτηµα των Αφροαµερικανών και Λατινοαµερικανών δηµοτικών συµβούλων που κατέληξε στην αποµάκρυνση του αγάλµατός του.

Η Απάνθρωπη Ιστορία

Σε ένα τεκμηριωμένο και διαυγές δοκίμιο [3], ο Γάλλος φιλόσοφος Pierre Vesperini εκφράζει, στο περιοδικό «Philosophie», τη λύπη του για την αποµάκρυνση του αγάλµατος του Tόµας Τζέφερσον από το δηµαρχείο της Νέας Υόρκης. Σε απόσταση από την αγελαία πολεµική που συνοδεύει συχνά τη συζήτηση για το γκρέµισµα των αγαλµάτων, επισηµαίνει τα όρια της «woke» ιδεολογίας, και παρουσιάζει συγκεκριµένες προτάσεις για την υπέρβαση της διαµάχης και την πρόοδο της κοινωνίας σε θέµατα ισότητας και αναγνώρισης των µειονοτήτων.

O Vesperini διακρίνει στη χειρονοµία της επίθεσης κατά των αγαλµάτων µια παρεξήγηση, γράφοντας ότι η ανέγερση ενός αγάλµατος στον δηµόσιο χώρο δεν αποτελεί, ούτε αποτελούσε στο παρελθόν, πιστοποιητικό ηθικής τελειότητας ή αγιοποίησης του ιστορικού προσώπου. ∆ιατηρεί, απλώς, για αιώνες τη µνήµη ενός ανθρώπου του οποίου οι πράξεις είναι τέτοιες που θεωρείται ότι δεν πρόκειται να ξεχαστούν ποτέ. Γι’ αυτό δεν έχει πρόθεση, όπως τονίζει, να υποστηρίξει ότι ο Τζέφερσον ήταν καλός, ήρωας ή ότι o βίος του ήταν αψεγάδιαστος, χωρίς εγκλήµατα. ∆εν µπορεί, όµως, να αγνοήσει ότι ο Τζέφερσον οικοδόµησε κάτι πολύ σπουδαίο: το πρώτο δηµοκρατικό πολίτευµα στον σύγχρονο κόσµο. Υπήρξε ο βασικός συντάκτης της ∆ιακήρυξης της Ανεξαρτησίας, η οποία, πρώτη φορά, διακήρυξε την ισότητα των ανθρώπων σε έναν κόσµο όπου οι ιεραρχίες και οι διακρίσεις φαίνονταν φυσικές. «[…] Τα πεπραγµένα (res gestae) του Τζέφερσον –το θεµέλιο της πρώτης σύγχρονης δηµοκρατίας– ακτινοβόλησαν σε όλον τον κόσµο και ενέπνευσαν οποιονδήποτε αγωνίζεται για την ελευθερία» τονίζει. 

Ο Γάλλος φιλόσοφος δεν υποστηρίζει ότι πρέπει να παραµείνουν όλα τα αγάλµατα προσωπικοτήτων του παρελθόντος στον δηµόσιο χώρο, ούτε σαφώς να µνηµονεύονται εσαεί µε τον ίδιο τρόπο οι πράξεις όλων των ιστορικών προσώπων. Παραθέτει όµως συγκεκριµένα κριτήρια, προτάσσει την επιλογή του διαλόγου· την ανάπτυξη επιχειρηµάτων στη συζήτηση για τις ιστορικές απεικονίσεις σε µία δηµοκρατική κοινωνία. Αντί, για παράδειγµα, να ξεχυθούµε στους δρόµους µε τα σφυριά και τις βαριοπούλες και να γκρεµίζουµε µε προνεωτερικό οίστρο κάθε τι που θεωρούµε ότι συντηρεί τον ρατσισµό και τις προκαταλήψεις. Η Ιστορία, άλλωστε, σύµφωνα µε τον αρθρογράφο, δεν προσφέρει καµιά παρηγοριά. Είναι απάνθρωπη. Αντί, λοιπόν, να αναζητούµε παρηγορητικούς ήρωες, όπως τα παιδιά, είναι προτιµότερο, ως ελεύθερα πνεύµατα, να αναζητούµε την αλήθεια.

