Κοσμος

Οι αμερικανο-ρωσικές σχέσεις στη μεταψυχροπολεμική εποχή

Οι ελπίδες για το μέλλον των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων του 1993 έχουν διαψευστεί πλήρως το 2022

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
clinton-yeltsin.jpg
Μπιλ Κλίντον και Μπορίς Γέλτσιν © Joyce Naltchayan

Τι και γιατί πήγε τόσο στραβά ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ μετά το 1991

Για πάνω από τριάντα χρόνια, διαδοχικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ προσπάθησαν να αναπτύξουν μια βιώσιμη πολιτική έναντι της Ρωσίας. Σε όλη αυτή την περίοδο, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας πέρασαν από ένα οικείο μοτίβο κύκλων όξυνσης-ύφεσης: η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν υποσχόταν να τα καταφέρει καλύτερα. Αλλά it takes two to tango. H πρόθεση του Μπάιντεν ήταν να αναθεωρήσει την πολιτική έναντι της Μόσχας, αλλά, να που η σχέση μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. 

Η Ρωσία, με τις ανατρεπτικές και αδίστακτες ενέργειές της, φέρει μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την επιδείνωση των σχέσεων. Αλλά η πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία έχει σε μεγάλο βαθμό αγνοήσει κρίσιμους παράγοντες όπως η ιστορία, ο πολιτισμός, η γεωγραφία και οι απαιτήσεις ασφάλειας —όπως φαίνονται από τη σκοπιά της Μόσχας. Για τρεις δεκαετίες, οι αμερικανικές κυβερνήσεις έκαναν μη ρεαλιστικές πολιτικές επιλογές και συνέβαλαν στην ασυνεννοησία που εξελίχθηκε σε θανάσιμη εχθρότητα. Ένα επίμονο χαρακτηριστικό της πολιτικής τους προς τη Ρωσία είναι ότι δεν ελάμβαναν υπόψη το ότι οι Ρώσοι ―ηγέτες και λαός― βλέπουν τη χώρα τους ως μια μεγάλη δύναμη που είναι υπεύθυνη για τη μοίρα της και ότι αποστρέφονται την ιδέα της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Οι Ρώσοι θέλουν να επιταχύνουν τη μετάβαση από έναν μονοπολικό σε έναν πολυπολικό κόσμο, απορρίπτουν την προώθηση της δημοκρατίας ως προϋπόθεση διπλωματικών σχέσεων και πιστεύουν ότι έχουν δικαίωμα σε μια σφαίρα επιρροής στην ευρύτερη γειτονιά τους. Οι ηγεσίες καλλιεργούν τον αντιαμερικανισμό και βασίζονται σ’ αυτόν για να νομιμοποιήσουν την επιθετική τους άμυνα έναντι της Δύσης. Δεν απαιτείται σκληρή προσπάθεια: εκτός από ένα μέρος της σοβιετικής νεολαίας στις δεκαετίες 1960-70-80, οι Ρώσοι ήταν ανέκαθεν εναντίον της Δύσης ― η αντιδυτική προπαγάνδα υπήρξε ένας από τους πυλώνες του κομμουνισμού και του σοβιετικού εθνικισμού.

Μετά το υποτιθέμενο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες πίστεψαν πραγματικά σε έναν μονοπολικό κόσμο, χωρίς σφαίρες επιρροής και με γενικευμένη προώθηση της δημοκρατίας και του καπιταλισμού. Αλλά δεν συμφωνούσαν όλοι. Οι Αμερικανοί επέδειξαν τη γνωστή τους υπεραισιοδοξία και τον μαξιμαλισμό: αντί να επικεντρωθούν στα στοιχειώδη —την πυρηνική ισορροπία και τη στρατηγική σταθερότητα, φάνηκαν να ζητούν από τη Ρωσία να κάνει πράγματα που αντιβαίνουν στη φύση της. Υπερτίμησαν τη δύναμη της επιρροής τους ―δεν ήταν ούτε η πρώτη περίσταση, ούτε θα είναι η τελευταία.

