Αθλητισμος

Κωνσταντίνος Καρνάζης: Born to run

daad.jpg
Δημήτρης Αθανασιάδης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
314842-232672.jpg

Το «GQ» και το «Sports Illustrated» του αφιέρωσαν διθυράμβους δίπλα σε συνεντεύξεις χολιγουντιανών αστέρων και τραγουδιστών του ροκ. Καθώς τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα η κουλτούρα του μαραθώνιου δεν αφορά μόνο μια ελίτ πωρωμένων αλλά ολοένα και περισσότερους «κοινούς θνητούς», aka urban runners, μια ματιά στο πρωτότυπο, που είναι ο Ντιν Καρνάζης, επιβάλλεται. To cut a lonf story sort.

Στα γενέθλια των 30 χρόνων του, ο Κωνσταντίνος Καρνάζης έχει όλα όσα ονειρεύονται τα παιδιά των μεταναστών τρίτης γενιάς στην Αμερική: πανάκριβη Lexus στο γκαράζ του ιδιόκτητου σπιτιού του στο Σαν Φρανσίσκο, κήπο με γρασίδι, πανέμορφη και γεμάτη κατανόηση αμερικανίδα σύζυγο, υψηλά αμειβόμενη θέση εργασίας στο τμήμα μάρκετινγκ πολυεθνικής εταιρίας που του χαρίζει επάξια τον τίτλο του «χρυσού αγοριού». Τη δεκαετία της «μεγάλης απληστίας», όπως πέρασαν στο λεξικό του 20ού αιώνα τα 90s, ο Κωνσταντίνος Καρνάζης, Ντιν, για τους φίλους, είναι πρότυπο γιάπη. Μέχρι τη νύχτα του πάρτι των γενεθλίων του σε κλαμπ πολυτελείας…

Γυρίζοντας στο σπίτι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μια κακιά λύσσα, αντί για την κρεβατοκάμαρα, τον στέλνει κατευθείαν στην αποθήκη. Ανεξήγητα, ο Καρνάζης φορά αθλητικά παλιοπάπουτσα, πετάει το σμόκιν, μένει μόνο με τα εσώρουχα και ξαμολιέται στους δρόμους. Ώς το πρωί διανύει 37 χιλιόμετρα. Τα πόδια του πρήζονται, το συκώτι του πονάει, η ανάσα του κόβεται, οι μύες παραλύουν. Το κορίτσι ενός φαστ φουντ, όπου σταματά για να μπουκωθεί με τάκος, μπουρίτος και πρωτεΐνες που θα τον γλιτώσουν από την εξάντληση, τον κοιτάζει απορημένο και σχεδόν φοβισμένο. Η εικόνα του Καρνάζη έχει όλα τα φόντα για μια επείγουσα κλήση στην αστυνομία: λευκός, στα πρόθυρα κατάρρευσης και ύφος τρελού περιφέρεται σχεδόν γυμνός στους δρόμους του Φρίσκο, τρέχοντας σαν κυνηγημένος. Όμως, για τον Καρνάζη δεν είναι έτσι: «Κάπως έτσι ξανάγινα δρομέας. Μέσα σε μια νύχτα μεταμορφώθηκα από μεθυσμένος, χαζός γιάπης σε αναγεννημένο αθλητή. Σε μια περίοδο μεγάλου κενού στη ζωή μου, στράφηκα στο τρέξιμο για να βρω δύναμη. Άκουσα το κάλεσμα και πήγα προς το φως[…] Μετά από μισή ζωή, εγώ ξαναγεννήθηκα. Οι περισσότεροι δρομείς μπορούν να διατηρήσουν μια λογική στάση απέναντι στο πάθος τους και προπονούνται με υπευθυνότητα. Εγώ δεν τα κατάφερα κι έγινα φανατικός».

