Όταν ο Παναθηναϊκός το 1971 προκρίθηκε στον τελικό του Γουέµπλεϊ
Καταγράφοντας μια μοναδική πορεία, ο Παναθηναϊκός έφτασε στις 2 Ιουνίου του 1971 να συμμετάσχει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών εναντίον του Άγιαξ © In Time Sports
Αθλητισμος

Όταν ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε στον τελικό του Γουέµπλεϊ

Ένας µύθος ανεπανάληπτος
img_20180508_220957_2.jpg
Zastro
ΤΕΥΧΟΣ παναθηναϊκός
23’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Παναθηναϊκός: Η μοναδική πορεία μέχρι τη συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών εναντίον του Άγιαξ το 1971

«Το βασίλειο της προσομοίωσης είναι πιο ρεαλιστικό από την πραγματικότητα» έγραψε ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ, ο άνθρωπος που φρόντισε από τους πρώτους να µας προαναγγείλει το Matrix της επίπλαστης σύγχρονης πραγµατικότητας. Η «διαχείριση» της πληροφορίας, η επιλεκτική αποτύπωση της ιστορίας είναι µια πολύ παλιά υπόθεση, βρίσκουµε τις ρίζες της στην αρχαιότητα, όταν ο άνθρωπος ως πολιτικό ον αντιλήφθηκε για πρώτη φορά πως αντί να µεταδίδει απλώς τα γεγονότα, µπορεί να τα διαχειρίζεται µε τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να αλλάζει δραστικά το διαχρονικό τους αποτύπωµα.

Για να κριθεί µια εποχή πρέπει να υπάρχει συναίσθηση των συνθηκών, αντίληψη των κοινωνικών και οικονοµικών δεδοµένων, ανάλυση του χρονισµού, σωστή αξιολόγηση της πληροφορίας και ορθή ανάγνωση της ιστορίας. Η επίκληση στο συναίσθηµα, η αναγωγή στο θυµικό, η επιλογή προβολής συγκεκριµένων πτυχών ενός γεγονότος αναλόγως το ακροατήριο, όλα αυτά δίνουν αξία σε µια ιστορία µόνο όταν υπάρχουν πρόθυµα αυτιά να την ακούσουν. Με την πάροδο των ετών η ιστορία τείνει να εκλείπει και να εξαφανίζεται υπό το βάρος της εξέλιξης. Οι άνθρωποι φεύγουν, οι νεότεροι ζουν το τώρα και ονειρεύονται το αύριο, ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Όλα τα αγγίζει ο χρόνος, όλα τα ξεφτίζει, όλα τα σβήνει. Μονάχα στα αληθινά πολύ µεγάλα, µονάχα σ’ εκείνα που έχουν µπολιάσει µέσα µας κάνει πίσω. Ο χρόνος µονάχα σε µια συνθήκη σέβεται την ιστορία: όταν εκείνη γίνεται µύθος.

Έχει παρέλθει πάνω από µισός αιώνας από τότε που µια ελληνική οµάδα προκρίθηκε σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης ποδοσφαίρου. Ήταν ο Παναθηναϊκός. Του «Γουέµπλεϊ».

Για εκείνη την επιτυχία του Παναθηναϊκού έχουν χυθεί τόνοι µελάνης, δίχως να αναλυθούν ποτέ τα ίδια τα γεγονότα, χωρίς να αποτυπωθεί ποτέ η πραγµατικότητα εκείνης της εποχής. Είναι πολύ δύσκολο να σκηνοθετηθεί και να οπτικοποιηθεί µε όρους video game όπως επιτάσσει η εποχή, προκειµένου να απογυµνωθεί πλήρως και να παρουσιαστεί προς κατανάλωση. Γι’ αυτό η ιστορία επέλεξε να διαφυλάξει εκείνη την ιστορική επιτυχία ως µύθο. Γιατί όµοιά της πολύ δύσκολα θα ξαναϋπάρξει στην ελληνική ποδοσφαιρική ιστορία.

Η επταετία της δικτατορίας και η δυναμική του ποδοσφαίρου και ο Παναθηναϊκός στο Γουέµπλεϊ

Όλη η περίοδος της δικτατορίας στην Ελλάδα ήταν ένας απατηλός κόσµος όπου η αλήθεια συγχέετο µε το ψέµα µέχρις ότου να απορροφηθεί απ’ αυτό. Η επταετία ήταν µια εποχή που όλα είχαν µετατραπεί σε θέαµα, όλα φιλτράρονταν προκειµένου να µη συνειδητοποιούν οι µάζες το έλλειµµα της δηµοκρατίας και τη βαναυσότητα πίσω από τις κουίντες. Την 21η Απριλίου του 1967 σταµάτησε βίαια µια πολιτιστική ορµή που θα συνέπαιρνε την Ελλάδα.

Συνέβη στην υπόλοιπη «δική µας» Ευρώπη. Η Ελλάδα πάνω που είχε πλάσει το δικό της περιβάλλον άνοιξης και διέθετε προσωπικότητες, όπως ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και το «νέο κύµα» µε τον Σαββόπουλο, υποχρεώθηκε να µπει στον γύψο. Η χούντα αντικατέστησε το «Άξιον εστί» µε τα θεάµατα. Χρηµατοδότησε και επιδότησε µε µεγάλη σπουδή και τον ελληνικό κινηµατογράφο και τον ελληνικό αθλητισµό. ∆ιαπιστώσεις κοινής αποδοχής, εξακριβωµένα γεγονότα.

Το ποδόσφαιρο είχε μια τεράστια δυναμική στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αφορούσε την πλειοψηφία της –µη λησµονούµε– ανδροκρατούµενης κοινωνίας και κυρίως των νέων που δεν είχαν πού αλλού να στραφούν. Αναφερόµαστε σε µια εποχή που δεν υπήρχε καν τηλεόραση σε όλα τα σπίτια, που πολλές οικογένειες δεν είχαν τα στοιχειώδη για να ζήσουν.

Το λευκό αποτύπωµα του χρόνου κάνει λόγο ότι εκείνη την εποχή άνθισαν τα µπουζούκια, το «λαϊκό» σινεµά, τα σφαιριστήρια, το ποδόσφαιρο. Είναι πέρα για πέρα αληθές. ∆εν υπήρχαν άλλοι τρόποι διαφυγής, δεν υπήρχε εναλλακτικός τρόπος, δεν υπήρχαν επιλογές. Ο άνθρωπος πάντοτε προσαρµόζεται στις συνθήκες που τον περιβάλλουν, βρίσκει τρόπους να επιβιώσει ακόµα και όταν απειλείται η ίδια του η ελευθερία. Και όταν ωριµάζουν οι συνθήκες, επαναστατεί και βγαίνει από το τούνελ µε τις δυνάµεις του.

∆εν είναι όµως µόνο η πολιτική ή η κοινωνιολογία το αντικείµενο. Πρέπει να γίνει αντιληπτό το κλίµα, η ατµόσφαιρα, η µυρωδιά της εποχής σε σχέση µε το ποδόσφαιρο και τον αθλητισµό. Η χούντα «βοήθησε» όλα τα σωµατεία. Με χρήµατα, µε αθλητικές εγκαταστάσεις, µε πολιτικές επιρροές. Όταν ο πανίσχυρος τότε Γενικός Γραµµατέας Αθλητισµού, Κώστας Ασλανίδης, διέκρινε και τη χρυσή φουρνιά ποδοσφαιριστών στις λαοφιλείς οµάδες, η απόφαση για «επιδοτήσεις» ήταν πολύ εύκολη. Τον ακολουθούσε κατά πόδας ο Παττακός, που σε κάθε ευκαιρία κατέβαινε να γνωρίσει από κοντά και να χαιρετίσει τους ποδοσφαιριστές όλων των µεγάλων οµάδων. Θαµώνας του Καραϊσκάκη, της Λεωφόρου, της Νέας Φιλαδέλφειας.

Προσοχή όµως. Ο Σιδέρης, ο Κούδας, ο ∆οµάζος, ο Παπαϊωάννου, δεν ήταν δηµιουργήµατα της χούντας. Η χούντα προσπάθησε να οικειοποιηθεί το ταλέντο τους απλώς χρησιµοποιώντας τους ως µέσο για να κοιµάται, να ξεδίνει ή να ξεφεύγει το πλήθος. ∆εν δίδαξε ο Ασλανίδης ποδόσφαιρο στον «Στρατηγό», ούτε έµαθε ο Παττακός στον Καµάρα να σουτάρει.