Στην Ουάσιγκτον υπήρχε διακομματική συναίνεση ακόμα και πριν από τον σημερινό πόλεμο στην Ουκρανία ότι η Ρωσία είναι εξ ολοκλήρου υπεύθυνη για την κατάρρευση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας. Εισέβαλε στη Γεωργία και στην Ουκρανία και προσάρτησε ένα τμήμα της ουκρανικής επικράτειας, παρενέβη στις αμερικανικές εκλογές του 2016, υποστήριξε τον Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία και τον Νικόλα Μαδούρο στη Βενεζουέλα, και δολοφόνησε ή αποπειράθηκε να δολοφονήσει πρώην Ρώσους αξιωματούχους σε ξένο έδαφος. Αυτές οι ρωσικές δραστηριότητες είναι καλά τεκμηριωμένες και ευρέως κατανοητές. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές είναι κατά πόσον η πολιτική των ΗΠΑ συνέβαλε στην επιδείνωση των διμερών σχέσεων ―όχι της ρωσικής συμπεριφοράς γενικά.

Η Ρωσία, ως πυρηνική υπερδύναμη, είναι η μοναδική χώρα που συνιστά υπαρξιακή απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους. Έχει τεράστιους φυσικούς πόρους χρησιμοποιεί αυτό το πλεονέκτημα για να επιτύχει τους πολιτικούς της στόχους στην Ευρώπη. Έχει χρησιμοποιήσει συχνά το δικαίωμα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για να αποτρέψει τις αμερικανικές πρωτοβουλίες στη Συρία, στη Βενεζουέλα και στη Βόρεια Κορέα. Μπορεί να προβάλλει στρατιωτική ισχύ πολύ πέραν των συνόρων της επιδιώκοντας ένα δικό της όραμα για την παγκόσμια τάξη. Οι γεωπολιτικές της φιλοδοξίες είναι αντίθετες προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ —ιδίως η δημιουργία αποκλειστικής σφαίρας επιρροής στον πρώην σοβιετικό χώρο, καθώς και η αντίσταση σε μια ενοποιημένη διατλαντική κοινότητα και σε μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη.

Μια στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να έχει βαθιά αποσταθεροποιητικές και ακόμη και καταστροφικές συνέπειες ―συμφωνούμε όλοι. Αντίθετα, μια πιο συνεργατική σχέση ΗΠΑ-Ρωσίας θα μπορούσε να επιφέρει πρόοδο όσον αφορά τις απειλές για την εθνική ασφάλεια και ευημερία των ΗΠΑ οι οποίες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μόνες τους πολλές παγκόσμιες προκλήσεις. Η αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων, συμπεριλαμβανομένου του σύνθετου προβλήματος της εξασφάλισης πυρηνικών υλικών και άλλων συστατικών όπλων μαζικής καταστροφής, θα απαιτούσε τη συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας. Οι προσπάθειες για την καταπολέμηση των διακρατικών απειλών, από τρομοκρατικά κινήματα έως εγκληματικές οργανώσεις και παράνομη διακίνηση, θα ωφελούνταν επίσης από τη συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας. Ομοίως, δεν είναι δυνατή η επίλυση μακροχρόνιων περιφερειακών συγκρούσεων, για παράδειγμα στην κορεατική χερσόνησο και στο Αφγανιστάν, στη Συρία και την Ουκρανία, χωρίς τη συνεργασία των ΗΠΑ και της Ρωσίας και την προθυμία για διαπραγμάτευση. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία θα πρέπει να βρουν πρακτικούς τρόπους για να αποφύγουν την κλιμάκωση των εντάσεων στον κυβερνοχώρο και το διάστημα και ταυτοχρόνως να περιορίσουν την αύξηση της κινεζικής επιρροής.

Παρά αυτά τα δυνάμει αλληλοεπικαλυπτόμενα συμφέροντα και τις ευκαιρίες συνεργασίας, η τοξική κληρονομιά και το τρέχον πολιτικό κλίμα των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας καθιστούν σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπιση κρίσιμων ερωτημάτων. Τι χρειάζονται οι Ηνωμένες Πολιτείες από τη Ρωσία και ποιοι είναι οι ρεαλιστικοί στόχοι για τη σχέση μεταξύ τους; Ποιο τίμημα πρέπει να είναι διατεθειμένες να πληρώσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να εξασφαλίσουν τη ρωσική υποστήριξη για τις αμερικανικές πολιτικές και πρωτοβουλίες; Τέλος, πώς μπορούν να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν μόχλευση με τη Ρωσία για να εξασφαλίσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα;

