Αθλητισμος

Αριστείδης Καμάρας: «Δεν λέγεται τυχαία Panathinaikos»

Τα πρώτα χρόνια, οι ευρωπαϊκές διακρίσεις, οι θρίαμβοι και η πορεία του Τριφυλλιού μέχρι σήμερα

Γιώργος Ψύχας
ΤΕΥΧΟΣ παναθηναϊκός
18’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αριστείδης Καμάρας: Η «ζωντανή  ιστορία του Παναθηναϊκού» µιλάει στην Athens Voice και τον Γιώργο Ψύχα

Ο Αριστείδης Καμάρας είναι η «ζωντανή ιστορία του Παναθηναϊκού». Μιλήσαμε μαζί του για τα πρώτα χρόνια, τις ευρωπαϊκές διακρίσεις και τους θριάμβους, την πορεία του Τριφυλλιού μέχρι σήμερα. Το ραντεβού με τον Αριστείδη Καμάρα ήταν προγραμματισμένο για ένα από τα πρώτα απογεύματα του Φεβρουαρίου. Λίγο η κίνηση στο κέντρο, λίγο το ψιλόβροχο που έκανε ένα ξέσπασμα στη διαδρομή, πρόσθεσαν αρκετά λεπτά στο ρολόι καθυστερώντας λίγο την άφιξη στο ραντεβού μας. Εμφανίστηκε πρόσχαρος, ευδιάθετος και ορεξάτος για κουβέντα.

Ο Αριστείδης Καμάρας μιλάει στην Athens Voice για τον Παναθηναϊκό

Η πρώτη ερώτηση αφορούσε τη σχέση που είχαν οι ποδοσφαιριστές της εποχής του με τους παλαιότερους δημοσιογράφους. «Σπουδαία», ο άμεσος χαρακτηρισμός που της έδωσε. «Να λέμε όμως τα πράγματα με το όνομά τους. Τότε οι δημοσιογράφοι ήταν λίγοι, αλλά ήταν ονόματα. Ήταν ο Σέμπος και ο Γεωργαλάς που έβγαζαν την “Ηχώ”. Ήταν ο Γρατσίας, ο Μητρόπουλος, ο Μακρίδης, ο Παπαπαναγιώτου, ο Τσαγκαρινός, ο Χατζηγιάννης, ο Φουντουκίδης, ο Νικολαΐδης που έβγαλε το “Φως”. Μιλάμε για τεράστια ονόματα και σπουδαίες πένες.

»Όλοι γνωριζόμασταν μεταξύ μας, γνωρίζαμε και ποια ομάδα συμπαθούσε ο καθένας αλλά, όπως σου είπα, αυτό δεν αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα ή εμπόδιο στο να γίνει καλή δουλειά. Με την πάροδο του χρόνου αυτό άλλαξε – με τον κορεσμό στο επάγγελμα της δημοσιογραφίας και φυσικά με την έκταση που έλαβε το ποδόσφαιρο. Τότε όσα φύλλα και να κυκλοφορούσαν, η ποιότητα ήταν πάντα σε υψηλό επίπεδο. Τώρα μόνο οι ιστοσελίδες είναι εκατοντάδες. Δεν μπορεί να χτιστεί μια επαφή, μια πιο στενή, ανθρώπινη σχέση μεταξύ ποδοσφαιριστή και δημοσιογράφου».

Το σαλόνι του Αριστείδη Καμάρα είναι όπως θα το περίμενε όποιος τον γνωρίζει έστω και εξ ονόματος. Γεμάτο βιβλία, όμορφους πίνακες, εφημερίδες και, φυσικά, αναμνηστικά μιας καριέρας γεμάτης διακρίσεις και ζηλευτά επιτεύγματα. Και όλα αυτά ακούγοντας κλασική μουσική, που δεν σταμάτησε να «χρωματίζει» τη συνέντευξη. «Και δεν είναι όλα εδώ. Κάποια είναι σε μουσεία, τα έχω δώσει και στον Παναθηναϊκό να μπουν στον Βοτανικό όταν τελειώσει το γήπεδο», εξηγεί όσο επεξεργαζόμαστε με δέος τα μετάλλια και τα τρόπαια που χωρούν με το ζόρι σε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη. «Πρώτος έρωτας το ποδόσφαιρο;» η εύλογη ερώτηση. «Μεγάλη αγάπη. Έρωτας κανονικός, όπως το είπες. Όπως και το διάβασμα, τα ταξίδια, η μουσική».

Πώς ξεκίνησαν όλα

Αριστείδης Καμάρας © ΙΝ ΤΙΜΕ SPORTS

«Εγώ είχα την τύχη να γεννηθώ σε μια αθλητική οικογένεια. Μέναμε τότε στο όριο της Αθήνας, στα Κάτω Πατήσια. Μιλάμε για μία Αθήνα τελείως διαφορετική. Όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και από άποψη ρυμοτομίας. Υπήρχαν χωράφια, αλάνες και φυσικά η μοναδική ασχολία της νεολαίας ήταν το ποδόσφαιρο. Υπήρχε το γήπεδο του Σπόρτινγκ στα Άνω Πατήσια, το οποίο μάλιστα ήταν ένα ανοιχτό οικόπεδο με κατοχικό συρματόπλεγμα περιμετρικά και ένα καμαράκι για τα αποδυτήρια. Υπήρχε ένα γήπεδο μπάσκετ, του Τρίτωνα, στην καρδιά της Αθήνας, στην 3ης Σεπτεμβρίου.