Η χούντα εκµεταλλεύτηκε προς όφελός της τις συγκυρίες, χρησιµοποίησε το πρωτογενές υλικό και το «τοποθέτησε» µε τέτοιον τρόπο ούτως ώστε όλοι µε κάποιον τρόπο να «χρωστούν» σ’ αυτήν και να αισθάνονται εκ περιτροπής ευνοηµένοι και αδικηµένοι. Γι’ αυτό τοποθετήθηκαν «Επίτροποι» σε κάθε σωµατείο, γι’ αυτό στους αγώνες υπήρχε η απαραίτητη υψηλή εποπτεία του εκάστοτε «Γυµνασιάρχη του αγώνος», γι’ αυτό στα ντέρµπι όποτε χρειαζόταν και ήταν βέβαιο το λαϊκό υψηλό ενδιαφέρον κρίνετο «απαραίτητη» η παρουσία ενός «αξιωµατούχου της κυβερνήσεως».

Ο Παναθηναϊκός δεν είχε απασχολήσει ιδιαίτερα την κοινή γνώμη και µόνον όταν απέκλεισε την κραταιά Έβερτον µε τις δύο ισοπαλίες, η πρόκρισή του στον τελικό µετατράπηκε σε «εθνικό θέµα». Η κλήρωση στον ηµιτελικό µε τους καλλιτέχνες Γιουγκοσλάβους του Ερυθρού Αστέρα ήταν δύσκολη, αλλά από τη στιγµή που υπήρχαν Άγιαξ και Ατλέτικο, η καλύτερη δυνατή.

Η αποστολή του Παναθηναϊκού ταξίδεψε Πέµπτη 8 Απριλίου του 1971 στο Βελιγράδι µε ειδικά διαµορφωµένη πτήση της JAT. Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο Συνταγµατάρχης Πεζικού και ΓΓΑ Κώστας Ασλανίδης. Τον συνόδευαν, ο Αχιλλέας Μπουντουβής, εν είδει αρχηγού της αποστολής και ως αρχηγός του ποδοσφαιρικού τµήµατος του Παναθηναϊκού, ο Ηρακλής Τσίπρας.

Επί οκτώ ώρες η Αθήνα είχε παραλύσει, ήταν παραδομένη στο πλήθος. Από κάθε σπίτι, κάθε διαμέρισμα, άνθρωποι κατά τα άλλα σοβαροί και ευυπόληπτοι να προσβάλλονται από το μικρόβιο της πράσινης τρέλας και να τους συνεπαίρνει ο ενθουσιασμός

Στο ίδιο αεροπλάνο σύσσωµο το ποδοσφαιρικό τµήµα, µε Πούσκας, Γαζή, τους ποδοσφαιριστές και µέλη των οικογενειών τους, καθώς και επιφανείς φίλους και µέλη του Παναθηναϊκού. Μεταξύ αυτών, η τότε σύζυγος του Μίµη ∆οµάζου, Βίκυ Μοσχολιού, και ο Σταµάτης Κόκοτας, που έδωσαν και το ένθερµο παρών στο Μαρακανά, αλλά και στις εκδηλώσεις ψυχαγωγίας της οµάδας. Ο Παναθηναϊκός κατέλυσε στο πολυτελές ξενοδοχείο «Γιουγκοσλάβια» στο κέντρο του Βελιγραδίου και το Σάββατο ξεναγήθηκε στο Στάρι Γκραντ και τα λοιπά αξιοθέατα της πόλης.

Την Κυριακή, οµάδα και τεχνικό επιτελείο παρακολούθησαν το παιχνίδι Ερυθρού Αστέρα-Μπέογκραντ στην Καράµπουρµα (νυν Omladinski Stadium), παιχνίδι µάλιστα που ο Αστέρας έχασε µε 2-1 µετά από απογοητευτική εµφάνιση. Τη ∆ευτέρα το βράδυ, η οµάδα συµµετείχε στη δεξίωση που παρέθεσε ο τότε Πρέσβης της Ελλάδας στο Βελιγράδι, Σπυρίδων Τετενές. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς µάλιστα, τραγούδησαν και ο Σταµάτης Κόκκοτας και η Βίκυ Μοσχολιού κατόπιν παραινέσεως της κυρίας Τετενέ. Την παραµονή του αγώνα και µε χιλιάδες Έλληνες να έχουν καταφθάσει στο Βελιγράδι (οι περισσότεροι οδικώς) η οµάδα προπονήθηκε και ξέσκασε απλώς στο καζίνο του ξενοδοχείου.

Το απόγευµα της 14ης Απριλίου, ο Παναθηναϊκός µπροστά σε 90 χιλιάδες θεατές και µετά από ολέθρια εµφάνιση του Τάκη Οικονοµόπουλου, ηττήθηκε µε 4-1 από τον καλύτερο Αστέρα που αγωνίστηκε και χωρίς τον ποιοτικότερο ποδοσφαιριστή του, Ντράγκαν Τζάιτς. Η διαιτησία ως συνήθως εκείνα τα χρόνια, έπαιξε έδρα, αλλά δεν καθόρισε το αποτέλεσµα. Πιθανόν η έκταση του σκορ να ήταν µικρότερη εάν ο Αυστριακός Νιερµάγερ ήταν πιο φιλικός προς την ελληνική οµάδα, αλλά ο Αστέρας ήταν καλύτερος και δίκαια κέρδισε. Εάν υπήρχαν κάποιες ελπίδες για πρόκριση στον τελικό, µε το 4-1 του Βελιγραδίου, η αποστολή του τριφυλλιού έγινε απείρως πιο δύσκολη, σε περίπτωση δε που δεχόταν γκολ, αδύνατη.

Το γκολ του Καµάρα ωστόσο στο 56ο λεπτό του αγώνα στο «Μαρακανά», άφηνε κάποιες αµυδρές ελπίδες για κυνήγι του θαύµατος στη ρεβάνς. Και το θαύµα πολύ απλά έγινε. Για µια σειρά από λόγους και έναν συνδυασµό κινήτρων, ικανότητας, τύχης και πίστης στην ανατροπή. Οι Γιουγκοσλάβοι ήρθαν στην Αθήνα µετά από δέκα ηµέρες έχοντας υποτιµήσει τον Παναθηναϊκό, ακριβώς όπως είχε κάνει και η µεγάλη Έβερτον.

Στο γεύµα που παρέθεσε ο επίσηµος Παναθηναϊκός στον Ναυτικό Όµιλο, ο πρόεδρος του Ερυθρού Αστέρα, Νίκολα Μπούγκαρτσιτς, έκανε λόγο για βέβαιη πρόκριση των Γιουγκοσλάβων και γενικότερα η αίσθηση που άφηναν οι Γιουγκοσλάβοι ήταν πως το εµπόδιο του Παναθηναϊκού θα το ξεπερνούσαν εύκολα ή δύσκολα. Την παραµονή του αγώνα στα µπουζούκια (στη «Νεράιδα»), ο Γιουγκοσλάβος κυβερνητικός επίτροπος Τσέλκιτς έβαλε µια καρφίτσα µε το έµβληµα του Ερυθρού Αστέρα στο πέτο του τραγουδιστή Γιάννη Καλατζή, ύψωσε το ποτήρι και ζήτησε από τους παρευρισκόµενους να ευχηθούν «καλή επιτυχία» στον Αστέρα για τον τελικό µε τον Άγιαξ.

Την ίδια µέρα, ο Ασλανίδης έκανε τον κονφερασιέ στον υπουργό Αθλητισµού της Γιουγκοσλαβίας Κνέζεβιτς στην Αρχαία Ολυµπία. Όλα αυτά οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού τα γνώριζαν. Είναι γνωστή µάλιστα και η ιστορία που έχει διηγηθεί ο Κώστας Ελευθεράκης, για τις εφηµερίδες της Γιουγκοσλαβίας που είχαν ήδη προλάβει την ηµέρα του επαναληπτικού να κυκλοφορήσουν µε πρωτοσέλιδα που έγραφαν «τελικός κυπέλλου Πρωταθλητριών στο Γουέµπλεϊ: Ερυθρός Αστέρας-Άγιαξ». Μια τέτοια εφηµερίδα έπεσε στα χέρια του ∆οµάζου, ο οποίος µάζεψε τους συµπαίκτες του στο δωµάτιο και «χτύπησε» ποντάροντας στον θυµό και στο κίνητρο.

