Κοσμος

Γερμανικές εκλογές: Η «ήπια αλλαγή» και η μετα-Μέρκελ εποχή

Υψηλόβαθμο στέλεχος του SPD μιλάει στην ATHENS VOICE

loukas-velidakis.jpg
Λουκάς Βελιδάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γερμανικές εκλογές: Η «ήπια αλλαγή» και η μετά-Μέρκελ εποχή
O Άρμιν Λάσετ του CDU και ο Όλαφ Σολτς του SPD © Jens Schlueter -Sean Gallup / Getty Images

Γερμανικές εκλογές: Μια ανάλυση για μια αλλαγή ηγεσίας που ενδέχεται να αλλάξει τη ροή των ευρωπαϊκών πραγμάτων.

Το τέλος μιας εποχής και την απαρχή μιας νέας σηματοδοτούν οι γερμανικές εκλογές της Κυριακής, όπου αναμένεται να συμβούν μια σειρά γεγονότα, όλα με ειδικό ιστορικό βάρος.

Κατ’ αρχάς λήγει και επισήμως η 16ετης παρουσία την Άγκελα Μέρκελ στην Καγκελαρία. Η ίδια, το απόγευμα της Παρασκευής, κάλεσε τους ψηφοφόρους να επιλέξουν τον διάδοχο της στην ηγεσία της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU). Οι κακές γλώσσες στο Βερολίνο λένε ότι η Μέρκελ υποχρεώθηκε να «μπει» τρόπον τινά στην προεκλογική μάχη διότι ο Αρμίν Λάνσετ δεν είναι ιδιαιτέρως συμπαθής. Η παρέμβαση Μέρκελ μοιάζει λογική, αλλά και δηλωτική της κατάστασης. Αυτή τη στιγμή σε όλες τις δημοσκοπήσεις οι Σοσιαλδημοκράτες προηγούνται από 1 έως 3 μονάδες και ο Όλαφ Σολτς φαντάζει όλο και περισσότερο ως ο πιο πιθανός διάδοχος της Μέρκελ στην Καγκελαρία. Μια επιλογή που αναμένεται να αποτελέσει καταλύτη πολιτικών εξελίξεων, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Μιλώντας στον Economist, ο Γκαμπόρ Στέινγκαρτ, ιδρυτής του Media Pioneer, συμπυκνώνει σε δύο προτάσεις την εκλογική διαμάχη: Από την μια «ο κόσμος έχει ανάγκη από κάποια αλλαγή», για να προσθέσει ότι «ο γερμανικός τρόπος της αλλαγής είναι ο εξής: Όχι πολύ γρήγορος, όχι πολύ μεγάλος, όχι πολύ ριζικός».  

Σε αυτό τον άξονα, της ήπιας αλλαγής, κινείται το προεκλογικό παίγνιο. Μια πρώτη καταγραφή θα έχουμε το απόγευμα της Κυριακής, όταν στις 19.00 (ώρα Ελλάδος) θα κλείσουν οι κάλπες και θα προβληθούν τα αποτελέσματα των exit polls. Από το σημείο εκείνο και μετά θα αρχίσουν οι ζυμώσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Τα σενάρια -με όλες τις εκδοχές- είναι γνωστά, ωστόσο τίποτα δεν θεωρείται δεδομένο, πέραν του ότι κατά πάσα βεβαιότητα η ακροδεξιά του AfD (εκτιμάται ότι θα κινηθεί στο 10%) και η Αριστερά (5%) δεν θα βρεθούν σε κυβερνητικό σχήμα. Ρόλο κλειδί αναμένεται να παίξουν οι Πράσινοι (16%) και το Κόμμα των Φιλελευθέρων (10,5%).

Η Γερμανία μετά τη Μέρκελ

Δεν είναι πολλές οι χώρες που μπορούν να μιλήσουν για την πολιτική σταθερότητα της Γερμανίας, μολονότι οι κυβερνήσεις της ήταν κατά βάση συνασπισμοί διαφορετικών κομμάτων. Η Άγκελα Μέρκελ αποχωρεί στα 67 της, έχοντας παραμείνει στην εξουσία για 16 χρόνια. Οι υποψήφιοι διάδοχοί της επιχείρησαν να πείσουν τους Γερμανούς ότι η εκλογή τους σημαίνει διατήρηση της μερκελικής σταθερότητας, καθώς επίσης συνέχιση μέρους των πολιτικών της απερχόμενης καγκελαρίου.