»Φυσικά, το γήπεδο των Ελληνορώσων στην Κηφισίας στην Αγία Τριάδα και το γήπεδο που προπονείτο ο μεγάλος Αστέρας, η ομάδα του Γκύζη. Αργότερα που μετακομίσαμε στη Νέα Φιλαδέλφεια, υπήρχαν έξι ομάδες στην ίδια περιοχή. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι το ποδόσφαιρο ήταν κομμάτι της ζωής μας. Γίνονταν διτέρματα τα Σάββατα και τις Κυριακές με τις ομάδες, γινόταν χαμός πραγματικά. Παίζαμε στον δρόμο όλη την ημέρα», περιγράφει ταξιδεύοντάς μας στην Αθήνα του ’50.

«Όλα συνδέονται αρμονικά. Το πώς γνώρισα την ίδια την Αθήνα, το ποδόσφαιρο, τον Απόλλωνα και φυσικά τον Παναθηναϊκό. Στο μεταξύ, ο αδερφός μου, μεγαλύτερος από εμένα, παίζει στην “Πρόοδο” στο γήπεδο “Ρεκόρ”. Μιλάμε τώρα για το 1946. Ήταν η πρώτη μου επαφή με το ποδόσφαιρο, με έπαιρνε η μητέρα μας και πηγαίναμε να τον δούμε κάθε Κυριακή. Από εκεί, πήγε στην ΑΕΚ αλλά δεν τον κράτησαν γιατί δεν είχε το κατάλληλο ύψος και έτσι βρέθηκε στα 17 να παίζει στην πρώτη ομάδα του Απόλλωνα, μια τεράστια και αρκετά ταλαιπωρημένη ομάδα τότε. Με πήραν, λοιπόν, στα εγκαίνια του γηπέδου τον Οκτώβριο του 1948 και έτσι ξεκίνησαν όλα.

»Μέχρι να ολοκληρωθεί η Ριζούπολη, όμως, ο Απόλλων χρησιμοποιούσε τη Λεωφόρο για τις προπονήσεις του. Έτσι, γνώρισα τη Λεωφόρο. Είχε ακόμα δύο εξεδρούλες όλες κι όλες, με το τσιμεντένιο σκέπαστρο, και από τη μεριά της Τσόχα ξύλινες τάβλες για να μην κάθεται ο κόσμος στο τσιμέντο. Δεν υπήρχαν πέταλα τότε στο γήπεδο. Το πρώτο που έγινε ήταν το 1953 με χρηματοδότηση του Γιάννη Μοάτσου επειδή ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού Πλαστήρα. Πάντα γινόταν προσπάθεια ανά τα χρόνια να μεγαλώσει το γήπεδο για να φιλοξενεί περισσότερο κόσμο. Και το επόμενο που χτίστηκε ήταν τα “αυτιά”, που λέμε. Όλοι οι αγώνες γίνονταν εκεί – και της Εθνικής, φυσικά, γι’ αυτό και διοργανώνονταν διάφορα τουρνουά με εθνικές ομάδες.

Δεν έχω κουραστεί ποτέ να θυμάμαι. Στα 85 μου το μόνο που μου έχει μείνει να καυχιέμαι είναι η μνήμη μου. Έχω δέος και αγάπη και για το Γουέμπλεϊ, αλλά και όλα όσα έχω ζήσει με το ποδόσφαιρο

»Ήταν μια εποχή που άκμαζε το ελληνικό ποδόσφαιρο λόγω των πρωτοβουλιών του ΠΟΚ. Περνούσαν από την Ελλάδα σπουδαίες ομάδες του εξωτερικού: η Αούστρια, η Παρτιζάν, ο Ερυθρός Αστέρας... Ακολούθησε μια εποχή ακμής για τη χώρα και το ποδόσφαιρό μας, με αποκορύφωμα την έλευση ξένων προπονητών, πρωτοφανές για τα τότε δεδομένα. Η περίοδος Καρέλλα στον Εθνικό, που είχε γεμίσει την ομάδα με αστέρες, αλλά η ΕΠΟ δεν τον άφησε να συνεχίσει γιατί η διαφορά με τις άλλες ομάδες ήταν μεγάλη. Κάπου εκεί ξεκίνησε και η Εθνική Κατηγορία το 1959-60. Ο Παναθηναϊκός είχε τα σκαμπανεβάσματά του τότε και ο Μαντζαβελάκης και η διοίκηση έκαναν κάποιες κινήσεις ριζικές. Ο Παπαεμμανουήλ από τον Πειραϊκό, ο Μπενάρδος από τον Εθνικό, ο Γεωργιάδης από τον Αργοναύτη. Παίρνει το πρώτο πρωτάθλημα και συνεχίζει με τις προσθήκες. Εκεί πήρε τον Χολέβα, τον Λουκανίδη και εμένα. Και έτσι ξεκίνησε και η δική μου ιστορία στον Παναθηναϊκό».

Για έναν άνθρωπο που έχει ζήσει το ποδόσφαιρο μόλις δύο δεκαετίες και αυτό χωρίς ιδιαίτερες αναμνήσεις από τα πρώτα χρόνια «τριβής», μου παρουσιαζόταν η εικόνα ενός ποδοσφαίρου εντελώς διαφορετικού. Ο Αριστείδης Καμάρας είναι ο καταλληλότερος άνθρωπος για να το περιγράψει σε όποιον νιώθει την ανάγκη να το καταλάβει στον μέγιστο βαθμό. Ως κοινωνιολογικό φαινόμενο, ως πολιτιστικό δρώμενο, από κάθε είδους σκοπιά.