Η ιστορία του «Ελληνοαμερικανού υπερδρομέα-θρύλου και πρότυπο του πιο εκπληκτικού σώματος για το 2004», σύμφωνα με το περιοδικό «GQ», «του πιο σέξι άντρα αθλητή», για το περιοδικό «Sports Illustrated Women», θα μπορούσε, αντί για τον τίτλο «Υπερμαραθωνοδρόμος», να έχει και τίτλο «Running Wild». Τι κάνει; Γιατί το κάνει; Πώς το κάνει; Και το σημαντικότερο: Μήπως ο τύπος είναι θεότρελος;

Τα δέντρα μεγαλώνουν δύσκολα στο Μπρούκλιν. Το ίδιο και στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του ’70, όπου γεννήθηκε ο Ντιν, παιδί εργατικής οικογένειας. «Ο πατέρας μου έκανε δύο δουλειές για να τα βγάλει πέρα. Δεν ήθελα να γίνομαι βάρος στη μητέρα μου, να με φέρνει κάθε μέρα στο σπίτι από το σχολείο, κι έτσι άρχισα να τρέχω. Στην αρχή η διαδρομή μου ήταν η πιο σύντομη από το σπίτι στο σχολείο. Με τον καιρό όμως άρχισα να ανακαλύπτω εναλλακτικές διαδρομές που μεγάλωναν την απόσταση και μέσα από ανεξερεύνητες περιοχές οδηγούσαν σε καινούργιες γειτονιές. Το τρέξιμο από το σχολείο στο σπίτι έγινε πιο απολαυστικό από το ίδιο το σχολείο. Μου έδινε αίσθηση ελευθερίας και εξερεύνησης, που δεν μου την έδιναν τα μαθήματα. Στο σχολείο έπρεπε να κάθομαι ακίνητος και φρόνιμος, καθώς κάποιος μου εξηγούσε πώς είναι ο κόσμος. Το τρέξιμο μου έδινε την ευκαιρία να βγω και να το ζήσω από πρώτο χέρι».

Ο Καρνάζης είναι το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Πρωτότοκη η Πάρι, μικρότερος ο Κρεγκ. Λίγο πιο δίπλα, στην Πασαντίνα, ζουν οι παππούδες. Όλοι μαζί δειπνούν συχνά σε ελληνικές ταβέρνες ή στο σπίτι, τηρώντας ευλαβικά τις παραδόσεις με τόνους σουβλάκι και ατελείωτες «γεια μας» ουζοκατανύξεις. Το 1976 οι Καρνάζηδες μεταναστεύουν στο Σαν Κλεμέντε, μια συμπαθέστατη παραλιακή πόλη στα χαμηλά της νότιας Καλιφόρνια. Τρέξιμο, σερφ, ειδυλλιακά ηλιοβασιλέματα με βερμούδες στην άμμο: η ζωή του Ντιν είναι σαν βιντεοκλίπ από το δίσκο «Pet Sounds» των Beach Boys. Στο λύκειο γράφεται στην ομάδα στίβου με ειδίκευση στον ανώμαλο δρόμο. Όταν έχεις μεγαλώσει σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας, σου είναι δύσκολο, όσο κι αν αγαπάς το τρέξιμο, να μπλέξεις με χρονόμετρα και λεπτολόγους προπονητές. Ο ανώμαλος δρόμος του προσφέρει την ευκαιρία για κάτι περισσότερο από ελευθερία και τρέξιμο. Του προσφέρει εσωτερική καλλιέργεια και εγκύκλιες γνώσεις που δε διδάσκονταν στην τάξη, αλλά στις βιβλιοθήκες: «Οι τύποι του ανώμαλου δρόμου κάθονταν μέχρι αργά στα καφέ και διάβαζαν βιβλία του Κάφκα και του Κέρουακ. Σπάνια μιλούσαν για το τρέξιμο, ήταν κάτι που απλά το έκαναν».