Η Γερμανία στην μετά-Μέρκελ εποχή
Η Άγκελα Μέρκελ αποχωρεί στα 67 της, έχοντας παραμείνει στην εξουσία για 16 χρόνια © Jochen Zick - Pool / Getty Images

Η  Γερμανία αποφασίζει εάν θα συνεχίσει στο ίδιο συντηρητικό μονοπάτι ή εάν θα κλίνει ελαφρώς προς την κεντροαριστερά. Μια απόφαση που θα επηρεάσει και την πολιτική ροή της Ευρώπης σε σειρά θεμάτων: από τη φορολογία μέχρι το κράτος πρόνοιας, από την καινοτομία μέχρι την κλιματική αλλαγή.

Η ATHENS VOICE επικοινώνησε με υψηλόβαθμο στέλεχος του SPD (Σοσιαλδημοκράτες), ο όποιος σημείωσε ότι «είναι νωρίς για κάποιον να πει ότι στη Γερμανία και ευρύτερα στην ΕΕ εξελίσσονται διαδικασίες για αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος με μια αναβίωση της σοσιαλδημοκρατίας».

Σημειώνει πάντως ότι η νίκη των Σοσιαλδημοκρατών στη Νορβηγία ήταν εντυπωσιακή και πως «όλη η Σκανδιναβία είναι τώρα “κόκκινη”. Αυτό βεβαίως ελπίζουμε να συμβεί την Κυριακή και στη Γερμανία».

Οι υποψήφιοι των γερμανικών εκλογών

Δύο είναι οι βασικοί υποψήφιοι: Ο 63χρονος σοσιαλδημοκράτης Όλαφ Σολτς του SPD και ο 60χρονος χριστιανοδημοκράτης Άρμιν Λάσετ του CDU. Μέχρι και το καλοκαίρι, η 40χρονη Αναλένα Μπέρμποκ των Πρασίνων φάνταζε φαβορί, αλλά από ένα σημείο και μετά τα ποσοστά της παρουσίασαν στασιμότητα και εν τέλει πτώση.

Πρώτο εμφανίζεται το SPD με 25%-26%, ενώ το CDU/CSU κινείτο από 22% έως 24%. Οι Πράσινοι αναμένεται να λάβουν 16%.

Στην 4η ή στην 5η  θέση αναμένεται να βρεθεί το ακροδεξιό κόμμα της «Εναλλακτικής για την Γερμανία», ενώ την ίδια εκλογική δύναμη αναμένεται να συγκεντρώσει το κόμμα των Φιλελευθέρων. Αμφότερα υπολογίζονται στο 11%. Η Αριστερά κινείται ανάμεσα στο 5% με 6%.

Οι διαφορές των δύο υποψηφίων στις γερμανικές εκλογές

Σύμφωνα με την ανάλυση έμπειρων παρατηρητών της γερμανικής πολιτικής σκηνής, οι εκλογές κατά πάσα πιθανότητα δεν θα προκαλέσουν σημαντικές αλλαγές σε βασικούς πυλώνες της εξωτερικής πολιτικής, όπως είναι η διαχείριση του προσφυγικού και οι σχέσεις με Κίνα και Ρωσία.

Θα υπάρξουν όμως ουσιώδεις αλλαγές σε εγχώριους τομείς. Για παράδειγμα, ο Σολτς αναμένεται να αυξήσει τους φόρους για τους πιο πλούσιους, έχοντας ήδη προτείνει μια αύξηση κατά 3% στα πιο υψηλά φορολογικά κλιμάκια, καθώς επίσης την επαναφορά του φόρου περιουσίας. Έχει υποσχεθεί αύξηση στον κατώτατο μισθό, από 10 ευρώ την ώρα σε 12. Ο Λάσετ τάσσεται εναντίον της αύξησης της φορολογίας, υποστηρίζοντας ότι είναι ανόητο να γίνει κάτι τέτοιο τη στιγμή που η οικονομία συνέρχεται από την πανδημία.

Όσον αφορά στις συντάξεις, ο Σολτς έχει υποσχεθεί ότι δεν θα ανεβάσει περαιτέρω τα όρια ηλικίας (είναι στα 66 έτη και αναμένεται να πάει στα 67 έως το 2031), ενώ ο Λάσετ υποστήριξε ότι διατηρώντας το όριο στα 67, αντί να το ανεβάζουμε ψηλότερα «θα είναι σε βάρος των νέων».

Οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν να απαντήσουν στις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής εισάγοντας ένα εθνικό ανώτατο όριο ταχύτητας στα 130 χλμ./ώρα την ώρα και να δώσουν κίνητρα για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης. Οι Χριστιανοδημοκράτες, από την πλευρά τους, τονίζουν την ανάγκη προστασίας των θέσεων εργασίας. Και οι δύο υποστηρίζουν τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα έως το 2038, με τους ειδικούς πάντως να τονίζουν ότι τότε θα είναι πολύ αργά.