«Έχω ζήσει το ποδόσφαιρο σε όλες του τις εκφάνσεις, δόξα τω Θεώ. Από τις περιόδους που αντιμετωπιζόταν ως κάτι το ευτελές, το σπορ που έπαιζαν οι αλήτες, μέχρι που συνέρεαν τα πλήθη στο γήπεδο. Έχω πει ξανά στο παρελθόν την ιστορία πίσω από μια φωτογραφία από ματς Παναθηναϊκού - Ολυμπιακού, νομίζω του 1966, με μια φάση που συμβαίνει μπροστά στο πέταλο προς τους Αμπελοκήπους. Δείχνει ένα τάκλιν δικό μου στον Γιούτσο, ο οποίος για να με αποφύγει έχει πηδήξει ψηλά στον αέρα. Είναι ένα πολύ εντυπωσιακό στιγμιότυπο που όμως ταυτόχρονα φαίνεται και ο κόσμος στην εξέδρα. Λοιπόν, από το πρώτο σκαλί μέχρι επάνω, οι οκτώ στους δέκα φοράνε γραβάτα.

»Αυτό ήταν το ποδόσφαιρο για τον κόσμο τότε. Οι ίδιες διαφορές αφορούσαν και τους παίκτες. Έχω ζήσει εποχές που δεν υπήρχε ασφάλιση, ήταν σχεδόν σκλάβοι των ομάδων. Αγωνιστήκαμε πολύ με τον ΠΣΑΠ για τα δικαιώματα των ποδοσφαιριστών όλα αυτά τα χρόνια –από τη θέσπιση της 5ετίας μέχρι το σκάνδαλο Κοσκωτά– για να φτάσουμε στο σήμερα, που τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Υπάρχουν στη μέση οι διάφοροι μάνατζερ, οι οποίοι παίρνουν από τις ομάδες τους παίκτες, παίρνουν και κάτω από το τραπέζι, κι εκεί επήλθε η καταστροφή. Και το λέω με μεγάλη πίκρα πως ο ΠΣΑΠ πλέον δεν είναι ο ίδιος. Και φυσικά οι ποδοσφαιριστές δεν έχουν την ίδια προστασία απέναντι στις ομάδες τους».

Οι ποδοσφαιριστές τότε

Από αριστερά προς τα δεξιά οι Κώστας Αθανασόπουλος, Φραγκίσκος Σούρπης, Αριστείδης Καμάρας και Βίκτωρ Μητρόπουλος © ΙΝ ΤΙΜΕ SPORTS

Πώς αντιμετωπίζονταν τότε όσοι έπαιζαν ποδόσφαιρο, ρωτάω εκτιμώντας πως σαφώς η εικόνα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη από τη σημερινή με τις προσεκτικά διαμορφωμένες από μάνατζερ περσόνες. Η απάντηση απείχε, σίγουρα, από τη φαντασία.

«Καμία σχέση με τώρα. Σήμερα δεν υπάρχει κάποιος που να μη σε γνωρίζει, αν παίζεις στις μεγάλες ομάδες. Και λίγο να έχει παρακολουθήσει, κάτι θα του θυμίζεις. Είναι τέτοια η προβολή που δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Εκείνη την εποχή όποιος έπαιζε ποδόσφαιρο θεωρείτο αλήτης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ότι δεν επιτρεπόταν ούτε στο σχολείο. Είμαι στην 8η τάξη με τον καλό μου φίλο τον Βερνέζη, που έπαιζε στην ΑΕΚ. Ήμασταν στην Εθνική Νέων μαζί. Είχαμε αγωνιστεί σε ένα τουρνουά στη Σόφια, είχαμε διακριθεί γιατί είχαμε φτάσει στα ημιτελικά, και γυρίζουμε πίσω. Φέραμε κάποιες δάφνες, είχαν γράψει οι εφημερίδες για εμάς και μάλιστα είχε συμβεί και ένας τσακωμός με τους Τούρκους.

»Όταν φτάσαμε στο σχολείο, ο γυμνασιάρχης μάς τιμώρησε με 8ήμερη αποβολή γιατί προσβάλαμε το σχολείο ταξιδεύοντας στο εξωτερικό και παίζοντας ποδόσφαιρο. Μεσολάβησε το Υπουργείο Παιδείας για να αφαιρεθεί η αποβολή. Στις αλάνες, στις γειτονιές, όποιος έπαιζε ποδόσφαιρο ήταν αλήτης. Είχε ταμπέλα σαν τους ηθοποιούς που τους έλεγαν “θεατρίνους”. Μέχρι και στα ξενοδοχεία δεν γίνονταν δεκτές οι ομάδες. Όλο αυτό άλλαξε περίπου με τη δημιουργία της εθνικής κατηγορίας. Εγώ τότε ήμουν στην Εθνική Ενόπλων, είχα καταταγεί και στο Λιμενικό εθελοντής και έμεινα 44 μήνες για τις αγωνιστικές ανάγκες. Είχαμε πάρει και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στη Σεούλ, σε ένα ταξίδι που κάθε 2,5 ώρες χρειαζόταν στάση για ανεφοδιασμό. Αυτά και μόνο που ζούσαμε, μας ξεχώριζαν από τον μέσο πολίτη που δεν είχε τις εικόνες που είχαμε εμείς».