Από το 1993, όταν ο Τζορτζ Χ. Β. Μπους και ο Ρώσος πρόεδρος Μπορίς Γέλτσιν υπέγραψαν στη Μόσχα τη Συμφωνία για τη μείωση των στρατηγικών όπλων II (START II) και διαπραγματεύτηκαν τους όρους για την επανένωση της Γερμανίας που θα γινόταν μέλος του ΝΑΤΟ, η κατάσταση εκφυλίστηκε και έφτασε στο ναδίρ μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2014 και την παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016 (κάτι που δεν έχει ακριβώς αποδειχθεί, πλην όμως με τη Ρωσία ποτέ δεν ξέρεις.) Μέσω των κυβερνήσεων Μπιλ Κλίντον, Τζορτζ Μπους και Μπαράκ Ομπάμα, η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας ακολούθησε ένα γνωστό μοτίβο: το πνεύμα συνεργασίας που σήμανε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν κράτησε πολύ. Πέρασαν μερικά χρόνια χάους για τη Ρωσία: υποχώρησε από την παγκόσμια σκηνή και φαινόταν ανίκανη να ενεργήσει ως εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών όπως την οραματιζόταν ο Μπους. Οι αποκαρδιωμένες και πικραμένες ρωσικές ελίτ δημιούργησαν σύντομα μια αφήγηση —που ενισχύθηκε από το Κρεμλίνο— ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εκμεταλλευτεί τη χώρα τους σε μια στιγμή αδυναμίας, γεγονός που δημιούργησε το βολικό αίσθημα του θύματος.

Η κυβέρνηση Κλίντον φαινόταν πρόθυμη να παρέμβει στον εκδημοκρατισμό της Ρωσίας: «στις μεταρρυθμίσεις, στις αγορές, στην ελευθερία της συνείδησης, του λόγου και της θρησκείας, των εθνοτικών μειονοτήτων,» όπως έλεγε ο Μπιλ Κλίντον. Αλλά, στα τέλη Σεπτεμβρίου και στις αρχές Οκτωβρίου 1993, οι εντάσεις μεταξύ της ρωσικής εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας κορυφώθηκαν σε αιματηρή αντιπαράθεση στη Μόσχα, καθώς η συνταγματική κρίση μεταξύ του Γέλτσιν και του εξεγερμένου κοινοβουλίου οδήγησε σε βία στους δρόμους. Το ίδιο φθινόπωρο, Ρώσοι αξιωματούχοι εξέφρασαν την έντονη αντίθεσή τους στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που φαινόταν η αμερικανική πρόθεση στην Ευρώπη. Το επόμενο έτος, το Κρεμλίνο ξεκίνησε στρατιωτική εκστρατεία κατά των αυτονομιστών στην Τσετσενία και οι εντάσεις κλιμακώθηκαν μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών λόγω της απειλής αεροπορικών επιδρομών του ΝΑΤΟ εναντίον Σερβοβόσνιων στο Σεράγεβο, που τελικά κορυφώθηκε στην πλήρη κρίση το καλοκαίρι του 1999 με την εκστρατεία στο Κοσσυφοπέδιο. Η νατοϊκή επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο, που ξεκίνησε χωρίς εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ εξαιτίας της άρνησης της Ρωσίας, έγινε αντιληπτή στη Μόσχα ως εκδήλωση της τάσης των Ηνωμένων Πολιτειών να ενεργούν μονομερώς.