Με τους Πράσινους, ωστόσο, σε μια κυβέρνηση συνεργασίας εκτιμάται ότι τα ζητήματα της κλιματικής κρίσης θα έχουν  πρωτεύοντα ρόλο στην επόμενη κυβέρνηση.

Σε ανάλυσή τους, οι New York Times σημειώνουν ότι τόσο ο Σολτς (ως υπουργός Οικονομικών) όσο και ο Λάσετ (ως αντικαγκελάριος) είναι ταυτισμένοι με την διακυβέρνηση Μέρκελ και την -ως ένα σημείο- επιτυχή διαχείριση της πανδημίας. Ο δημοσιογράφος Κρίστοφερ Σουέτσε δήλωσε χαρακτηριστικά: «Εάν οι εκλογές γίνονταν πριν την πανδημία, οι δύο υποψήφιοι θα επιδίωκαν να διαφοροποιήσουν τον εαυτό τους από την Μέρκελ. Τώρα όμως δίνουν μάχη να αποδείξουν ότι της μοιάζουν».

Η κληρονομιά της Μέρκελ

Επικοινωνήσαμε με υψηλόβαθμο στέλεχος του SPD, θέσαμε το ερώτημα για το ποια είναι η βασική κληρονομιά της Μέρκελ, τόσο για την Γερμανία όσο και για την Ευρώπη.

«Θα μπορούσα να φανταστώ ότι η κληρονομιά της θα θεωρηθεί επιφανειακά θετική. Αλλά πάντα έλειπε μια σαφής ατζέντα την οποία ήθελε να εφαρμόσει για να κάνει τη Γερμανία και την Ευρώπη ισχυρότερη στο μέλλον. Δεν θα συνδεθεί με μια θαρραλέα πολιτική για το κλίμα, μια ώθηση στην ψηφιοποίηση και στην εκπαίδευση. Η Μέρκελ κέρδισε τις εκλογές με τη φράση “με ξέρεις“. Αυτό είναι αρκετά αποκαλυπτικό: Χωρίς εκπλήξεις, η παραμονή στην εξουσία είναι πιο σημαντική από συγκεκριμένες πολιτικές», σημειώνει και προσθέτει: «Τα τελευταία 16 χρόνια η Γερμανία ήταν εν γένει εντάξει, αλλά υπολείπεται των δυνατοτήτων της».

Το στέλεχος του SPD τόνισε ότι ο «Όλαφ Σολτς έχει ήδη αποδείξει ότι παίζει διαφορετικό ρόλο. Ως σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών έπεισε την Μέρκελ ότι η Γερμανία δεν πρέπει να συνεχίσει να απαντά σε κρίσεις με αυστηρή πολιτική λιτότητας. Αυτό που συνέβη ήταν μια συνολική στροφή της Γερμανίας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Έτσι, ανοίχτηκε ο δρόμος για μια ολοκληρωμένη και αλληλέγγυα απάντηση της ΕΕ στις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της κρίσης του κορωνοϊού».

Ερωτηθείς για τις μετεκλογικές συνεργασίες, σημειώνει ότι η προτίμηση τους είναι η συγκυβέρνηση με τους Πράσινους, με τους οποίους μοιράζονται πολλά κοινά – για την κλιματική αλλαγή, την κοινωνία κλπ, ωστόσο εκτιμά ότι θα χρειαστεί κα η παρουσία ενός τρίτου μικρότερου κόμματος για το σχηματισμό κυβέρνησης.

Η ελληνική κρίση

Δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε μια ερώτηση για την ελληνική οικονομική κρίση και την στάση της Μέρκελ.

Ο συνομιλητής μας απάντησε ως εξής: «Για την Ελλάδα είτε η Μέρκελ δεν τολμούσε να αντικρούσει τη δική της κομματική γραμμή είτε δεν πείστηκε καν η ίδια. Είναι γεγονός ότι ακολούθησε μια -στο συντηρητικό κόμμα πολύ κυρίαρχη- τακτική λιτότητας στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Ως εκ τούτου, δέχτηκε όλες τις σοβαρές συνέπειες, όπως η ανεργία των νέων, η μείωση των συντάξεων κλπ. Η Ευρώπη θα μπορούσε να είχε πάει καλύτερα εκείνη την εποχή, όπως αποδείχθηκε στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