Η 28η Απριλίου είναι από μόνη της μια εποποιία. Ώρα 13:30, η κερκίδα προς το κέντρο της Αθήνας ήδη ασφυκτικά γεµάτη εν αντιθέσει µε το υπόλοιπο γήπεδο. Περιµετρικά η Λεωφόρος γεµάτη πανό, όπως και οι γύρω πολυκατοικίες. Όσοι δεν ήταν παναθηναϊκοί ή δεν είχαν πανό, είχαν απλώσει τσόχες, τραπεζοµάντηλα, ό,τι πράσινο υπήρχε στο σπίτι του καθενός και παρέπεµπε σε «Παναθηναϊκό». Ξεχώριζε σε ένα µπαλκόνι το πανό «Εκατοµµύρια καρδιές χτυπούν για εσάς». Στο γήπεδο «Ηµίθεε ∆οµάζο οδήγησε την Ελλάδα στο Γουέµπλεϊ», «Στρατηγέ µαζί σου», «ΠΑΟ για την Ελλάδα» και πολλά άλλα. Σειρήνες, κλάξον, φωνές. Ήταν τόσο µεγάλη η ένταση, που οι υπεύθυνοι διοργανωτές του Παναθηναϊκού έκαναν εκκλήσεις από τα µεγάφωνα: «Παρακαλούνται οι φίλαθλοι όπως µη φωνάζουν από τώρα, διότι δεν θα έχουν αρκετές δυνάµεις για τη διάρκεια του αγώνος».

Όσο περνούσε η ώρα το γήπεδο πρασίνιζε κανονικά. Κάθε φίλαθλος και ένα πράσινο καπέλο, για προστασία από τον ήλιο που έκαιγε τη Λεωφόρο. Στις 14:30 βγήκαν οι Γιουγκοσλάβοι για «αναγνώριση» του αγωνιστικού χώρου. Η οµάδα του Μίλιανιτς είχε προπονηθεί στη Λεωφόρο και την προηγούµενη, από τότε όµως υπήρχε η συνήθεια της αναγνωριστικής βόλτας στον αγωνιστικό χώρο µε πολιτική περιβολή. Οι φίλαθλοι τους υποδέχτηκαν µε σφοδρές αποδοκιµασίες, ένα βαρελότο έσκασε στο κέντρο του γηπέδου, φωνές, βρισιές, ένταση. Ευτυχώς πρώτα βγήκε ο Μπλούης ∆ιακάκης από τα αποδυτήρια και αµέσως µετά ο Πούσκας και το πλήθος έστρεψε την προσοχή του αλλού. «Βίβα Πάντσο»! Η γνωστή κραυγή δόνησε τη Λεωφόρο και ο «καλπάζων συνταγµατάρχης» ανταπέδωσε.

Η ώρα είχε πάει 15:00 και δυο πιτσιρικάδες κραδαίνοντας ελληνικές σηµαίες και πράσινα µπαλόνια, διέσχισαν το µήκος του γηπέδου σκορπίζοντας νέο ενθουσιασµό. Λίγο αργότερα κινητικότητα στις θέσεις των επισήµων. Η ∆έσποινα Παπαδοπούλου περνώντας ανάµεσα από επίσηµους και «επίσηµους» κάθισε στη θέση της. Την πλαισίωναν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παπαδόπουλου και υπουργός Εσωτερικών Παττακός, ο υφυπουργός Εσωτερικών και πρώην διοικητής της ΕΑΤ-ΕΣΑ Λαδάς, ο υπουργός Εργασίας Μανωλόπουλος και ο ΓΓΑ Ασλανίδης. Ο τελευταίος, εν αντιθέσει µε τους υπόλοιπους, κάθισε στη θέση του διασχίζοντας το γήπεδο προκειµένου να «χαιρετίσει το πλήθος».

Ώρα 15:45 και οι Γιουγκοσλάβοι μπήκαν κανονικά στο γήπεδο. Νέες αποδοκιµασίες που κόπασαν µεµιάς όταν ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος από ένα ελικόπτερο. Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στο κέντρο του γηπέδου και όταν έπεσε η σκόνη, από τα σπλάχνα του βγήκαν τέσσερα µοντέλα µε κοντές φούστες και καυτά σορτς. Ήταν το διαφηµιστικό «event» του αγώνα, µε τα κορίτσια να διαφηµίζουν τις ηλεκτρονικές συσκευές URANYA. Όλο το γήπεδο ασχολείτο µε τα µοντέλα, µέχρι που στις 15:55 βγήκε ο Παναθηναϊκός.

Ζητωκραυγές, πρόκριση και το ιστορικό πανό των φιλάθλων του Ολυµπιακού στο νοτιοδυτικό πέταλο: «Οι φίλαθλοι του Ολυµπιακού ΜΑΖΙ ΣΑΣ». Με κόκκινα γράµµατα και ένα πράσινο τριφύλλι. Όταν βγήκε και η τριπλέτα των Ισπανών διαιτητών, οι κοπέλες ολοκλήρωσαν το τελετουργικό µοιράζοντας το δώρο της εταιρείας στους 22 ποδοσφαιριστές: άπαντες έλαβαν από ένα δελτίο παραλαβής µιας τηλεόρασης URANYA. Αυτό ήταν το περιβόητο «χαρτάκι» που πήραν οι ποδοσφαιριστές του Ερυθρού Αστέρα.

Στις 16:05 ο Ίβηρας Χοσέ Μαρία Ορτίθ ντε Μεντίµπιλ σφύριξε για πρώτη φορά. Στις 16:07 ο Αντώνης Αντωνιάδης είχε βάλει ήδη τον Παναθηναϊκό µπροστά στο σκορ. Αυτή είναι η σηµαντικότερη συγκυρία που επέτρεψε στον Παναθηναϊκό να προκριθεί: το γρήγορο γκολ. Οι Γιουγκοσλάβοι ζαλισµένοι από την ατµόσφαιρα και το απρόσµενο γκολ βρέθηκαν άµεσα αµυνόµενοι και σε µειονεκτική θέση. Αυτό που ζητούσε ο Πούσκας και κυκλοφορούσε σε όλα τα στέκια τις προηγούµενες µέρες ήταν γεγονός. «Ένα γρήγορο γκολ».

Μέχρι να ισορροπήσει ο Αστέρας και να απειλήσει την εστία του Κωνσταντίνου που είχε αντικαταστήσει τον µε κατεστραµµένη ψυχολογία Οικονοµόπουλο, ο Παναθηναϊκός είχε προλάβει να το πιστέψει και να ανασυνταχθεί πλήρως. Ο Αστέρας µετά το εικοσάλεπτο πιέζει, χάνει µια καλή ευκαιρία µε το φάουλ του Όστοϊτς, που αποκρούει ο Κωνσταντίνου και επιλέγει παιχνίδι αντεπιθέσεων. Ο Παναθηναϊκός επιτίθεται βασιζόµενος στον οίστρο του ∆οµάζου, χάνει ευκαιρίες, αλλά το ηµίχρονο λήγει στο ισχνό 1-0.

Χιλιάδες άνθρωποι, εκατοντάδες αυτοκίνητα, ένα τρομερό παραλήρημα στο οποίο παραδόθηκε μια ολόκληρη πόλη. Σάλπιγγες, ταμπούρλα, σειρήνες, κόρνες, συνθήματα και κραυγές μέχρι τις δύο το ξημέρωμα. «Το θαύμα! Το θαύμα της πρόκρισης!»

Κατά τη διακοπή κυριαρχεί πίστη αλλά και αγωνία, αφού ο Παναθηναϊκός είναι ακόµα δύο γκολ µακριά από τον στόχο. Το «κρύο» γκολ του Αντωνιάδη στο 55ο λεπτό βάζει στο γήπεδο φωτιά. Ο ψηλός είναι και µε τη βούλα µεγάλος πρωταγωνιστής του αγώνα και χαίρει της τιµής να τελειώνει πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης. Ο Πούσκας αλλάζει την ατυχή έµπνευση µε τον νεαρό Καλλιγέρη, ρίχνοντας στο παιχνίδι τον Αθανασόπουλο, και ο Παναθηναϊκός κυνηγάει το γκολ «του Γουέµπλεϊ».