Η Ρωσία απογοητεύτηκε με τη βοήθεια και τις συμβουλές των ΗΠΑ για την οικονομική μεταρρύθμιση, ειδικά μετά την οικονομική κρίση του 1998 που ανάγκασε τη Ρωσία να υποτιμήσει το ρούβλι και να πτωχεύσει λόγω του δημόσιου χρέους της. Αλλά, το πιο επιζήμιο για τις σχέσεις των δύο χωρών ήταν η οπισθοδρόμηση της δημοκρατίας στη Ρωσία και η κριτική που ακολούθησε εκ μέρους των ΗΠΑ: η αποχώρηση του Μπορίς Γέλτσιν στα τέλη του 1999 και η προεδρία του Βλαντιμίρ Πούτιν σηματοδότησαν τόσο τη ματαίωση του εκδημοκρατισμού στη Ρωσία όσο και την έξαρση της υποτίμησής της εκ μέρους των ΗΠΑ. Όταν τον Ιανουάριο του 2001 ξεκίνησε η προεδρία του Τζορτζ Γ. Μπους, οι ΗΠΑ χαρακτήριζαν τη Ρωσία μια αποτυχημένη χώρα σε μη αναστρέψιμη παρακμή. Αλλά μετά την 11η Σεπτεμβρίου και την κοινή δήλωση του Μπους και του Πούτιν εκείνο τον Νοέμβριο φάνηκε η επιθυμία για δέσμευση σε κοινές αξίες. Ο Τζορτζ Μπους και ο Βλαντιμίρ Πούτιν συναντήθηκαν στη Μόσχα, όπου υπέγραψαν τη Συνθήκη SORT για τη μείωση του επιθετικού εξοπλισμού, αλλά και πάλι αυτό το πνεύμα αποδείχθηκε εφήμερο. Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ τον Μάρτιο του 2003, οι αμερικανικές επικρίσεις στον Πούτιν για την οπισθοδρόμηση στη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και η στήριξη των ΗΠΑ στις «έγχρωμες επαναστάσεις» στη Γεωργία το 2003, την Ουκρανία το 2004 και το Κιργιστάν το 2005, έπεισαν τους Ρώσους ότι οι ΗΠΑ σχεδίαζαν να περικυκλώσουν τη Ρωσία και να ελαχιστοποιήσουν την επιρροή της στις γειτονικές χώρες. Το 2008, η ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Γεωργία προκάλεσε τέτοια κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών ώστε το μόνο που μπορούσε να συμβεί ήταν να βελτιωθούν. Πράγματι, η εκλογή του Ντμίτρι Μεντβέντεφ ως προέδρου της Ρωσίας το 2008 φάνηκε να δίνει στους πολιτικούς των ΗΠΑ την ευκαιρία για καινούργιο ξεκίνημα με έναν νέο πρόεδρο στο Κρεμλίνο, φαινομενικά πιο προοδευτικό και προσανατολισμένο προς τις μεταρρυθμίσεις. Η επαναφορά των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας που ξεκίνησε από τον Ομπάμα και τον Ρώσο ομόλογό του έθεσε μια φιλόδοξη ατζέντα όχι μόνο για τη βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων αλλά και για συνεργασία στον εκσυγχρονισμό, στη μεταρρύθμιση της ρωσικής οικονομίας και του πολιτικού συστήματος.

Στη συνέχεια, προέκυψαν τριβές το 2011 καθώς η Αραβική Άνοιξη συγκλόνιζε τη Μέση Ανατολή. Όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν επέστρεψε στην προεδρία το 2012, η απότομη αλλαγή πλεύσης στην εσωτερική πολιτική ήταν σημαντικό πλήγμα για τις σχέσεις των δύο χωρών, και ο Μεντβέντεφ φάνηκε να ευθυγραμμίζεται με την αυταρχική πολιτική του Πούτιν. Το 2014, τα γεγονότα στην Ουκρανία και στην Κριμαία, με παράλληλη χρηματοδότηση αυτονομιστικής εξέγερσης στην ανατολική Ουκρανία, συνοδεύτηκαν από περαιτέρω εξασθένιση των δημοκρατικών θεσμών στο εσωτερικό της Ρωσίας. Φτάνουμε έτσι στην ππρεδρία του Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία να βελτιώσει τις σχέσεις με τη Ρωσία, πλην όμως το Κογκρέσο δεν συμφωνούσε. Εκτός από τις υποψίες για την ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές, την προσάρτηση της Κριμαίας και την υποδαύλιση της αυτονομιστικής εξέγερσης των ρωσοφώνων στην Ουκρανία, οι Ρώσοι αξιωματούχοι διατύπωναν προκλητικά δόγματα για να δικαιολογήσουν επεμβάσεις σε γειτονικές χώρες δήθεν για την προστασία των Ρώσων που κατοικούν εκεί, αλλά στην πραγματικότητα για να επαναβεβαιώσουν την κυριαρχία της Ρωσίας στην Ευρασία.

