Κοσμος

«Καθαρά Χέρια»: Τριάντα χρόνια από το τέλος της «πρώτης δημοκρατίας» στην Ιταλία

Ποιος ήταν εντέλει ο απολογισμός του 1993;

stavros-papadimas_1.jpg
Σταύρος Παπαδήμας
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Bettino Craxi
Bettino Craxi © Michel Frison / EPA

Ιταλία: Η δικαστική έρευνα «Καθαρά Χέρια», η διαφθορά και ο θάνατος της λεγόμενης «Πρώτης Δημοκρατίας» με την κατάρρευση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων.

Το 1993 ήταν μια χρονιά που η Ιταλία δεν μπορεί να ξεχάσει: αποκαλύφθηκε ό,τι όλοι ήξεραν —η εκτεταμένη διαφθορά σε όλους τους τομείς της ιταλικής ζωής— και, μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, το παλιό πολιτικό σκηνικό αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες. Τι έχει μείνει από την εκστρατεία κατά της διαφθοράς τριάντα χρόνια αργότερα;

Σε αυτή η εκστρατεία, γνωστή με το όνομα Tangentopoli (tangente = λάδωμα, μπαξίσι, μίζα), σχεδόν 5.000 δημόσια πρόσωπα θεωρήθηκαν ύποπτα: πάνω από τα μισά μέλη του ιταλικού κοινοβουλίου κατηγορήθηκαν, ενώ 400 δημοτικά και δημοτικά συμβούλια διαλύθηκαν λόγω υποψιών για διαφθορά. Η εκτιμώμενη αξία των δωροδοκιών που καταβάλλονταν ετησίως στη δεκαετία του 1980 από ιταλικές και ξένες εταιρείες που έκαναν προσφορές για μεγάλα κρατικά συμβόλαια υπολογίστηκε στα 4 δισεκατομμύρια δολάρια. Η Tangentopoli ξεκίνησε στις 17 Φεβρουαρίου 1992 όταν ο δικαστής Antonio Di Pietro συνέλαβε τον Mario Chiesa, μέλος του κεντροαριστερού Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), για δωροδοκία από επιχείρηση καθαρισμού του Μιλάνου. Το PSI, όχι μόνο διαχώρισε τη θέση του τον Chiesa, αλλά ο αρχηγός του κόμματος Bettino Craxi τον αποκάλεσε «mariuolo», «κακό στοιχείο» σε ένα κατά τα άλλα καθαρό κόμμα. Πικραμένος από αυτή τη μεταχείριση από τους πρώην συναδέλφους του, ο Chiesa άρχισε να δίνει πληροφορίες που ενέπλεκαν τους πάντες: έτσι, η έρευνα Μani Ρulite («Καθαρά Χέρια) πήρε τις διαστάσεις που πήρε στο φόντο μιας αλλαγής του πολιτικού σκηνικού η οποία ακολούθησε την κατάρρευση του κομμουνισμού.

Romano Prodi, Antonio Di Pietro
Romano Prodi, Antonio Di Pietro © EPA/FILIPPO MONTEFORTE