Είναι μεγάλο πράγμα να σε αντιμετωπίζει μία μεγαλύτερη ομάδα και να αγχώνεται. Το Γουέμπλεϊ ήταν η αρχή, αλλά και οι επόμενες ομάδες του Παναθηναϊκού τίμησαν αυτή την κληρονομιά

Πότε, όμως, άλλαξε αυτό; «Ο αγώνας που άλλαξε την αντιμετώπιση του κόσμου προς το πρόσωπο των ποδοσφαιριστών ήταν το ’59 με την Ιταλία. Είχαμε κάνει 1-1 με μια ομάδα που είχε έξι διεθνείς ποδοσφαιριστές. Φεύγουμε για τη ρεβάνς στην Ιταλία με έναν σκυλοπνίχτη, κάνοντας προπόνηση στο ξύλινο κατάστρωμα του πλοίου. Φτάσαμε στο Μιλάνο άυπνοι. Μας πηγαίνουν με πούλμαν στην Μπρέσια, κοιμόμαστε κάποιες ώρες να ξεκουραστούμε, κάνουμε μια σύντομη προπόνηση και κερδίζουμε με 1-0 με γκολ του Σιδέρη. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, η υποδοχή του κόσμου ήταν πρωτόγνωρη. Μας υποδέχτηκαν με 5-6 φιλαρμονικές, μας άρπαξε ο κόσμος να μας βάλει στο πούλμαν με χειροκροτήματα.

»Ήταν μια νίκη-σταθμός που αποτέλεσε και την αφετηρία μιας σπουδαίας εθνικής ομάδας που έβαλε την Ελλάδα στον χάρτη. Ταυτόχρονα είναι και η συμμετοχή του Παναθηναϊκού σε συνεχόμενα Κύπελλα πρωταθλητριών και ο κόσμος αρχίζει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο ανεξαρτήτου ηλικίας. Γεμίζουν τα γήπεδα, εμείς γινόμαστε πιο αναγνωρίσιμοι και αγαπητοί και τα ΜΜΕ αλλάζουν άρδην τη μεταχείρισή τους προς εμάς και το άθλημα. Και σε μια εποχή που δεν υπάρχει τηλεόραση. Αλλά ο Τύπος ασχολείται σε σταθερή βάση με το ποδόσφαιρο και προβάλλει τις επιτυχίες μας. Μας είχε καλέσει και ο Παπανδρέου στο γραφείο του, είχαν διοριστεί όλοι οι παίκτες στη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, στην ΕΥΔΑΠ. Γίνονταν πολύ σημαντικά πράγματα και σε πολιτειακό επίπεδο, δηλαδή».

Δέος για το Γουέμπλεϊ και τα περί δωροδοκίας

Η κουβέντα φτάνει στο Γουέμπλεϊ. Πόσες ερωτήσεις του έχουν κάνει άραγε όλα αυτά τα χρόνια; Για το ματς με τον Ερυθρό Αστέρα, τον τελικό, το γκολ του Φαν Ντάικ στο πρώτο λεπτό, τις κόντρες με τον Ατσίμοβιτς... Έχει άραγε κουραστεί να απαντάει; «Όχι, ποτέ. Ίσα ίσα. Και ξέρετε γιατί; Γιατί δεν έχω κουραστεί ποτέ να θυμάμαι. Στα 85 μου, το μόνο που μου έχει μείνει να καυχιέμαι είναι η μνήμη μου. Έχω δέος και αγάπη για το Γουέμπλεϊ, αλλά και όσα έχω ζήσει, τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, τα μέρη που έχω δει, τις παραστάσεις και τα ερεθίσματα που έχω λάβει από το ποδόσφαιρο». Όση ώρα μιλούσαμε, η μνήμη του ήταν κάτι στο οποίο αναφερόταν συχνά. Το πόσο υπερήφανος και ευλογημένος ένιωθε που θυμόταν τόσες λεπτομέρειες: ονόματα, χρονολογίες, συναντήσεις, διαλόγους. Ήξερα για το εντυπωσιακό μνημονικό του, αλλά η κατανόηση στο έπακρο του τι σημαίνει για τον ίδιο τον Αριστείδη Καμάρα ήρθε με τη συνάντησή μας, όταν έδειξε πόσο λατρεύει να θυμάται.

Για την πορεία του Παναθηναϊκού ως το Γουέμπλεϊ έχουν ειπωθεί πολλά. Δεν είναι μυστικό το ότι πάντα αφήνονταν υπόνοιες από πολλές πλευρές πως η ομάδα του Παναθηναϊκού είχε φτάσει στον τελικό με τη βοήθεια του τότε καθεστώτος, προσεγγίζοντας τους παίκτες του Ερυθρού Αστέρα για να ηττηθούν στη ρεβάνς της Αθήνας.

«Φθόνος. Είναι το DNA των Ελλήνων, βλέπεις. Ο ελληνικός λαός έχει φθόνο. Έχω δεχτεί όλα αυτά τα χρόνια πολλές επιθέσεις σε προσωπικό επίπεδο. Εγώ, όμως, πορευόμουν πάντα με μια ρήση του Επίχαρμου “θνήσκεις ηγαθέν”. Ήταν μια φράση που χρησιμοποίησε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος όταν κάποιοι είχαν παρουσιάσει ερωτικές επιστολές μαθητριών του για να τον διασύρουν. Αυτή η ρήση σημαίνει “πεθαίνω διά της σιωπής μου”. Αυτό χρησιμοποιούσα κι εγώ ως αρχή. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις αλλιώς τον φθόνο. Υπήρχε πολύ πριν από εμάς και θα υπάρχει και μετά» απαντάει, διευκρινίζοντας τι είχε συμβεί.