Η Ιστορία δεν προσφέρει καµιά παρηγοριά. Αντί, λοιπόν, να αναζητούµε παρηγορητικούς ήρωες, όπως τα παιδιά, είναι προτιµότερο, ως ελεύθερα πνεύµατα, να αναζητούµε την αλήθεια.

Ο ίδιος απορρίπτει γενικότερα την «κουλτούρα της ακύρωσης» για έναν επιπλέον λόγο: αναγνωρίζει σε αυτήν τη «δογµατική ορθοδοξία» ενός νέου πουριτανισµού που, παραδόξως, προέρχεται από έναν κόσµο που κυριαρχούσαν οι λευκοί. Γενικότερα, η αντίθεσή του επικεντρώνεται σε κάθε προσπάθεια που επιχειρεί να χωρίσει την ανθρωπότητα σε καλή και κακή, καθαρή και ακάθαρτη, και να συρρικνώσει την Ιστορία σε µίαν αντιπαράθεση µεταξύ δύο στρατοπέδων, «όπου µόνο οι οπαδοί του καλού µπορούν να εξαλείψουν τη µνήµη του κακού (η αρχαία πρακτική της damnatio memoriae) και να προωθήσουν τη µνήµη του καλού». Εντοπίζουµε σε αυτό «τον διαχωρισµό της ανθρωπότητας σε αγνούς και ακάθαρτους, σε εκλεκτούς και καταραµένους, την εµµονή µε την αµαρτία, την τιµωρία και τον εξαγνισµό, την αναζήτηση της λύτρωσης και, τελικά, την άρνηση κάθε συζήτησης».

Ιστορία και κατήχηση

Αντιθέτως, ο Γάλλος ιστορικός Patrick Boucheron σε αντίστοιχο άρθρο [4] του βλέπει µε συµπάθεια το σύγχρονο αντιρατσιστικό κίνηµα το οποίο σηµατοδοτεί, όπως λέει, την επιστροφή της πολιτικής στη δηµόσια ζωή. Αν και τονίζει ότι ως ιστορικός δεν επιθυµεί να διαγράψει τα στοιχεία που συγκροτούν, για παράδειγµα, την ιστορία της Γαλλίας. Αλλά να τα συµπληρώσει, να τα υπερβεί, να δείξει ότι όσα διδασκόµαστε, καθώς και τα ιστορικά παραδείγµατα που προβάλλουµε στον δηµόσιο χώρο, δεν συγκροτούν ολόκληρη την ιστορία µιας χώρας. Τάσσεται σαφώς υπέρ του διαλόγου και της συζήτησης γύρω από τη διαµάχη, λέγοντας ότι «το ζητούµενο δεν είναι να γκρεµίσουµε τα αγάλµατα, αλλά να θυµηθούµε ότι υπάρχουν για να συζητηθούν, να αλλάξουν, να ταρακουνηθούν και να διαφοροποιηθούν».

Η ανάµειξη των ιστορικών γεγονότων µε την επικαιρότητα αποτελεί µία πρακτική η οποία απορρίπτεται ως ύψιστο σφάλµα στην ιστοριογραφία. Όταν, λοιπόν, αυτή η προσέγγιση εισβάλλει στον δηµόσιο λόγο µε επιθέσεις, έστω «ποιητικές», χωρίς κανόνες, ουσιαστική συζήτηση και επιχειρήµατα µπορεί να γίνει και επικίνδυνη. Στη συγκυρία του πληροφοριακού εκτροχιασµού και της πολλαπλασιασµένης οργής στα Μέσα Κοινωνικής ∆ικτύωσης, µε τους «ακραίους» του πολιτικού φάσµατος να καραδοκούν, η συζήτηση για τον σύγχρονο ρατσισµό καταλήγει σε κραυγές και ανακυκλωµένο µίσος. Στην καλύτερη περίπτωση µπορεί να πάρει τη µορφή κοινότοπων εικονογραφήσεων, εφήµερων καλλιτεχνικών project, να εκπέσει σε trends. Για αυτό ίσως η δριµύτερη κριτική στην «κουλτούρα της ακύρωσης» και εν µέρει στο γκρέµισµα των αγαλµάτων προέρχεται από τον µαύρο καθηγητή γλωσσολογίας στο πανεπιστήµιο Columbia, John McWorther.