Στις γενικές εκλογές του 1992 η κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατία (DC) είχε παραμείνει στην εξουσία με μια κυβέρνηση συνασπισμού και μικρή πλειοψηφία, ενώ τα αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν ενισχυθεί. Ωστόσο, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI) διασπάστηκε, ενώ πολλές ψήφους πήρε η περιφερειοκρατική Λέγκα του Βορρά (LN), η οποία εκείνη την εποχή δεν ήταν διατεθειμένη να σχηματίσει συμμαχίες με άλλα κόμματα. Το κοινοβούλιο που προέκυψε ήταν επομένως αδύναμο και δυσκολευόταν να πετύχει συμφωνία ως προς το νομοθετικό του έργο. Τον Απρίλιο του 1992, πολλές προσωπικότητες από τη βιομηχανία και πολιτικά πρόσωπα από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση συνελήφθησαν με την κατηγορία της διαφθοράς: η αρχή έγινε στο Μιλάνο· αν και φαινόταν μια ακόμα επιφανειακή και τοπική έρευνα, δεν άργησε να εξαπλωθεί και σε άλλες περιοχές της χώρας. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1992, ο Sergio Moroni, στέλεχος του PSI κατηγορούμενος για διαφθορά, αυτοκτόνησε, αφήνοντας μια επιστολή όπου δήλωνε ότι διέπραξε εγκλήματα όχι για προσωπικό του όφελος αλλά για όφελος του κόμματός του. Στη συνέχεια, σε τοπικές εκλογές οκτώ δήμων τον Δεκέμβριο του 1992, η DC έχασε τις μισές ψήφους της· και την επόμενη μέρα, ο Craxi κατηγορήθηκε επισήμως για δωροληψία, πράγμα που οδήγησε στην παραίτησή του από την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Στις 5 Μαρτίου 1993, η κυβέρνηση του Giuliano Amato (PSI) και ο υπουργός Δικαιοσύνης Giovanni Conso (ανεξάρτητος) προσπάθησαν να βρουν μια λύση με ένα διάταγμα το οποίο επέτρεπε την αντικατάσταση των ποινικών διώξεων για διάφορα εγκλήματα που σχετίζονταν με δωροδοκία από «διοικητικές» κατηγορίες, δηλαδή, θα συγχωρούσε κατά κάποιον τρόπο τους κατηγορουμένους για διαφθορά. Αλλά, εν μέσω λαϊκής οργής και πανεθνικών διαδηλώσεων, ο πρόεδρος Oscar Luigi Scalfaro (DC) αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα, θεωρώντας το αντισυνταγματικό. Την επόμενη εβδομάδα, αποκαλύφθηκε ένα σκάνδαλο 250 εκατομμυρίων δολαρίων που αφορούσε την Eni, την ημι-δημόσια επιχείρηση ενέργειας: έτσι, η ροή των κατηγοριών, των ομολογιών και των φυλακίσεων συνεχίστηκε· κάθε μέρα του 1993 έσκαγε κι ένα καινούργιο σκάνδαλο.

Στις 25 Μαρτίου, το κοινοβούλιο άλλαξε τον νόμο υπέρ ενός πλειοψηφικού συστήματος στις δημοτικές εκλογές με σκοπό να επιτευχθεί κάποια σταθερότητα· ένα μήνα αργότερα, οι Ιταλοί ψηφοφόροι υπερψήφισαν σε δημοψήφισμα την κατάργηση του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού συστήματος αναλογικής εκπροσώπησης με αποτέλεσμα ο Amato να παραιτηθεί τρεις ημέρες αργότερα. Σοκαρισμένο ακόμα από τα πρόσφατα γεγονότα, το κοινοβούλιο δεν μπόρεσε να δημιουργήσει νέα κυβέρνηση. Ο Carlo Azeglio Ciampi (ανεξάρτητος), πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας, διορίστηκε επικεφαλής μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης διόρισε τεχνική κυβέρνηση χωρίς πολιτικές επιρροές. Στο μεταξύ, το κοινοβούλιο μπλόκαρε την έρευνα για τον Craxi, με αποτέλεσμα αρκετοί υπουργοί —συμπεριλαμβανομένων των Francesco Rutelli (Πράσινοι) και Vincenzo Visco (Αριστερά)— να παραιτηθούν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Στις νέες τοπικές εκλογές στις 6 Ιουνίου, η DC έχασε ξανά τις μισές ψήφους της και το Σοσιαλιστικό κόμμα ουσιαστικά εξαφανίστηκε, ενώ η Λέγκα του Βορρά έγινε η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στη βόρεια Ιταλία. Τελικά, και τα τέσσερα κόμματα της κυβέρνησης του 1992 —DC, PSI, Ιταλικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα και Ιταλικό Φιλελεύθερο Κόμμα— εξαφανίστηκαν, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές με διαφορετικούς τρόπους. Επέζησαν το Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς που διαδέχτηκε το ΚΚ, το Ιταλικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα. Στις 20 Ιουλίου 1993, ο πρώην πρόεδρος της Eni, Gabriele Cagliari, αυτοκτόνησε με φρικτό τρόπο σε φυλακή του Μιλάνου: αργότερα, η σύζυγός του έδωσε πίσω 3 εκατομμύρια δολάρια από παράνομα κεφάλαια.