«Σε ένα τουρνουά που ακολούθησε σε έναν αγώνα με τον Ερυθρό Αστέρα είχα μιλήσει με τον Κάρασι. Μου είχε πει πως και για εκείνους αντίστοιχα είχαν γραφτεί στη Γιουγκοσλαβία περί δωροδοκίας. Και η τοποθέτησή του ήταν σαφής: “Θα μας άφηνε ζωντανούς ο Μιλόσεβιτς αν είχαμε κάνει κάτι τέτοιο;”. Για να μη θυμίσω πως ήρθε στα αποδυτήρια ο Μίλιανιτς για να συγχαρεί τον Πούσκας. Αν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα θα είχε κάνει κάτι τέτοιο; Εμείς μέχρι πριν βγούμε στο χορτάρι μελετούσαμε πώς αγωνίζεται ο ένας κι ο άλλος, πού θα χτυπήσουμε. Με ενοχλεί πολύ αυτή η ιστορία και όσα δυσφημιστικά λέγονται. Και αυτό έχει γίνει modus vivendi. Πάει καλά ο Παναθηναϊκός, πληρώνει. Πάει καλά ο Ολυμπιακός, πληρώνει. Δεν πάει κάποιος καλά επειδή το αξίζει. Βέβαια, τώρα υπάρχει παρελθόν, έχουν γίνει πράγματα και ο κόσμος έχει κάπου να “πατήσει”. Αλλά τότε δεν γίνονταν τέτοια».

Το γκολ στη Σερβία

Εμβληματικός ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού, ο Αριστείδης Καμάρας φόρεσε τη φανέλα με το Τριφύλλι από το 1961 ως το 1973 © ΙΝ ΤΙΜΕ SPORTS

Η κουβέντα μας έκανε μία στάση στον χρόνο όταν αναφερθήκαμε στο Γουέμπλεϊ. Ήταν, είναι και θα είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία και του Παναθηναϊκού και του ίδιου, άλλωστε. Αν φανταστούμε τον ρου της ιστορίας του Παναθηναϊκού σαν ένα νήμα, στο Γουέμπλεϊ έκανε έναν κόμπο που σηματοδότησε μια αφετηρία. Αφετηρία που, όμως, δεν θα υπήρχε αν ο Αριστείδης Καμάρας δεν έβαζε το γκολ στη Σερβία. Άραγε φαντάστηκε ποτέ πώς θα γραφόταν η ιστορία αν δεν είχε βάλει εκείνο το γκολ;

«Δεν το έχω σκεφτεί, όχι, για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω ότι θα άλλαζε η ιστορία. Γιατί στη ρεβάνς θα περνούσε ο Παναθηναϊκός. Ήταν δεδομένο. Ήμασταν καλύτερη ομάδα και το ήξεραν και εκείνοι. Όταν είχαν έρθει στην Αθήνα ήταν μαζεμένοι σε μια γωνία, σχεδόν φοβισμένοι, ήταν και οι σειρήνες των εργοστασίων που δημιουργούσαν μια φοβερά επιβλητική ατμόσφαιρα. Βάλαμε γκολ στο πρώτο λεπτό, είχαμε την ψυχολογία με το μέρος μας, χάναμε πολλές ευκαιρίες. Τα γκολ θα έμπαιναν. Το έλεγα από το βράδυ, μετά το πρώτο παιχνίδι.

»Ο Πούσκας έδωσε σε κάποιους 20-30 δολάρια και τους είπε “πηγαίνετε να παίξετε χαρτιά να σας φύγει η σκασίλα, ξεχάστε το παιχνίδι σαν να μην έγινε. Και σας το λέω εγώ, που έχασα ένα Παγκόσμιο Κύπελλο από τη Γερμανία με 3-2 στη Βέρνη”. Εγώ βγήκα μια βόλτα να πάρω αέρα, και όταν με ρώτησαν για τη ρεβάνς είχα πει “εμείς στην Αθήνα θα τους βάλουμε τρία γκολ στο νερό”. Με κορόιδευαν αλλά το πίστευα, ήμουν βέβαιος.

»Ήταν βέβαια τόσο όμορφο το γκολ στη Σερβία, θα ήταν κρίμα να μην μπει. Από την προσπάθεια του Γραμμού, που είχε δεχτεί τόσες κλοτσιές και έμεινε όρθιος προλαβαίνοντας να βγάλει την μπαλιά πριν βγει άουτ, ως την κίνηση του Αντωνιάδη να τραβήξει τους αμυντικούς πάνω του, και φυσικά το πώς έπιασα την κεφαλιά. Ήταν λες και με σημάδευε ακριβώς η μπάλα. Ήταν βάλσαμο αυτό το γκολ. Γκολάρα! Το έχω χαραγμένο στη μνήμη μου πολύ έντονα. Δεν αξίζαμε την ήττα και με τέτοιο σκορ, γι’ αυτό υπήρχε και η ένταση σε κάποιους. Ο διαιτητής, ο Λίνεν Μάγερ, μας είχε σφάξει σε εκείνο το παιχνίδι. Δεν επιτρεπόταν τέτοια διαιτησία σε τέτοια φάση ενός τέτοιου θεσμού.