Δύο πράγματα εκείνης της εποχής θα καθορίσουν το μέλλον του Ντιν, εν αγνοία του: ο προπονητής Μπένερ Κάμινγκς («τρέχουμε με την καρδιά μας, αγόρι μου») και η Nike, που λανσάρει για πρώτη φορά τα παπούτσια με την τεχνολογία της αερόσολας. Στους τελικούς της Ομοσπονδίας, ο Καρνάζης σημειώνει την πρώτη του νίκη. Λίγο αργότερα τρέχει τον πρώτο του μαραθώνιο. Δεν είναι επίσημος αγώνας, αλλά φιλανθρωπικός, με τους χορηγούς να προσφέρουν ένα δολάριο για κάθε γύρο. Έξι ώρες και 105 γύρους μετά την εκκίνηση ο Καρνάζης κάνει ταμείο: 105 δολάρια, γνωριμία με τη γυναίκα της ζωής του, την Τζούλι.

Αμερικάνικο Όνειρο; Έως εδώ, ναι. Μόνο που λίγες μέρες αργότερα, η Πάρι, μέντορας του Ντιν που τον ενθάρρυνε να κάνει τα πιο τρελά όνειρα, βρίσκεται νεκρή από ντελαπάρισμα σε επικίνδυνη στροφή. Ο κόσμος δεν έχει νόημα. Από πρότυπο αθλητή, ο Ντιν το ρίχνει στο αλκοόλ, τα τσιγάρα, τα πάρτι και όλη την γκάμα της αυτοκαταστροφής, όπως μάθαμε να τη βλέπουμε σε ταινίες του Χόλιγουντ, όπου οργισμένοι έφηβοι αδυνατούν βρουν εξηγήσεις για τη μοίρα και το τυχαίο που την καθορίζει. Παρ’ όλα αυτά, συνέρχεται, αποφοιτά πρώτος από την τάξη του στο κολέγιο και βρίσκει την τέλεια δουλειά. Μέχρι τη νύχτα των 30ών γενεθλίων του, όταν στην ουσία η ζωή του ξαναρχίζει.

Το Σαν Φρανσίσκο προσφέρει ιδανικά μέρη για προπόνηση. Τρελές ανηφόρες, τραμ που ανεβοκατεβαίνουν τους λόφους και χρησιμεύουν για «λαγός». Ο Καρνάζης τρέχει τέσσερις φορές την εβδομάδα μετά τη δουλειά, πέντε με έξι μίλια την ημέρα. Βελτιώνει τη φυσική του κατάσταση, αυξάνει την αντοχή του, βλέπει συνέχεια το φάντασμα της Πάρι να γελά το ίδιο ξεκαρδιστικά με τους συναδέλφους του στη δουλειά, που δε βρίσκουν νόημα έξω από τα μπίζνες πλαν. Κάποια στιγμή νιώθει έτοιμος να τρέξει σε επίσημο αγώνα. Όχι σε μαραθώνιο, τέτοια έκανε όταν ήταν νέος. Δηλώνει συμμετοχή στον αγώνα 100 μιλίων των Δυτικών Πολιτειών. Μια άγρια διαδρομή στη Σιέρα Νεβάδα, χωρίς στάσεις και ανάπαυση, ανάμεσα σε βουνά, φαράγγια, ποτάμια, χιόνια, βροχή, πολλή ζέστη. Η απόσταση βάσει του κανονισμού πρέπει να διανυθεί σε 24 ώρες και ισοδυναμεί με 4 επίσημους μαραθώνιους. Είναι η διαδρομή που θα τον κάνει θρύλο. Θα την τερματίσει όχι, φυσικά, πρώτος, αφού μαζί του αγωνίζονται και κάτι περίεργοι σκληροτράχηλοι τύποι, καλύτερα προπονημένοι από αυτόν, που στη συνέχεια θα γίνουν οι καλύτεροι φίλοι του. Μετά τη Σιέρα Νεβάδα ο Καρνάζης υποβάλλεται στη δοκιμασία του Bad Water, διάσημου μαραθώνιου για σαλεμένους στην Κοιλάδα του Θανάτου. Θερμοκρασίες πάνω από 50 βαθμοί κάνουν τα παπούτσια να λιώνουν, βόες, κροταλίες, ηλίαση κι απανωτές λιποθυμίες κάνουν το εγχείρημα του τερματισμού αδύνατο για τον οποιονδήποτε. Και για τον Ντιν, που, όμως, έχει ανακαλύψει το στόχο της ζωής του: να τρέχει στα πιο άβατα μονοπάτια και με τις πιο αντίξοες συνθήκες. Και μετά την κάψα της Κοιλάδας του Θανάτου, ακολουθεί η παγωμένη Ανταρκτική παρέα με μερικούς ακόμα τρελούς. Αποδέχτηκαν την πρόκληση να τρέξουν μόνο και μόνο γιατί η Γη εκεί τελειώνει. Μα τι είδους λόλα είναι αυτή; Ποιοι ασχολούνται με ένα άθλημα που δε θα αποκτήσει ποτέ χορηγό, αφού απευθύνεται σε λίγους ανθρώπους, που δεν προσφέρει ούτε δόξα ούτε λεφτά, αλλά μόνο πόνο και τυραννία;