Στη διάρκεια εκείνης της μοιραίας χρονιάς, οι δίκες για διαφθορά μεταδόθηκαν από την εθνική τηλεόραση: η πολιτική και βιομηχανική τάξη της Ιταλίας έγιναν θέαμα και οι Ιταλοί βρέθηκαν μπροστά σε ισχυρά πρόσωπα που στην πραγματικότητα ήταν διεφθαρμένα και τρομαγμένα ανθρωπάκια. Ο Craxi παραδέχτηκε ότι το κόμμα του έλαβε 93 εκατομμύρια δολάρια από παράνομα κεφάλαια, αλλά υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι «όλοι το έκαναν αυτό». Είχε δίκιο: ακόμη και η Λέγκα του Βορρά ενεπλάκη σε δίκη, ο δικαστής του Μιλάνου Diego Curtò συνελήφθη και, στη συνέχεια, 80 χρηματοοικονομικές ρυθμιστικές αρχές και 300 προσωπικότητες του χρηματοπιστωτικού κλάδου κατηγορήθηκαν για διαφθορά. Τότε, ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Silvio Berlusconi μπήκε στην πολιτική και κέρδισε στις γενικές εκλογές του 1994: ήταν μια κίνηση για να προστατευτεί από πιθανή δικαστική εξέταση· εξάλλου, ο αδερφός του ομολόγησε ότι ήταν ένοχος δωροληψίας.

Silvio Berlusconi
Silvio Berlusconi © Pool BASSIGNAC/STEVENS/Gamma-Rapho via Getty Images

Το παράδοξο ήταν ότι μετά από εκείνη την τρελή χρονιά, επικράτησε ο Berlusconi ο οποίος φαινόταν κάθε άλλο παρά αδιάφθορος. Μετά την άνοδό του στην εξουσία, πολλοί δικαστές δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να εργαστούν σε μια κατάσταση όπου το καθήκον και η συνείδηση βρίσκονταν σε σύγκρουση και ζήτησαν να τοποθετηθούν σε άλλες θέσεις. Σε αυτό το σημείο ξέσπασε δημόσια σύγκρουση μεταξύ του Berlusconi και του Di Pietro τον οποίον τα ΜΜΕ του Cavaliere εκδικήθηκαν σκορπίζοντας υποψίες για την ακεραιότητά του. Αν και ο Berlusconi και το περιβάλλον του γλίτωσαν από όλες τις κατηγορίες, ο Craxi καταδικάστηκε σωρευτικά σε φυλάκιση πολλών ετών και διέφυγε στην Τυνησία, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του στις 19 Ιανουαρίου 2000.

Το 2001, η κοινή γνώμη είχε στραφεί εναντίον των δικαστών: πολλοί παρατηρητές στην Ιταλία αποδίδουν αυτό το φαινόμενο στην προπαγάνδα των ΜΜΕ του Berlusconi. Ποιος ήταν εντέλει ο απολογισμός του 1993; Αποκαλύφτηκαν οι σχέσεις μεταξύ μεγάλων επιχειρήσεων και κρατικού μηχανισμού: οι μεγάλοι όμιλοι προωθούσαν πολιτικούς οι οποίοι θα εξυπηρετούσαν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τα συμφέροντά τους. Στην αρχή αυτό το «βαθύ κράτος» εντυπωσίασε τους Ιταλούς, στη συνέχεια όμως συνήθισαν και σχετικοποίησαν το πρόβλημα: στο κάτω-κάτω, είχαν ζήσει επί δύο αιώνες το βαθύ κράτος της μαφίας. Στη δεκαετία του 2000 θα ζούσαν κι άλλα σκάνδαλα όπως εκείνο των τραπεζών (Bancopoli) και του ποδοσφαίρου (Calciopoli). Όσο για τον Antonio di Pietro, 72 ετών σήμερα, θήτευσε ως υπουργός Υποδομών στην κυβέρνηση Romano Prodi, ως γερουσιαστής και ως ευρωβουλευτής. O δικαστής Diego Curtò πέθανε στη φυλακή· o χρηματιστής Raul Gardini φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του· ένας από τους δικαστές των Mani Pulite, o Fabio De Pasquale, κατηγορείται αυτές τις ημέρες για αμέλεια προσκόμισης επίσημων εγγράφων στη δίκη για την δωροδοκίας της Eni στη Νιγηρία. Η δίκη, στην οποία κατηγορήθηκαν οι Paolo Scaroni και Claudio Descalzi, πρώην και νυν διευθύνων σύμβουλος της Eni, έληξε τον Μάρτιο του 2021 με την αθώωση όλων των κατηγορουμένων. O De Pasquale σκόνταψε κυριολεκτικά σε έναν τοίχο.

Mani pulite / Tangentopoli: l'inchiesta che fece crollare la Politica della Prima Repubblica

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