Το εξαγνιστικό γκολ που έστειλε τον Παναθηναϊκό στο Λονδίνο σκοράρει ο Αριστείδης Καµάρας. Είναι το σηµαντικότερο γκολ της καριέρας του. Το ρολόι δείχνει το 63ο λεπτό και στο τελευταίο µισάωρο ο Παναθηναϊκός κάνει ό,τι µπορεί για να διαφυλάξει την πρόκριση. Καθυστερήσεις, χλιαρές επιθέσεις, σκληρά µαρκαρίσµατα, διακοπές. Ο Ερυθρός Αστέρας επιτίθεται, το 3-0 «ξύπνησε» τους παίκτες του Μίλιανιτς που στο 74ο λεπτό πάγωσαν τη Λεωφόρο. Είναι η απόκρουση της… ζωής του Βασίλη Κωνσταντίνου.

Το σουτ του Κάρασι είναι πολύ δυνατό και ευθύβολο. Όλο το γήπεδο πίστεψε ότι όλα τελείωσαν σε εκείνο το σουτ στη δεξιά γωνία του Κωνσταντίνου. Ο Βασίλης τέντωσε το σώµα του, άπλωσε το χέρι όσο γινόταν και µε τα ακροδάχτυλα την έβγαλε κόρνερ. Η απόκρουση του τερµατοφύλακα έστειλε την ψυχολογία και των υπολοίπων στα ύψη, επέτρεψε στον Παναθηναϊκό να αντέξει στο τελευταίο τέταρτο του αγώνα. Μετά από δυόµισι λεπτά καθυστέρηση, ο Ορτίθ σφυρίζει τρεις φορές και το λήγει.

Και ξαφνικά οι δείκτες του ρολογιού άρχισαν να γυρίζουν ανάποδα. Η Αθήνα είχε τρελαθεί, βρέθηκε σε οµαδική παράκρουση. Η συµπυκνωµένη αγωνία δεκαπέντε ηµερών µετά τον άτυχο αγώνα του Βελιγραδίου, όλος εκείνος ο ηλεκτρισµός που τροφοδοτούσε τις ξέφρενες εκδηλώσεις στο γήπεδο, διοχετεύτηκε σε ολόκληρη την πόλη. Η πρωτεύουσα σε κατάσταση αµόκ. Ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε, ό,τι περνούσε από το κεφάλι του, είτε πεζός είτε όχι. Οι τροχονόµοι είχαν αυτοκαταργηθεί, σήκωσαν τα χέρια ψηλά µπροστά στο πρωτοφανές ξέσπασµα.

Χιλιάδες άνθρωποι, εκατοντάδες αυτοκίνητα, ένας ασταµάτητος θόρυβος, ένα τροµερό παραλήρηµα στο οποίο παραδόθηκε µια ολόκληρη πόλη. Σάλπιγγες, καραµούζες, ταµπούρλα, σειρήνες, κόρνες, συνθήµατα και κραυγές µέχρι τις 2 το ξηµέρωµα. «Το θαύµα! Το θαύµα της πρόκρισης!» Ο Παναθηναϊκός είχε κάνει το αδύνατο για κάθε ψύχραιµο ποδοσφαιρικό αναλυτή. Οι εφηµερίδες της εποχής αφιέρωσαν δεκάδες σελίδες σε εκείνο το ανθρώπινο ποτάµι που πληµµύρισε την Αθήνα. Οµόνοια, Σύνταγµα, Πλάκα, Ζάππειο, Κολωνάκι, πλατεία Βικτωρίας γεµάτες κόσµο. Άνθρωποι σκορπισµένοι στις γειτονιές και στις συνοικίες να πανηγυρίζουν. Γουδή, Γκύζη, Καλλιθέα, Παγκράτι, Κυψέλη, Πατήσια, Θησείο, Σεπόλια. Παντού. Μια φιέστα τρέλας.

Επί οκτώ ώρες η Αθήνα είχε παραλύσει, ήταν παραδοµένη στο πλήθος. Από κάθε σπίτι, κάθε διαµέρισµα, άνθρωποι κατά τα άλλα σοβαροί και ευυπόληπτοι να προσβάλλονται από το µικρόβιο της πράσινης τρέλας και να τους συνεπαίρνει ο ενθουσιασµός. Πενηντάρηδες να εγκαταλείπουν το σπίτι και να ακολουθούν τα παιδιά τους, που ήθελαν να γυρίσουν τους δρόµους πανηγυρίζοντας. Οι γυναίκες στα µπαλκόνια και στα παράθυρα να απλώνουν πράσινα σεντόνια, πράσινα πουκάµισα, πράσινα τραπεζοµάντηλα. Ορισµένες κρεµούσαν ακόµα και ζαρζαβατικά µόνο και µόνο επειδή ήταν πράσινα.

Μόνο στη Βραζιλία είχε παρατηρηθεί τέτοιο πάθος και εξαλλοσύνη σχετικά µε το ποδόσφαιρο. Η απόλυτη τρέλα. Για τα unisex λουτρά στην Οµόνοια (µπεν-µιξτ τα έλεγαν τότε), για τις µαθήτριες που βουτούσαν µε τις ποδιές και τις σάκες στην πλάτη στο συντριβάνι της πλατείας Κυριακού, όπως έλεγαν τότε την πλατεία Βικτωρίας. Για το γεροντάκι που έκανε στριπτίζ στην Πανεπιστηµίου, για εκείνον που είχε στολίσει το αυτοκίνητο µε αληθινά (πράσινα) πεντακοσάρικα, για τον… εύσωµο που είχε σταµατήσει µπροστά στον τροχονόµο και του χόρευε «οριεντάλ», γι’ αυτόν που είχε ανέβει στην καρότσα του φορτηγού του και µοίραζε στο πλήθος… µανικετόκουµπα. Για τον πεζό που περνούσε µε κόκκινο τη διάβαση κι όταν του φώναξε ο αστυνοµικός απάντησε ότι «τα βλέπει όλα πράσινα».

Πάνω από 55 καρδιακές προσβολές μέτρησε εκείνη τη νύχτα ο Σταθμός Πρώτων Βοηθειών. Οι 10 αφορούσαν ανθρώπους που δεν άντεξαν παρακολουθώντας το µατς στην τηλεόραση. Ο συνήθως συνετός και επαγγελµατίας «Ζανό» (Γιάννης ∆ιακογιάννης) που µετέδιδε το παιχνίδι, έχανε τα λόγια του και του ξέφευγαν οι αναφορές στους ποδοσφαιριστές µε το µικρό τους όνοµα. «Έλα, Τότη, πάµε ψηλέ, µπράβο Στρατηγέ». Οι περισσότεροι υπέστησαν καρδιακό επεισόδιο ελαφράς µορφής, ελάχιστοι διακοµίστηκαν και έµειναν στο νοσοκοµείο, η καρδιά του ενός δεν άντεξε και έπαψε να χτυπά εκείνο το βράδυ της 28ης Απριλίου.

Η αναστάτωση κράτησε ώρες ολόκληρες, στη Σταδίου έκαναν περιφορά στο λείψανο (!) του Ερυθρού Αστέρα, µια πολυτελή γυάλινη νεκροφόρα µε ένα φέρετρο βαµµένο στα χρώµατα του αντιπάλου. Πίσω κανονικά «ποµπή» µε «τεθλιµµένους συγγενείς» να θρηνούν. Το φέρετρο το πήγαν… φουνταριστό στη θάλασσα κάπου στο Πασαλιµάνι. Την ίδια ώρα στη Ρηγίλλης δεύτερη κηδεία. Με κεράκια, πένθιµα εµβατήρια και φέρετρο αγορασµένο µε έρανο. Στάθηκαν έξω απ’ το γραφείο κηδειών, ρώτησαν «πόσο κάνει το φέρετρο» και κάθε φίλαθλος «τσόνταρε» δυο δραχµές για να το αγοράσουν. Μετά την εκφορά το κάψανε στην πλατεία Ρηγίλλης πανηγυρίζοντας. Αυτοσχεδιασµοί, εξαλλοσύνες στα όρια της αλλοφροσύνης. Πότε κόσµια και πότε βίαια, γιατί δεν έλειψαν και τα επεισόδια.