»Ο Πούσκας τον έβριζε, τον φώναζε «σβάιν» (σ.σ. γουρούνι στα γερμανικά), τον κράτησα εγώ να μην τον αρπάξει. Είχαν τιμωρηθεί και ο Δομάζος και ο Ελευθεράκης. Μέχρι κι εγώ, που χαρακτηριζόμουν για την ψυχραιμία μου, είχα μεγάλη ένταση με τον Ατσίμοβιτς. Είχα αναλάβει να τον μαρκάρω και όπως κατεβαίναμε στα αποδυτήρια μετά το τέλος του αγώνα, με το ένα χέρι έκανε χειρονομίες και με το άλλο έδειχνε τον αριθμό τέσσερα. Δεν άντεξα αυτή την ασέβεια. Κυρίως γιατί πάντα σεβόμουν κάθε αντίπαλο. Με το που με πλησιάζει, γυρίζω με το αριστερό χέρι και τον βρίσκω στο πρόσωπο. Να τα αίματα. Όρμηξαν οι άλλοι παίκτες του Ερυθρού Αστέρα και αν δεν ήταν ο Πούσκας που γύρισε επειδή άκουσε φασαρία, θα είχα αφήσει τα κόκαλά μου εκεί. Ήταν, όμως, θέμα φιλότιμου. Τον είχα σε όλο το παιχνίδι να με φτύνει, να μου τραβάει τη φανέλα, να με χτυπάει. Στην Αθήνα ούτε που με πλησίαζε».

Οι ευρωπαϊκές στιγμές του Παναθηναϊκού

Οι παλαίμαχοι του Παναθηναϊκού © ΙΝ ΤΙΜΕ SPORTS

Ο Αριστείδης Καμάρας θυμάται τις περιπτώσεις που πίστεψε πως ο Παναθηναϊκός ίσως καταφέρει μια ευρωπαϊκή διάκριση.

«Σίγουρα οι κορυφαίες που ξεχωρίζω είναι με τον Άγιαξ το 1996, όταν η ομάδα νίκησε τον πρώτο ημιτελικό στο Άμστερνταμ, και το 2003 στον προημιτελικό με την Μπαρτσελόνα με το σουτ του Βλάοβιτς. Ήταν από τις περιπτώσεις που μένεις άφωνος. Δεν μπορείς να το πιστέψεις και το μοναδικό που σκέφτεσαι είναι “πόσο κρίμα...”. Αυτό το κρίμα να φτάσει πιο ψηλά μια ελληνική ομάδα. Την άξιζε ο Παναθηναϊκός μια τέτοια διάκριση όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν φυσικά και το παιχνίδι με την Πόρτο του Μουρίνιο.

»Ακόμα μια περίπτωση που νομίζω πως, αν ο Παναθηναϊκός περνούσε, θα μιλάγαμε για κατάκτηση. Έχει σπουδαία ιστορία στην Ευρώπη ο Παναθηναϊκός. Δεν είναι τυχαίο αυτό που λέμε Panathinaikos ή το “Ελλάς, Ευρώπη, Παναθηναϊκός”. Αυτά που έχει καταφέρει δεν έχουν συμβεί από άλλη ελληνική ομάδα. Είναι μεγάλο πράγμα να σε αντιμετωπίζει μια μεγαλύτερη ομάδα και να αγχώνεται! Το Γουέμπλεϊ ήταν η αρχή, αλλά και οι επόμενες ομάδες του Παναθηναϊκού τίμησαν αυτή την κληρονομιά. Υπήρχε συνέπεια στις μεγάλες ευρωπαϊκές πορείες. Και να τονίσουμε πως υπήρχαν πορείες, όχι απλά μεγάλες ευρωπαϊκές νίκες».

Ο Παναθηναϊκός σήμερα και ο αφελληνισμός του ελληνικού ποδοσφαίρου

Φτάνοντας στο σημερινό ποδόσφαιρο, πώς βλέπει την προσπάθεια της διοίκησης του Παναθηναϊκού; «Προ ετών η Παναθηναϊκή Συμμαχία και ο Γιάννης Αλαφούζος προσωπικά απέτρεψαν το Πρωτοδικείο. Ο κύριος Αλαφούζος έβαλε πάρα πολλά χρήματα και είναι βεβαιωμένο αυτό. Έβαζε και βάζει. Όμως εδώ έχουμε μια ομάδα, μια ΠΑΕ που αγωνίστηκε να αντιμετωπίσει τη μάστιγα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Είναι μια μάστιγα αυτό που γίνεται στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Μια κατάσταση που αντιμετωπίζει κυρίως ο Παναθηναϊκός. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, όταν κάνουμε την καλόπιστη κριτική».

Η κουβέντα μας προχωρούσε και η στάση στον χρόνο έπρεπε να λάβει τέλος, για να φτάσουμε στο σήμερα. Το Γουέμπλεϊ έδωσε την κατάλληλη αφορμή. Βλέπετε, η ομάδα που έκανε πράξη αυτή την ονειρική πορεία αποτελείτο από έναν ελληνικό κορμό με ιερά τέρατα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Σήμερα, αντιθέτως, βλέπουμε ολοένα και λιγότερους Έλληνες στο ίδιο το πρωτάθλημα της χώρας μας. Ένα «νοσηρό φαινόμενο» όπως το χαρακτήρισε ο Αριστείδης Καμάρας, μου εξηγεί γιατί επέλεξε τη λέξη αυτή.