Στην αυτοβιογραφία του ο Καρνάζης περιγράφει συγκλονιστικές στιγμές δύναμης αλλά και πόνου. Ο αναγνώστης θα τρομάξει διαβάζοντας για φουσκάλες στα πόδια, τις οποίες, αν θες να συνεχίσεις, πρέπει να τις σπάσεις και να κολλήσεις το δέρμα σου με UHU. Γιατί αυτό σημαίνει υπερμαραθωνοδρόμος: ασύλληπτα βασανιστήρια του σώματος, κράμπες, εμετοί, εξαρθρωμένοι ώμοι, παραισθήσεις από την κούραση, συνεχή διαστρέμματα, επικίνδυνες πτώσεις.

Ο μέσος αθλητής, είτε επαγγελματίας είτε ερασιτέχνης, φροντίζει πάντα στις συνεντεύξεις του να κάνει μνεία στη διασκέδαση, ίσως τον υπέρτατο στόχο της άθλησης, μαζί με την καλή υγεία. Ο Καρνάζης όχι: «Όποιος αποκαλεί το τρέξιμο “διασκέδαση” δε χρησιμοποιεί τη σωστή λέξη. Μπορεί να είναι “απολαυστικό”, μπορεί να είναι “αναζωογονητικό”. Αλλά δεν είναι διασκέδαση με όλη τη σημασία της λέξης. Για μένα, ήξερα ότι το να τρέχω μεγάλες αποστάσεις ήταν απελευθέρωση, καθώς σε κάποιο βαθμό η αστείρευτη ενέργειά μου έψαχνε μια διέξοδο. Ο μέσος ψυχωτικός-ψυχαναγκαστικός άνθρωπος χρειάζεται επτά χρόνια για να ουρλιάξει βοήθεια. Στο ίδιο διάστημα ο μέσος δρομέας καλύπτει 17.600 χιλιόμετρα. Αν η περίπτωσή μου ήταν κλινική, κανένας δεν το ξέρει. Εγώ δεν το έλεγξα ποτέ. Κάποιοι αναζητάνε παρηγοριά και ανακούφιση στο ντιβάνι του ψυχίατρού τους, άλλοι πάνε στο μπαρ της γωνίας και το ρίχνουν στο ποτό, εγώ όμως διάλεξα το τρέξιμο για ψυχανάλυση[…] Ποιο φάρμακο μπορούσε να το ανταγωνιστεί; Όπως είπε και η Λίλι Τόμλιν, “ο αθλητισμός είναι γι’ αυτούς που δεν αντέχουν ούτε τα ναρκωτικά ούτε το αλκοόλ”[…] Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει όλα όσα επιθυμεί, αλλά και πάλι συχνά μένει ανικανοποίητος. Τα υλικά αγαθά δε φέρνουν την ευτυχία. Μερικές από τις ομορφότερες στιγμές μου ήταν την ώρα που έτρεχα στον ανοικτό δρόμο με μοναδικά μου υπάρχοντα ένα ζευγάρι αθλητικά κι ένα σορτσάκι. Οι δρομείς δε χρειάζονται πολλά. Κάποτε ο Θορώ είπε ότι τα πλούτη ενός ανθρώπου είναι όσα του είναι περιττά. Ίσως όταν