Και στο Βελιγράδι είχαν γίνει κάποια µικροεπεισόδια, ειδικότερα κάποιες κλοπές, αλλά σε γενικές γραµµές το πράγµα –αναλογικά– κρατήθηκε σε ελεγχόµενο πλαίσιο. Στην Αθήνα τα επεισόδια και οι επιθέσεις κατά πάντων είτε αντιµετωπίστηκαν έξυπνα από τους τουρίστες είτε αποµονώθηκαν εν τη γενέσει τους. «Εµφυλίους» δεν είχαµε, αφού ακόµα και ο επίσηµος Ολυµπιακός εξέδωσε συγχαρητήρια ανακοίνωση που υπέγραψαν ο Αντιπρόεδρος και ο Γενικός Γραµµατέας του, απευθυνόµενη τόσο στον φίλο Παναθηναϊκό, όπως αναφέρεται, όσο και στον περισπούδαστο ΓΓΑ Ασλανίδη.

∆εν έλειψαν και τα... ευτράπελα σεξουαλικού περιεχοµένου, πολλά από τα οποία σχολιάστηκαν και από τον ξένο Τύπο. «Ειδικά» πριµ θηλυκού περιεχοµένου, δώρα και ακόµα περισσότερα «ταξίµατα» από στάρλετ της εποχής προς τους παίκτες του Παναθηναϊκού. «Το σέξι βραβείο κούρδισε τους παίκτες του ΠΑΟ», έγραψε η έγκυρη ιταλική εφηµερίδα La Stampa. Ο γνωστός χρονογράφος της εποχής Π. Παλαιολόγος έγραψε στο «Βήµα» και για τις αντιδράσεις του «κανονικού» καλλιτεχνικού κόσµου παραθέτοντας δηλώσεις της Καρέζη, της Βλαχοπούλου, της Κοντού. Η Αλίκη ήταν στη Θεσσαλονίκη και αναφέρεται ότι πανηγύρισε στην Αριστοτέλους µαζί µε τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς προκαλώντας λιποθυµίες µε το σορτσάκι της. Για ηµέρες, εβδοµάδες ολόκληρες, η χώρα ήταν µεθυσµένη.

Δεν άργησαν τα ξένα «περίεργα» δημοσιεύματα. Ένα δίστηλο της γερµανικής «Bild» που έκανε λόγο για ογκώδες πριµ του Αριστοτέλη Ωνάση και ένα δεύτερο από την ιταλική Stadio, που ανέφερε «λεπτοµέρειες» σχετικά µε δωροδοκία του Έλληνα κροίσου που εξαγόρασε ολόκληρο τον Ερυθρό Αστέρα προκειµένου να προκριθεί ο Παναθηναϊκός στον τελικό. Πηγή αµφότερων των δηµοσιευµάτων, ένα άρθρο της τοπικής εφηµερίδας του Νόβισαντ «Magyar Szο», ενός εντύπου σε ουγγρική γλώσσα που απευθύνετο στη µαγυάρικη µειονότητα της Βοϊβοντίνα. Ήταν το µοναδικό ξένο έντυπο που άφηνε σκιές για το παιχνίδι σε ένα δηµοσίευµα γεµάτο αυθαίρετα µυθεύµατα: «Ωνάσης, νέα αγάπη το ποδόσφαιρο».

Ο Έλληνας δισεκατοµµυριούχος έδωσε 350.000 µάρκα για να αγοράσει το παιχνίδι µε τον Ερυθρό Αστέρα. «Πουλήθηκε» το προεδρείο του Ερυθρού Αστέρα, µε ποσό 300.000 δολλαρίων. Πριν από τον αγώνα προσγειώθηκε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού ένα ελικόπτερο µε καλλίγραµµες κοπέλες που πρόσφεραν στους παίκτες του Ερυθρού Αστέρα ανθοδέσµες, αλλά σε τέσσερις απ’ αυτούς δόθηκαν επιταγές των 15.000 δολλαρίων. Η ελληνική «κυβέρνηση» δώρισε σε κάθε παίκτη από µια βίλα και µηνιαία σύνταξη από 1.200 µάρκα, και ο Παναθηναϊκός έδωσε σε κάθε παίκτη πριµ 25.000 µάρκων (τότε το µάρκο είχε 12 δρχ.) και στον προπονητή Φέρεντς Πούσκας πριµ 84.000 µάρκων».

Ήταν τέτοια η ευφορία και η άγνοια κινδύνου, που η ελληνική αποστολή ζούσε το όνειρο – ένα όνειρο πουτο ελληνικό ποδόσφαιροδεν ξαναείδε ποτέ από τότε

Η ιταλική «Στάντιο», στο φύλλο της 12ης Μαΐου 1971 έγραψε, µεταξύ άλλων, αναφερόµενη κι αυτή στο δηµοσίευµα της γιουγκοσλαβο-ουγγρικής εφηµερίδας, ότι αµέσως µετά τον αποκλεισµό του από τον Παναθηναϊκό, ο Ερυθρός Αστέρας έχασε στο γήπεδό του από τη Ζελέζνιτσαρ µε 4-1, για να δείξει ότι περνάει αγωνιστική κρίση, γιατί πουλήθηκαν οι παράγοντές του αντί 300.000 δολαρίων και τέσσερις παίκτες (οι Ατσίµοβιτς, Κάρασι, Ντουΐκοβιτς και Όστοϊτς) πήραν επιταγές των 15.000 δολαρίων έκαστος για να έχουν µειωµένη απόδοση. Στο «κόλπο» ήταν και ο προπονητής του Ερυθρού Αστέρα, Μίλαν Μίλιανιτς, που αόριστα «πήρε κάποια υπόσχεση από τον Ασλανίδη» και γι’ αυτό είπε στους παίκτες του «να συµπεριφερθούν στο γήπεδο σαν µικρά παιδιά».

∆εν έλειψε και το φολκλόρ µια και υπήρχαν αναφορές ότι οι ιθύνοντες του Παναθηναϊκού είχαν υποσχεθεί πριν από το µατς στους Γιουγκοσλάβους ποδοσφαιριστές «ωραίες Ελληνίδες», αλλά και ότι ένα µυστηριώδες χέρι έβαλε υπνωτικά χάπια στα ποτήρια τους. Αυτά είναι τα µοναδικά ρεπορτάζ που συντηρούν µια ανιστόρητη οπαδική σπίλωση της επιτυχίας του Παναθηναϊκού, προκειµένου να µειωθεί και να αµαυρωθεί το εύρος της.

Στην πραγµατικότητα, τότε ο ξένος Τύπος, αρχής γενοµένης από τα ίδια τα Μέσα της Γιουγκοσλαβίας, όπως µετέδωσε το Associated Press και όχι ο ελληνικός Τύπος, αποθέωσε την επιτυχία. Το γιουγκοσλαβικό πρακτορείο ειδήσεων TANJUG ανέφερε στο εκτενές δελτίο Τύπου ότι «Συνέβη ένα θαύµα. Παρά ταύτα η ελληνική οµάδα υπερτερούσε και ο Ερυθρός Αστέρας δεν συνήλθε από το σοκ του πρώτου λεπτού. Οι Γιουγκοσλάβοι ποδοσφαιριστές ανασυντάχθηκαν και συνήλθαν στη συνέχεια, αλλά τελικά οι Έλληνες επικράτησαν».

Η ευρείας κυκλοφορίας «Πολίτικα» βγήκε µε τίτλο «Το δράµα του Ερυθρού Αστέρα στην Αθήνα» φιλοξενώντας δηλώσεις των πρωταγωνιστών, µεταξύ των οποίων δεσπόζει η τοποθέτηση του Τζάιτς που τόνισε ότι αν δεν είχε τιµωρηθεί (ήταν τιµωρηµένος, όπως και ο Ελευθεράκης) και µπορούσε να βοηθήσει, πιθανόν ο Ερυθρός Αστέρας να είχε προκριθεί. Η εφηµερίδα έχει και δηλώσεις του συνοδεύοντος την αποστολή υπουργού Κνέζεβιτς, ο οποίος δήλωσε ότι ο Παναθηναϊκός ήταν καλύτερος στο µεγαλύτερο διάστηµα του αγώνα και προκρίθηκε δίκαια. Στον υπόλοιπο ξένο Τύπο, οι αναφορές ήταν περίπου οι αναµενόµενες για µια ανάλογη επιτυχία.