«Έχουμε φτάσει στον σχεδόν πλήρη αφελληνισμό του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δεν χρειάζεται να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Να τα λέμε τα πράγματα όπως είναι, καθαρά και ξάστερα. Και δεν μιλάω μόνο για τις μεγάλες ομάδες που έχουν χρήματα και πάντα έπαιρναν και κάποιους ξένους παίκτες. Πλέον, ψάχνεις με τα κιάλια κάποιο ελληνικό όνομα στο ελληνικό πρωτάθλημα. Και δεν μπορώ να ανεχτώ οποιαδήποτε δικαιολογία. Οι Έλληνες παίκτες έχουν φοβερό ταλέντο.

»Διαφορετικά, δεν θα είχαν τόσες διακρίσεις στο εξωτερικό. Δεν μπορώ να πιστέψω πως υπάρχουν ομάδες σε ξένα πρωταθλήματα που πιστεύουν τους Έλληνες παίκτες και δεν υπάρχουν στα δικά μας. Είναι αποκρουστική πλέον η αναλογία Ελλήνων και ξένων. Και κυρίως γιατί αυτή η αναλογία δεν αντιστοιχεί στη διαφορά ταλέντου. Ίσα ίσα, οι Έλληνες παίκτες είναι καλύτεροι από πολλούς ξένους. Αλλά έστω, να δεχτώ πως οι ομάδες της πρώτης εθνικής έχουν τα λεφτά να αγοράσουν ξένους παίκτες. Στη Β΄, τη Γ΄ εθνική, στα τοπικά πρωταθλήματα, γιατί γίνεται το ίδιο; Ας μας πει κάποιος για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό».

Η βία στα γήπεδα και οι δολοφονίες

Αριστείδης Καμάρας © ΙΝ ΤΙΜΕ SPORTS

Ασφαλώς δεν θα μπορούσαμε να μη μιλήσουμε για το τι συμβαίνει εντός και εκτός γηπέδων με τη βία και όλη αυτή την αποκτήνωση. Αλλά και τη χρήση του ποδοσφαίρου σαν «βιτρίνα» για συγκρούσεις που φτάνουν μέχρι και σε δολοφονίες.

«Πρέπει να διακρίνουμε κάτι μείζον εδώ. Το ποδόσφαιρο δεν είναι κάτι ξεχωριστό, αυτοτελές, αποτελεί κομμάτι και καθρέφτη της κοινωνίας. Είναι συνυφασμένο με τον κατήφορο που έχει πάρει η ελληνική κοινωνία. Δείτε τι συμβαίνει στα σπίτια, στα σχολεία... Υπάρχει βία σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας. Στα σχολεία υπάρχουν συμμορίες, οπλισμένα ανήλικα παιδιά με μαχαίρια. Αυτά τα πράγματα είναι αδιανόητα. Αλλά το ποδόσφαιρο ακολουθεί την πορεία της κοινωνίας, που είναι δυστυχώς καθοδική – ήταν όλα αναμενόμενα.

»Η κατάρρευση του κοινωνικού ιστού συμπαρέσυρε και το άθλημα. Και το ακόμα πιο δυστυχές είναι ότι τις περισσότερες φορές ευθύνονται μειονότητες. Δεν είναι το σύνολο του κοινωνικού ιστού ή των φιλάθλων ή των μαθητών άνθρωποι με τέτοια ένστικτα και πρωτοφανή αδιαφορία για το κοινωνικό καλό. Είναι μειονότητες που δρουν τις περισσότερες φορές ανεξέλεγκτα επειδή το μεγαλύτερο και σαφώς πιο υγιές σύνολο δεν γνωρίζει το πραγματικό εύρος της δύναμής του. Έτσι όμως δεν μπορούμε να πάμε παραπέρα. Ούτε το ποδόσφαιρο ούτε η κοινωνία. Και κάθε φορά θα είναι και χειρότερα. Δεν μπορώ να κρύψω την απογοήτευση και την απαισιοδοξία μου ειλικρινώς».

Η αρχή «να κοιτάμε το δάσος και όχι το δέντρο», την κοινωνία δηλαδή και όχι το ποδόσφαιρο αυτό καθαυτό, είναι κάτι που αποφεύγουν οι άνθρωποι σχεδόν εμμονικά να κάνουν στη ζωή τους. Κάτι που συμφωνούμε πως επιβεβαιώθηκε με το πρόσφατο μέτρο της κυβέρνησης για το κλείσιμο των γηπέδων ποδοσφαίρου. Όχι μόνο δεν αποτέλεσε λύση στην οπαδική βία, λίγες ημέρες μετά ήρθε η δολοφονία του αστυνομικού Γιώργου Λυγγερίδη έξω από γήπεδο. Βέβαια, ήταν γήπεδο βόλεϊ. Σταθήκαμε όμως και στις δολοφονίες του Άλκη και του Μιχάλη, γιατί και ο ίδιος ο Αριστείδης Καμάρας δεν έκρυψε τον αποτροπιασμό του.