Από την αμερικανική πλευρά, παρά τις διαφορές τους σε πολλά άλλα ζητήματα, οι κυβερνήσεις Κλίντον, Τζορτζ Μπους και Ομπάμα συμφωνούσαν ως προς τη Ρωσία την οποία θεωρούσαν ημιτελές και μερικές φορές αποτυχημένο κράτος το οποίο, κατά τη γνώμη τους, χρειαζόταν ένα σπρωξιματάκι για να γίνει αξιόπιστος διαχειριστής του πυρηνικού της οπλοστασίου και σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ο μόνος που δεν έδινε δεκάρα για το αν στη Ρωσία υπήρχε δημοκρατία· έβλεπε τις διπλωματικές επαφές με τον Πούτιν σαν ένα είδος bromance ―όχι ότι το bromance είχε αποτέλεσμα ή αίσιο τέλος.

Το πρόβλημα με τις ΗΠΑ, με τις δυτικές χώρες γενικά, είναι ότι δεν μπορούν να διανοηθούν πως υπάρχουν λαοί που θέλουν πολύ διαφορετικά πράγματα από τη δημοκρατική διακυβέρνηση. Παλιότερα δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχαν λαοί που επιθυμούσαν κομμουνιστικό καθεστώς. Έτσι άρχισε το σίριαλ των κυρώσεων με σκοπό τη συμμόρφωση της Ρωσίας με τους κανόνες ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις δημοκρατικές πρακτικές ―για τις οποίες σε τελική ανάλυση αδιαφορούν τόσο οι Ρώσοι, όσο και οι Αμερικανοί.

Ένα άλλο σταθερό χαρακτηριστικό της πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας ήταν η υπεροχή του ΝΑΤΟ ως ο ακρογωνιαίος λίθος της μετα-ψυχροπολεμικής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασής του σε ορισμένα από τα πρώην σοβιετικά κράτη. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ υπήρξε το κύριο μέσο της πολιτικής ασφαλείας των ΗΠΑ στην Ευρώπη και στην Ευρασία. Αν και η επέκταση του ΝΑΤΟ δεν στρεφόταν απαραιτήτως εναντίον της Ρωσίας, επηρέασε αρνητικά το Κρεμλίνο: η ένταξη της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Ουγγαρίας έγινε αντιληπτή ως προσπάθεια περιθωριοποίησης της Ρωσίας, η οποία, όπως είπα, απάντησε με τον πόλεμο του 2008 στη Γεωργία, καθιστώντας σαφές ότι υπήρχε μια κόκκινη γραμμή γύρω από τον πρώην σοβιετικό χώρο. Κι ότι οι τοπικές επιδιώξεις αυτού του χώρου δεν είχαν καμιά σημασία.

Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αυτό το αποτέλεσμα; Νομίζω ότι η Ρωσία δεν θα ήταν ευχαριστημένη με τίποτα και ότι θα απαιτούσε όλο και περισσότερες παραχωρήσεις εκ μέρους των δυτικών χωρών και των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Η υπόσχεση για ένταξη στην Ουκρανία και τη Γεωργία —χωρίς ημερομηνία ή σχέδιο για την ένταξή τους— δόθηκε ως συμβιβασμός μεταξύ του Μπους και πολλών άλλων ηγετών του ΝΑΤΟ, κυρίως της Άνγκελα Μέρκελ που ήταν αντίθετη στην ιδέα.