Όσον αφορά το πριμ, πράγματι το καθεστώς υποσχέθηκε και παρείχε στον Παναθηναϊκό όσα περισσότερα µπορούσε. ∆όθηκαν υποσχέσεις και υπέρογκα ποσά, διαγράφηκαν τα σωρευµένα χρέη του σωµατείου προς την πολιτεία έως την 28η Απριλίου 1971, ύψους 4 εκατοµµυρίων δραχµών. Στους πρωταγωνιστές, ο Πούσκας πήρε πριµ 650.000 δρχ, κάθε παίκτης 200 χιλιάδες (µισά έδωσε ο σύλλογος και µισά η ΓΓΑ), ενώ πριµοδοτήθηκε και µε 150 χιλιάδες κάθε γκολ (ήτοι 450 χιλιάδες δραχµές) και πάλι από τη ΓΓΑ.

Ολόκληρο το ζήτηµα της «δωροδοκίας» θα είχε ξεχαστεί εάν δεν υπήρχε η τοποθέτηση της συζύγου του δικτάτορα, ∆έσποινας Παπαδοπούλου, σε συνέντευξή της στην τηλεοπτική εκποµπή «Φάκελοι» και στον έγκριτο δηµοσιογράφο Αλέξη Παπαχελά. ∆εν αντιτάσσεται κάποιο στοιχείο απέναντι στους ισχυρισµούς της Παπαδοπούλου, απλώς σηµειώνεται ότι επρόκειτο για µια γυναίκα, η οποία σε άλλες δηλώσεις της ανέφερε φερειπείν ότι «ο Παναγούλης περνούσε καλά και έπαιζε τένις (!) κάθε µέρα στη φυλακή».

Στην εφηµερίδα «ΦΩΣ των Σπορ» που έγινε αναπαραγωγή του θέµατος, φιλοξενείται διάψευση του Παττακού και τοποθέτηση του βιογράφου του, Χατζηγώγου, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ατάκα «αγοράσαµε το παιχνίδι» του Παττακού ειπώθηκε, αλλά χάριν αστεϊσµού προκειµένου να ηρεµήσει η «κυρία πρωθυπουργού».

Στην επέτειο του Πολυτεχνείου το 2014, η εφηµερίδα «Έθνος» δηµοσίευσε ένα 16σέλιδο «Μηνιαίο δελτίο Ψυχολογικών Επιχειρήσεων - ∆ιαφωτίσεως», που συντάχθηκε τον Μάιο του 1971 από το Αρχηγείο Στρατού, υπό τον τίτλο «Ψίθυροι - ∆ιαδόσεις - Φήµαι», στη σελίδα 5 του οποίου αναφέρεται το εξής: «∆ιεδόθησαν τα κατωτέρω: […] β. η νίκη του ΠΑΟ επί του Ερυθρού Αστέρος εξηγοράσθη αντί 3 εκατ. δραχµών. […]» Η µοναδική διασύνδεση της ως άνω φηµολογίας από το προπαγανδιστικό δελτίο της χούντας, είναι µια συνέντευξη του εξόριστου Ασλανίδη τον Φεβρουάριο του 1975 στην εφηµερίδα «Βραδυνή», κατά την οποία αφήνει υπόνοιες ότι επί παντοδυναµίας του γίνονταν δωρεές σε ξένους συλλόγους για τη διευκόλυνση των ελληνικών οµάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ο Ασλανίδης µάλιστα τονίζει ότι µια δωρεά προς σύλλογο γειτονικής χώρας ήταν εν γνώσει και του δικτάτορα Παπαδόπουλου.

Είναι διαθέσιµο όλο το πλέγµα πληροφοριών, έχουν αναλυθεί ακόµα και η φιλοσοφία της πληροφορίας, οι τάσεις, η φύση, η δυναµική, οι κίνδυνοι. Ηθική στην ινφόσφαιρα δεν υπάρχει. Κατέστη σαφές ότι πολλές φορές η πραγµατικότητα µπορεί να είναι προσοµοιωµένη σε τέτοιον βαθµό που είναι αδύνατο να διαχωριστεί από την «πραγµατική» πραγµατικότητα. Η απόσταση από την «επικοινωνία» µέχρι την προπαγάνδα είναι στις µέρες µας πάρα πολύ µικρή. Εξαρτάται από το γνωστικό πεδίο και την παιδεία του καθενός, προκειµένου να διακρίνει τη διαφορά, ως συµµετέχων στο πανηγύρι της πληροφόρησης, της µεταπληροφόρησης και της παραπληροφόρησης. Η ελληνική ποδοσφαιρική πραγµατικότητα είναι άσχετη µε τον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε κάποιοι το ποδόσφαιρο και κάθε αξίωση αλήθειας µέσα σε αυτήν την κατάσταση, πρέπει να θεωρείται αφελής.

Εντέλει, τα έγραψαν καλύτερα (πάλι) οι Γάλλοι για µας: «Μέσα σε ένα γήπεδο µόλις 25 χιλιάδων θέσεων, το οποίο δεν τον χωρά, ο Παναθηναϊκός έκανε θαύµατα. Απέκλεισε τη Σλόβαν, την Έβερτον και τον Ερυθρό Αστέρα. Απόλυτα φυσιολογικό για τους γνωρίζοντες, αφού οι θαλάµες των όπλων του γεµίστηκαν από τον καλπάζοντα Συνταγµατάρχη, Φέρεντς Πούσκας. Ο “Πάντσο” µε τη σειρά του, µετά από ποδοσφαιριστής κάνει αίσθηση και ως προπονητής. Με την επιτυχία της πρόκρισης στον τελικό του Κυπέλλου πρωταθλητριών, ο Πούσκας είναι πλέον ο δηµοφιλής άνθρωπος στην Ελλάδα και µόλις προ ολίγου καιρού υπέγραψε ένα νέο τριετές συµβόλαιο που θα του αποφέρει 2.500 δολάρια τον µήνα. Η φιλοδοξία του Πούσκας δεν είναι µόνο να φέρει τον Παναθηναϊκό στην κορυφή της Ευρώπης, αλλά να δείξει σε όλον τον κόσµο την ποιότητα και τον µοντέρνο τρόπο παιχνιδιού της.

»Η οµάδα του ΠΑΟ είναι 7 φορές πρωταθλήτρια τα τελευταία 11 χρόνια, 2 φορές κυπελλούχος, διαθέτει 9 διεθνείς µε την Ανδρών κι ακόµη 2 διεθνείς µε την Ελπίδων της Ελλάδας. Ο διασηµότερος παίκτης της οµάδας είναι ο 28χρονος αρχηγός της Εθνικής Ελλάδας, Μίµης ∆οµάζος, εξαιρετικός µέσος µε το προσωνύµιο “Στρατηγός” και σύζυγος της βεντέτας του ελληνικού τραγουδιού, Βίκυς Μοσχολιού. Οι δύο κεντρικοί οπισθοφύλακες που είναι και διεθνείς, ο Σούρπης και ο Καµάρας, είναι γιατρός και δικηγόρος αντίστοιχα, το πρωί εξασκούν το επάγγελµά τους και το απόγευµα πηγαίνουν στην προπόνηση. Ο Πούσκας έχει καταφέρει µαζί µε τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές του να δηµιουργήσει ένα καταπληκτικό σύνολο, ένα ηφαίστειο πάθους που εκρήγνυται αλλά και οργανώνεται, και παιχνίδι µε το παιχνίδι µαθαίνει. Η Ευρώπη, και όχι µόνο ο Άγιαξ, πρέπει να µάθει να τον υπολογίζει πολύ σοβαρά, διότι καµιά φορά ο µαθητής ξεπερνά και τον ίδιο τον δάσκαλο».

Οι παράγραφοι που µόλις διαβάσατε είναι µέρος από ένα αφιέρωµα της γαλλικής «Équipe», ίσως του ιστορικότερου αθλητικού εντύπου στην Ευρώπη, που από το 1946 αποτελεί σηµείο αναφοράς στα πανευρωπαϊκά αθλητικά δρώµενα. Παραµονές του τελικού του Παναθηναϊκού µε τον Άγιαξ στο Λονδίνο είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο δισέλιδο στο «ελληνικό θαύµα», είχε στείλει ανταποκριτή στην Αθήνα µετά την απίστευτη ανατροπή και πρόκριση του Τριφυλλιού µε τον Ερυθρό Αστέρα, όταν η ποδοσφαιρική Ευρώπη κατάλαβε ότι ο Παναθηναϊκός µπήκε και ανήκει στην ποδοσφαιρική ελίτ.