«Μιλάμε για πρωτοφανείς καταστάσεις. Πάντα υπήρχαν κάποιες διενέξεις, αλλά όχι αυτό το πράγμα που επικρατεί σήμερα. Δεν υπήρχαν φόνοι, οπλισμένοι οπαδοί. Γίνονταν πειράγματα, πάντα στα όρια της λογικής. Τώρα μιλάμε για τραγωδίες. Πηγαίνουν και δεν ξέρουν αν θα γυρίσουν πίσω, και ο κόσμος απομακρύνεται από το γήπεδο και με το δίκιο του. Αυτή η παθογένεια πρέπει να σταματήσει. Ούτε ο Άλκης έπρεπε να φύγει ούτε ο Μιχάλης ούτε κανένα από τα παιδιά που έχουν δολοφονηθεί. Αλλά και οι ξυλοδαρμοί και γενικά οι επιθέσεις είναι ανεπίτρεπτα. Δεν είναι το ποδόσφαιρο λόγος για να γίνονται τέτοια. Πάνω απ’ όλα η ανθρώπινη ζωή, το μεγαλύτερο δώρο όλων. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν σέβονται αυτό το δώρο και το στερούν από κάποιον συνάνθρωπό τους με τέτοια ευκολία και τόσο απροκάλυπτα. Μου φαντάζει κτηνώδες. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Σε κάνει να σιχαίνεσαι αυτή την κατάσταση».

European Super League

«Ελλάς, Ευρώπη, Παναθηναϊκός» λένε οι φίλοι της ομάδας με υπερηφάνεια και ο Αριστείδης Καμάρας έχει ζήσει το κομμάτι «Ευρώπη» όσο λίγοι. Μάλιστα, το πρόσφατο project της European Super League το γνωρίζει από πρώτο χέρι, αφού εκπροσωπούσε τον Παναθηναϊκό στην πρώτη προσπάθεια που είχε γίνει.

«Ήταν μια πρωτοβουλία στην οποία συμμετείχε και ο Μαυροκουκουλάκης εκτός από εμένα. Ήταν ένα τεράστιο project, και ο Παναθηναϊκός ήταν ανάμεσα στις 16 ομάδες που θα αποτελούσαν τη λίγκα. Πίσω από το εγχείρημα ήταν το μεγαλύτερο δικηγορικό γραφείο του Λονδίνου. Εμείς εκπροσωπήσαμε τον Παναθηναϊκό στις τότε συζητήσεις. Θυμάμαι ήταν και ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα, ο Χένες, μαζί με δικηγόρους. Η ιδέα ήταν του Μπερλουσκόνι, που θα κάλυπτε και τη χρηματοδότηση.

»Για ένα δίμηνο πηγαίναμε κάθε Σαββατοκύριακο και προσπαθούσαμε να το οργανώσουμε. Ήταν μια πολύ καλή και μελετημένη δουλειά, αλλά κόλλησε επειδή επενέβη η FIFA. Εγώ προσωπικά θεωρούσα πως υπήρχε πρόβλημα ως προς τους συμμετέχοντες. Θα συμμετείχαν οι ίδιες ομάδες και αυτό ενδεχομένως κάποια στιγμή θα καταντούσε μονότονο. Θα ήταν πιο επαρκές ως πλάνο, αν μιλούσαμε για ανανέωση των ομάδων. Αυτή είναι η μοναδική μου επιφύλαξη. Κατανοώ, όμως, πως όταν μια ομάδα υπογράφει ένα συμβόλαιο για μια διοργάνωση για x χρόνια, πρέπει να τηρούνται τα συμφωνηθέντα».

Το ραντεβού της 2ας Ιουνίου

Η ώρα είχε περάσει αρκετά. Κάτι παραπάνω από τρεισήμισι ώρες. Μία ερώτηση είχε μείνει για το τέλος. «Ρίχ’ την», προέτρεψε ο Αριστείδης Καμάρας. «Το ραντεβού της 2ας Ιουνίου ισχύει ακόμα;».

Έγειρε το σώμα του προς τα πίσω και πήρε μια μικρή ανάσα. «Είναι μια ερώτηση που σφίγγεται η καρδιά μου, όταν την απαντώ. Το ραντεβού ισχύει αλλά δεν είναι το ίδιο, γιατί δεν είναι όλοι εδώ. Και αυτό κοστίζει στο ανθρώπινο κομμάτι. Επειδή εκείνα τα χρόνια παίζαμε οι ίδιοι και οι ίδιοι και στην Εθνική και στον Παναθηναϊκό, ήμασταν όλοι μια παρέα. Υπήρχαν φιλίες, ανθρώπινοι δεσμοί. Επικοινωνούσαμε σε καθημερινό επίπεδο. Ειδικά εγώ, που λόγω της τράπεζας και του ΠΣΑΠ είχα συνεχή και σταθερή επαφή με τους ποδοσφαιριστές, στενοχωριέμαι πολύ όταν φεύγουν από τη ζωή πολλοί από αυτούς γιατί ήμασταν δεμένοι. Αλλά επί της ουσίας δέσιμο, όχι λόγια του αέρα».

Η διά ζώσης γνωριμία με έναν ζωντανό θρύλο του Παναθηναϊκού ξεκίνησε σαν ένα απλό απόγευμα και εξελίχθηκε σε μια βραδιά παντοτινά χαραγμένη στη μνήμη. Και, φυσικά, όσοι ξέρουν τον Αριστείδη Καμάρα γνωρίζουν πως τα καλύτερα κόπηκαν στο... μοντάζ.