Όταν ο Πούτιν μίλησε για τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ως τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του εικοστού αιώνα, το μήνυμά του είχε απήχηση στο εγχώριο κοινό, αντανακλώντας ευρέως διαδεδομένες απόψεις στη Ρωσία ― γεγονός που δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν καθόλου οι δυτικοί φορείς χάραξης πολιτικής. Εξάλλου, η εν λόγω δήλωση έφερε κοντά τον Ρώσο πρόεδρο με τη διεθνή αριστερά η οποία βεβαίως μοιράζεται την άποψη περί γεωπολιτικής καταστροφής. Αν και η Δύση είχε δίκιο στο ότι η Ρωσία έδειχνε και δείχνει μια αταβιστική προσκόλληση σε ένα ξεπερασμένο παρελθόν κι ότι της λείπει ένα όραμα για το μέλλον, με την αόριστη υπόσχεση του 2008 για ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεπέρασαν ένα όριο: καμία από τις άλλες χώρες του σοβιετικού μπλοκ που εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ μετά τον Ψυχρό Πόλεμο δεν είχε δεσμούς με τη Ρωσία συγκρίσιμους με εκείνους της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Οι χώρες της Κεντρικής Ευρώπης ήταν μέρος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ενώ η Πολωνία επανεμφανίστηκε ως ανεξάρτητο κράτος μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε αντιπαλότητα με τη Σοβιετική Ένωση έως ότου τη συνέτριψε ο Στάλιν μαζί με τον Χίτλερ και τέλειωσε η υπόθεση. Τα κράτη της Βαλτικής ήταν μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αλλά είχαν στενότερους δεσμούς με τον γερμανικό παρά με τον ρωσικό κόσμο. Μετά από δύο δεκαετίες ανεξαρτησίας, το 1939 ενσωματώθηκαν βιαίως στη Σοβιετική Ένωση με αποτέλεσμα να θεωρούν τη Ρωσία ως δύναμη κατοχής ― ένα συναίσθημα που επέζησε της σοβιετικής εποχής και τις ώθησε στην ελευθερία στα τέλη της δεκαετίας του 1980, συντελώντας στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η Ουκρανία και η Γεωργία μοιράζονται μια διαφορετική ιστορία με τη Ρωσία. Μέχρι το 1991, η Ουκρανία ήταν μέρος της αυτοκρατορικής και αργότερα της Σοβιετικής Ρωσίας για περισσότερα από τριακόσια χρόνια. Η Γεωργία έγινε ρωσικό προτεκτοράτο το 1783 και μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας το 1801. Σε αντίθεση με τις χώρες της Βαλτικής, και οι δύο ήταν αναπόσπαστα μέρη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Σοβιετικής Ένωσης, και παρόλο που και είχαν ισχυρά κινήματα ανεξαρτησίας και έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη διάλυση της ΕΣΣΔ, πολλοί από αυτούς τους δεσμούς επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Και στις δύο χώρες υπάρχουν πληθυσμοί που νοσταλγούν το σοβιετικό καθεστώς, όπως και πληθυσμοί που ταυτίζονται με τη Ρωσία.                   

Στους πολέμους στη Γεωργία και στη Ουκρανία, το ΝΑΤΟ δεν αναμείχθηκε, όπως δεν αναμειγνύεται και τώρα, από φόβο ότι η σύρραξη θα γενικευτεί. Ήταν και παραμένει λογικό, μολονότι η Ουκρανία και η Γεωργία προσδοκούσαν και προσδοκούν περισσότερα από τη Δύση. Σήμερα, μετά την εισβολή στον Ουκρανία ανατρέπονται οι τρεις θεμελιώδεις παραδοχές πάνω στις οποίες χαράζουν την εξωτερική τους πολιτική οι ΗΠΑ τα τελευταία εβδομήντα πέντε χρόνια. Πρώτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να διατηρήσουν τη δική τους ασφάλεια, ευημερία και τρόπο ζωής αν δεν διαμορφώσουν ένα παγκόσμιο περιβάλλον που να ευνοεί τους φιλελεύθερους κανόνες, τις αξίες και τους θεσμούς. Δεύτερον, ένας κόσμος που κατοικείται από φιλελεύθερες δημοκρατίες ελεύθερης αγοράς θα ευημερούσε, θα ήταν ασφαλής και ειρηνικός. Και τρίτον, τα μέλη αυτής της παγκόσμιας τάξης υπό την ηγεσία των ΗΠΑ θα ήταν αξιόπιστοι και ευέλικτοι σύμμαχοι και δεν θα συγκρούονταν μεταξύ τους ούτε θα ασκούσαν επιθετική εξωτερική πολιτική. Αυτές οι πεποιθήσεις, που συνδύαζαν το αμερικανικό συμφέρον και τα ιδανικά, ενέπνεαν τις διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις και ενισχύονταν από την ιδέα της αμερικανικής εξαιρετικότητας, σύμφωνα με την οποία μόνο η ηγεσία των ΗΠΑ μπορούσε να διατηρήσει, να επεκτείνει και να προστατεύσει τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη που δημιούργησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να διαμορφώσουν τον κόσμο σύμφωνα με αυτές τις αξιώσεις, αλλά η ισορροπία της παγκόσμιας ισχύος έχει αλλάξει με την άνοδο της αλυτρωτικής και μεγαλοϊδεατικής Ρωσίας καθώς και της όλο και ισχυρότερης και διεκδικητικής Κίνας. Ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος από ό,τι ήταν πριν από τριάντα χρόνια.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