Στο βιβλίο του «Woke Racism» [5], µε υπότιτλο «Πώς η νέα θρησκεία προδίδει τη µαύρη Αµερική», εξοµοιώνει το τρίτο αντιρατσιστικό κίνηµα µε µία νέα θρησκεία, εµποτισµένη µε παραδοσιακό φανατισµό, που επιχειρεί µε κάθε µέσο να µετατρέψει τους µαύρους σε θύµατα. «Παρουσιάζοντάς µας» όπως σηµειώνει, «ως αιώνια θυµατοποιηµένες ψυχές, που φέρουν το βάρος και ορίζονται µόνο από τη µνήµη για τα τραύµατα των προγόνων µας εδώ και τέσσερις αιώνες, πάντοτε «παραγνωρισµένοι», πάντα «παρεξηγηµένοι», αιωνίως «δυσαρεστηµένοι». Ο ίδιος φοβάται ότι αυτή η «αντιανθρωπιστική ιδεολογία», όπως την αποκαλεί, και η κατήχηση θα µολύνουν την αίσθηση που θα αναπτύξουν τα παιδιά του για τον εαυτό τους: «Ανατριχιάζω στη σκέψη: δάσκαλοι µε µάτια που λάµπουν από τη ζέση να δείξουν τον αντιρατσισµό τους, γεµίζοντας τα κεφάλια των κοριτσιών µου µε performance art που τους διδάσκει ότι είναι παιδιά-πόστερ και όχι ξεχωριστές προσωπικότητες».

 Η απλοποίηση σύνθετων ζητηµάτων σε µανιχαϊστικά «ντέρµπι»  δυσκολεύει τον αληθινό διάλογο

Ένα είναι σίγουρο: η απλοποίηση σύνθετων ζητηµάτων σε µανιχαϊστικά «ντέρµπι» στη διαδικτυακή οχλαγωγία, εν µέρει στον ακαδηµαϊκό χώρο, και, συχνά, στη δηµοσιογραφία και στον πολιτικό λόγο, δυσκολεύει τον αληθινό διάλογο. Και ζηµιώνει, συνεπώς, τον προσδιορισµό και την προσπάθεια επίλυσης ορισµένων σοβαρών προβληµάτων που πλήττουν δριµύτερα τα πιο αδύναµα µέλη µιας κοινωνίας. Εκείνα που έρχονται καθηµερινά αντιµέτωπα µε προβλήµατα που συνδέονται µε την εργασία, την παιδεία, το σύστηµα υγειονοµικής περίθαλψης και σαφώς µε την αστυνοµική βία.

  1. MacDonald David, «Canada needs to reckon with the relics of its colonial past, including racist statues», 2020
  2. Abraham Christiana, «Toppled Monuments and Black Lives Matter: Race, Gender, and Decolonization in the Public Space. An Interview with Charmaine A. Nelson», journals.msvu.ca/index.php/atlantis/article/view/5552
  3. Vesperini Pierre, Essai sur la politique des statues à l’âge de la “cancel culture”, Philosophie magazine, 17 novembre 2021
  4. Boucheron Patrick: “Notre histoire est plus grande que celle qu’exaltent les apôtres des grandeurs de la France
  5. McWorther John, «Woke Racism: How a New Religion Has Betrayed Black America», Portfolio/Penguin

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση για τα 20 χρόνια Athens Voice «Επιβιώνοντας στον 21ο αιώνα - Οι πολιτικές, οι τάσεις, τα ρεύµατα της εποχής µας», σε επιµέλεια Σώτης Τριανταφύλλου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