∆εν ήταν βέβαια εύκολο για τον Γάλλο ανταποκριτή να συλλέξει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και να αποτυπώσει ψύχραιµα το κλίµα της εποχής, διότι όλη η Ελλάδα γιόρταζε µαζί µε τον Παναθηναϊκό και είχαν τεθεί στο περιθώριο αντιπαλότητες, οπαδικές µικρότητες, µίση και πάθη. Η φρενίτιδα στη χώρα και ειδικά στην Αθήνα δεν είχε προηγούµενο, όλοι προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν µια θέση στο θρυλικό Wembley που επρόκειτο να διεξαχθεί ο τελικός.

Ο Παναθηναϊκός κατόρθωσε να εξασφαλίσει 32.800 εισιτήρια τα οποία αποδείχτηκαν πάρα πολύ λίγα για τις ανάγκες των Ελλήνων που ήθελαν να ταξιδέψουν στο Ηνωµένο Βασίλειο. Ο τελικός αντιµετωπίστηκε σαν ύψιστο κοσµικό γεγονός, ήθελαν λίγη από τη λάµψη της συµµετοχής του Παναθηναϊκού – ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, παράγοντες άλλων οµάδων, όλοι. Ο θρυλικός γενικός αρχηγός του Παναθηναϊκού Μανώλης «Μπλούης» ∆ιακάκης σε πελάγη ευτυχίας προσπαθούσε να τους ικανοποιήσει όλους, είχε οργανώσει το ταξίδι άψογα. Όπως µόνο ο Μπλούης ήξερε.

Έχει παρέλθει πάνω από μισός αιώνας από τότε που μια ελληνική ομάδα προκρίθηκε σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης ποδοσφαίρου. Ήταν ο Παναθηναϊκός. Του «Γουέμπλεϊ»

Γόνος εφοπλιστικής οικογένειας, αριστοκράτης, καλοφαγάς, κοινωνικός και συνδετικός κρίκος γενεών και γενεών παναθηναϊκών, ο Μπλούης συνέδεσε τη ζωή του µε το έπος του Γουέµπλεϊ. Είχε τηλεφωνήσει και είχε συµφωνήσει µε τον Στέλιο Πλάτωνος, ιδιοκτήτη του «Καλαµαρά» και τον έντυσε ολόκληρο στα πράσινα. Ο «Καλαµαράς» ήταν ένα θρυλικό µαγαζί στο Bayswater, την ελληνική παροικία του Λονδίνου, ένα κτίσµα χαµένο σε ένα στενό πίσω από την Queensway. Το εστιατόριο είχε κάνει πάταγο, εκεί διασκέδαζε και έτρωγε το καλλιτεχνικό jet set, πέρασαν από τα τραπέζια του θρυλικές µορφές της εποχής – ο Ωνάσης, ο Peter Sellers, ο καινοτόµος αρχιτέκτονας Norman Foster, η Μελίνα Μερκούρη µε τον Ντασέν, ο Τέλης Σαβάλας, η Diana Rigg µε τον Oliver Reed, ο ελληνοκυπριακής καταγωγής ∆ηµήτρης Γεωργίου - in art Cat Stevens (και νυν Yusuf Islam), ο David Bowie, ακόµα και µέλη των Beatles έτρωγαν στου «Καλαµαρά».

Όταν ο Παναθηναϊκός ταξίδεψε στο Λονδίνο, αυτό που γνώριζε ο Μπλούης ήταν ότι ο «Καλαµαράς» ήταν φίλαθλος του Παναθηναϊκού και µάλιστα παλαίµαχος ποδοσφαιριστής του. Ο Στέλιος Πλάτωνος, όταν ήταν πιτσιρικάς, θαµπωµένος από το νεότευκτο και ήδη ανακαινισµένο από τον ∆ήµαρχο Αθηναίων Κωνσταντίνο Κοτζιά γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας και γοητευµένος από τον µεγάλο Παναθηναϊκό του Ούγγρου θρύλου Γιόζεφ Κιούνσλερ, είχε ενταχθεί στην εφηβική οµάδα του συλλόγου, και µάλιστα ήταν καλός. Εκεί είχε την τύχη να προπονείται δίπλα σε ιερά τέρατα της ιστορίας του τριφυλλιού όπως ο Κρητικός, ο Μηγιάκης, ο Μπαλτάσης και πάνω απ’ όλους ο Μίµης Πιερράκος, ίνδαλµα των πιτσιρικάδων της εποχής και εµβληµατική φυσιογνωµία στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η φρίκη του πολέµου έβγαλε τον Πλάτωνος µετά από πολλές περιπέτειες στην Αγγλία, εκεί άνοιξε το εστιατόριο και έκανε την τύχη του.

Όταν λοιπόν ο Μπλούης του πρότεινε να γίνει στον «Καλαµαρά» η δεξίωση του τριφυλλιού, πέταξε τη σκούφια του. Έντυσε το µαγαζί στα πράσινα και υποδέχθηκε διοίκηση, δηµοσιογράφους, γνωστούς φίλους του Παναθηναϊκού και όχι µόνο. Στο κεντρικό τραπέζι, µαζί µε τον µεγάλο Μπλούη, ο «πατριάρχης» της ΑΕΚ, Νίκος Γκούµας, σε πιο δίπλα τραπέζι ο ∆ιαµαντής Πατέρας µε το µικρό του γιο τον Νικόλα, ο Παύλος Γιαννακόπουλος. Όλος ο Παναθηναϊκός ξεφάντωσε εκείνη τη βραδιά στο Bayswater τραγουδώντας ξανά και ξανά το «έχω στο Λονδίνο µια δουλειά» στους ρυθµούς του θρυλικού Obladi-Oblada των Beatles.

Ο μεγάλος Άγιαξ δεν φόβιζε τον Παναθηναϊκό. Ήταν τέτοια η ευφορία και η άγνοια κινδύνου, που η ελληνική αποστολή ζούσε το όνειρο – ένα όνειρο που το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν ξαναείδε ποτέ από τότε. Ο Παναθηναϊκός «ξεµούδιαζε» µε τους ερασιτέχνες της Penhill Standard και ο Μίχελς είχε µαντρώσει τον Άγιαξ στο ξενοδοχείο και δίδασκε τακτική. Τεράστια η διαφορά επιπέδου και διαχείρισης/προετοιµασίας του αγώνα. Ο Άγιαξ της δεκαετίας του ’70 είναι ο εκφραστής του «Total football», αρχιτέκτονας στον πάγκο του ο Ρίνους Μίχελς, καλλιτέχνης στην ενδεκάδα του ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης όλων των εποχών: ο Γιόχαν Κρόιφ. Ο Άγιαξ µετείχε σταθερά και αµείωτα στο κύπελλο πρωταθλητριών, το 1966/67 είχε σκορπίσει στα προηµιτελικά τη Λίβερπουλ µε 5-1, το 1968/69 είχε φτάσει στον τελικό όταν έχασε από τη µεγάλη Μίλαν στη Μαδρίτη.

Με λίγα λόγια, οι βάσεις υπήρχαν, το αµάλγαµα του Μίχελς είχε αρχίσει να αφοµοιώνει το τακτικό σχέδιο, οι ποδοσφαιριστές εκτός από το ταλέντο και τα φυσικά προσόντα εξέφραζαν µια µαγική µετάβαση από το ποδόσφαιρο του χτες, στο ποδόσφαιρο του µέλλοντος. Η πορεία του Παναθηναϊκού λίγο πολύ γνωστή: µετά τη διεκπεραίωση µε τη Ζενές Ες και την πρόκριση εναντίον της Σλόβαν, ξεχωρίζουν τα παιχνίδια µε την Έβερτον και η επική ανατροπή εναντίον του θρυλικού Ερυθρού Αστέρα και το γκολ του Καµάρα που έδωσε το εισιτήριο για τον τελικό. Οι Ολλανδοί του Άγιαξ ήταν πιο «γραµµικοί» στην πορεία τους προς τον τελικό. Σκούπισαν 17 Nentori και Βασιλεία στους δυο πρώτους γύρους και µπροστά τους ορθώθηκε το εµπόδιο της τότε κορυφαίας Σέλτικ. Οι Σκωτσέζοι προσκύνησαν χάνοντας µε το τιµητικό 3-0 στο Άµστερνταµ και το µόνο εµπόδιο που έµεινε ήταν η τροµακτική Ατλέτικο. Σε µια συναρπαστική δυάδα αγώνων, ο Άγιαξ ισοφαρίζει την ήττα µε 1-0 στη Μαδρίτη πρώτα µε το γκολ του Κάιζερ και κατόπιν, µε µια µαγική συνεργασία Σούρµπιερ - Νέεσκενς κλείνει τα εισιτήρια για το Γουέµπλεϊ.