χρειάζεσαι λιγότερα, στην πράξη αποκτάς περισσότερα[…] Όταν φτάνεις στο ζουμί της υπόθεσης, η απάντηση στο γιατί τρέχεις είναι πολύπλοκη. Γιατί πίνουν οι άνθρωποι; Γιατί τζογάρουν; Γιατί ερωτεύονται; Χωρίς ψυχανάλυση δεν ξέρω πώς να βρω απαντήσεις, ούτε είμαι σίγουρος γιατί το δικό μου κουμπί γυρνάει με το τρέξιμο. Πολλοί άνθρωποι είναι δυσαρεστημένοι από τη ζωή τους, λίγοι όμως φτάνουν στο συμπέρασμα ότι, αν αρχίσουν να τρέχουν επί 24 ώρες συνεχώς, θα λύσουν το πρόβλημά τους[…] Γιατί μου αρέσει το τρέξιμο; Κανονικά θα έπρεπε να πω “πηγαίνετε να τρέξετε 50 μίλια και τότε θα πάρετε τη δική σας απάντηση. Γιατί εγώ ψάχνω ακόμα να βρω τη δική μου”».

Σήμερα ο Καρνάζης συνεχίζει να τρέχει. Ειδικά τη νύχτα, τότε που όλη η πλάση ησυχάζει και μόνο οι τρελοί λαχανιάζουν στην εθνική οδό ή τα μονοπάτια. Τον ακολουθεί ένα τροχόσπιτο με την Τζούλι και τα παιδιά του, γεμάτο πίτσες, μακαρόνια, τάρτες με φράουλα και κάθε είδους γλυκά και εμφιαλωμένα νερά για να μη μείνει από «καύσιμα». Τρέχει για φιλανθρωπικούς σκοπούς, για αρρώστους, για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους. Τρέχει για τους περαστικούς που τον ρωτούν γιατί τρέχει.

«Τρέχω γιατί δεν ήμουν ποτέ λάτρης του αυτοκινήτου. Τρέχω για να δω πόσο μακριά μπορώ να φτάσω. Τρέχω γιατί είναι ο τρόπος που βρήκα για να προσφέρω στον κόσμο κάνοντας αυτό που ξέρω να κάνω όσο καλύτερα γίνεται. Τρέχω γιατί, αν δεν έτρεχα, θα ήμουν νωθρός, σκυθρωπός και θα περνούσα πολύ χρόνο στον καναπέ. Τρέχω για να αναπνέω καθαρό αέρα, για να αποδράσω από τα τετριμμένα. Τρέχω για να τιμήσω την αδελφή μου και να διατηρούμαι ταπεινός. Τρέχω για τη γραμμή του τερματισμού και για την απόλαυση της διαδρομής. Τρέχω γιατί το περπάτημα αργεί πολύ κι εγώ θέλω να κάνω πολλά πράγματα σε αυτή τη ζωή. Τρέχω γιατί με βγάζει εκεί που θέλω να πάω». Εσύ;

Περισσότερα για τον Κωνσταντίνο Καρνάζη στην επική αυτοβιογραφία του «Υπερμαραθωνοδρόμος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