Ο Μίχελς ασχολήθηκε ενδελεχώς µε τον Παναθηναϊκό, εξέτασε κάθε πιθανό τρικ του Πούσκας, ο οποίος εξέφραζε το «παλιό» για το ποδόσφαιρο που πρέσβευε ο Ολλανδός δάσκαλος. Ο Άγιαξ στον τελικό του Γουέµπλεϊ έπρεπε και ήταν έτοιµος να ξεκινήσει τη δική του εποχή στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Και αυτή η εποχή ξεκίνησε ένα βροχερό απόγευµα στις 2 Ιουνίου του 1971 µπροστά σε 100 χιλιάδες ανθρώπους, µέσα στο ιερότερο ποδοσφαιρικό παλκοσένικο στην Ευρώπη: στο Wembley.

Φώτα. Αυλαία. Ξεκινάμε. Άγιαξ - Παναθηναϊκός. ∆ιαιτητής ο Τζακ Τέιλορ που θα ξαναβρεί τον Κρόιφ και τους περισσότερους από την ολλανδική παρέα και στον τελικό του Παγκοσµίου Κυπέλλου, το 1974, στο Μόναχο. Στην εξέδρα οι Έλληνες σε πελάγη ευτυχίας, ανεµίζουν σηµαίες, πανό, τραγουδούν για το µεγάλο όνειρο του Παναθηναϊκού και της Ελλάδας. Ο Μίχελς έχει κάνει την έκπληξη και αλλάζει την τακτική του Άγιαξ. ∆εν επιτίθεται όπως περίµεναν όλοι, «απλώνεται» και επιβάλλεται σε κάθε σπιθαµή του γηπέδου. «Ο Πούσκας µιλάει στον ενικό στο κύπελλο πρωταθλητριών, το ξέρει καλύτερα κι από σας κι απ’ τους πατεράδες σας κι από τους παππούδες σας. Θα τον κερδίσετε µόνο αν ξεπεράσετε τον εαυτό σας», είχε πει σε µια από τις οµιλίες του στους παίκτες του αποκλείοντας έτσι κάθε πιθανότητα υποτίµησης του Παναθηναϊκού.

Πήρε ελάχιστο χρόνο πριν οι θεατές και οι παίκτες του Παναθηναϊκού συνειδητοποιήσουν ότι οι παίκτες του Άγιαξ λειτουργούν βάσει σχεδίου για οτιδήποτε κι αν κάνουν στον αγωνιστικό χώρο. Οι Ολλανδοί µπορούν να υπολογίσουν ακόµα και την αλλαγή της ταχύτητας της µπάλας επάνω στο βρεγµένο τερέν, ο Πιτ Κάιζερ είναι ένας συγκλονιστικός τεχνίτης, ο Γιόχαν Κρόιφ τα κάνει όλα και παίζει παντού. Κυριολεκτικά παντού. Παίζει στην κορυφή της επίθεσης, αριστερά, στα χαφ, µπρος και πίσω στο µεγαλοφυές 4-3-3 του Μίχελς. Τραβιέται δεξιά, σε κάποιο σηµείο τον βλέπεις ακόµα και λίµπερο, το κοινό δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόµοιο. Ο Παναθηναϊκός δυστυχώς δεν θα µπορέσει να παρακολουθήσει σε κανένα σηµείο του αγώνα, κανείς δεν θα µπορούσε να ανακόψει τον Κρόιφ εκείνο το βράδυ. Μοιραία λύγισε µόλις στο πέµπτο λεπτό.

Άνοιγµα αριστερά του Χούλσχοφ στον Κάιζερ που αποφεύγει µαεστρικά τον Καµάρα, σεντράρει στον Βαν Ντάικ, ο οποίος µε φαλτσαριστή κεφαλιά αφήνει άγαλµα τον Οικονοµόπουλο. 1-0. Παγωµάρα στην κερκίδα, ο Παναθηναϊκός βρέθηκε να κυνηγά το σκορ πολύ νωρίς, το χειρότερο δυνατό σενάριο. Ο Πούσκας δίνει εντολή να πέσει το βάρος στην αριστερά πλευρά, εκεί που παίζει στη θέση του ταλαντούχου Ρουντ Κρολ ο Ράιντερς. Ένας άλλος Γιόχαν, ο Νέεσκενς, θα κάνει την καλύτερη εµφάνισή του µε τη φανέλα του Άγιαξ. Ήταν πιθανότατα ο πρώτος full back στην ιστορία του κυπέλλου πρωταθλητριών, «επινόησε» τη θέση εν έτει 1971. Ο Παναθηναϊκός, ειδικά στο πρώτο ηµίχρονο, το πάλεψε, το προσπάθησε, κυνήγησε το όνειρο. Ήταν όµως από εκείνες τις βραδιές που όλοι είχαν προδικάσει το τελικό αποτέλεσµα.

Η άτυχη παρεµβολή του Άνθιµου Καψή στο σουτ του Χάαν λίγο πριν την εκπνοή, απλώς επικύρωσε τον νικητή. Κορυφαίος του αγώνα ο Νέεσκενς, καλλιτέχνης ο Κρόιφ, πολύ καλοί οι Κάιζερ, Βαν Ντάικ και Χούλσχοφ από τον Άγιαξ. Από τον Παναθηναϊκό ξεχώρισαν ο «Στρατηγός» Μίµης ∆οµάζος µε την απαράµιλλη κλάση του, το «πουλί» Οικονοµόπουλος που κάλλιστα θα µπορούσε να αναδειχθεί σε κορυφαίο γκολκίπερ της διοργάνωσης εκείνη τη χρονιά και ο Ελευθεράκης που «κατάπιε» χιλιόµετρα και είχε και ένα πολύ καλό σουτ που έβγαλε ο Στούι. Άτυχος ο Άνθιµος Καψής, κακός και σκιά του εαυτού του ο πρώτος σκόρερ Αντώνης Αντωνιάδης που τις λίγες είναι η αλήθεια φορές που τροφοδοτήθηκε, δεν έγινε απειλητικός ούτε κατ’ ελάχιστον.

Ίσως έτσι έπρεπε να πάνε τα πράγματα, ίσως να ήταν έτσι τα γραµµένα της µοίρας. Ίσως το µοντέρνο ποδόσφαιρο του Μίχελς έπρεπε να νικήσει το ποδόσφαιρο του Πούσκας. Ίσως οι Έλληνες µπορούσαν να νικηθούν µόνο από µια οµάδα µε αρχαιοελληνικό όνοµα.

Όπως ο Αίαντας ο Τελαµώνιος έκανε τη γη να τρέµει όταν µπήκε στη µάχη στην «Ιλιάδα», έτσι και ο Αίαντας από την Ολλανδία έπρεπε να στερήσει από τον Παναθηναϊκό το πιο µεγάλο επίτευγµα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Και επειδή πάντοτε η δόξα του ηττηµένου δίνει αξία στον νικητή, όταν οι Ολλανδοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους για τα µεθεόρτια, ο µεγαλύτερος Αίαντας απ’ όλους, ο Γιόχαν Κρόίφ, χαρακτήρισε τη στιγµή απολύτως ιδιαίτερη. «Totally special». Όπως απόλυτο ήταν και το ποδόσφαιρο του Άγιαξ. Όπως απόλυτο είναι και το επίτευγµα του Παναθηναϊκού. Ανεπανάληπτο. Όπως οι µύθοι που δεν σβήνουν ποτέ.

Το κείµενο αυτό βασίζεται στην οµιλία που δόθηκε στο 7ο Women in Business (WIB) Forum του Ελληνο-Αµερικανικού Εµπορικού Επιµελητηρίου που πραγµατοποιήθηκε στις 7 Ιουνίου 2023 στο Κέντρο Πολιτισµού Ίδρυµα Σταύρος Νιάρχος.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα