Θεατρο - Οπερα

Tom in Greece: Σαράντο Ζερβουλάκο, τι σημαίνει να είσαι διαφορετικός;

Ο πολυσυζητημένος σκηνοθέτης μεταφέρει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το επιτυχημένο έργο του Μισέλ Μαρκ Μπουσάρ στη Στέγη

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 726
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Σαράντος Ζερβουλάκος
© Γιάννης Μητρόπουλος

Συνέντευξη με τον Σαράντο Γεώργιο Ζερβουλάκο, σκηνοθέτη της queer παράστασης «Tom in Greece», που ανεβαίνει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

Περίληψη προηγουμένων: Ο Τομ, κοσμοπολίτης, πετυχημένος και γκέι, ταξιδεύει στην ελληνική επαρχία για να παραστεί στην κηδεία του εραστή του. Συντετριμμένος από το πένθος του, γνωρίζει για πρώτη φορά την οικογένεια του εκλιπόντος: τη μητέρα του, που δεν έχει ιδέα ποιος είναι ο Τομ και τι έχει ζήσει με τον γιο της, και τον αδερφό του, που θέλει να κρύψει την αλήθεια με κάθε κόστος. Παρά το τοξικό περιβάλλον, ο Τομ μοιάζει να αδυνατεί να φύγει, ενώ παθολογικές δυναμικές αναπτύσσονται μεταξύ των προσώπων που ταλανίζονται από παιχνίδια εξουσίας και καταπιεσμένες ορμές. Σταδιακά, τα όρια μεταξύ βίας και λαγνείας θολώνουν, οδηγώντας σε μια τραγικοκωμική αποκάλυψη ψέματος, απώθησης και βίας. Αυτό είναι το στόρι του αυθεντικού θεατρικού κειμένου «Tom à la ferme». Ο ταλαντούχος πολυσυζητημένος σκηνοθέτης Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος μεταφέρει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το επιτυχημένο έργο του Μισέλ Μαρκ Μπουσάρ. Μας μιλά για την εκδοχή-διασκευή του αλλά και για το τι σημαίνει να είσαι διαφορετικός είτε στην Ελλάδα είτε στον κόσμο.

tom_in_greece_john_mitropoulos_for_onassis_stegi_p.jpg
© Γιάννης Μητρόπουλος

«Μικρό χωριό, κακό χωριό». Πόση αλήθεια ή ψέμα συμπεριλαμβάνει η παροιμία για τα πρόσωπα του έργου αλλά και για σένα προσωπικά, ως Έλληνα του κόσμου που κινείται σε αντίστοιχα «εδώ» και «εκεί»;
Ως συνήθως, και σε αυτή την παροιμία συναντάμε ταυτόχρονα και την αλήθεια και το ψέμα. Εμένα δεν με ενδιαφέρουν πια οι γενικεύσεις, αν και τα κλισέ συχνά προσφέρουν μια αρκετά σοβαρή βάση για συζήτηση. «Το χωριό» από μόνο του δεν φταίει, δεν μπορεί να φτάνει πια να «φταίει» μόνο αυτό. Όλοι μας από ένα χωριό είμαστε, από εκεί ξεκινήσαμε. Και μόνο επειδή βρεθήκαμε σε μια μεγαλούπολη σε ένα κομβικό σημείο της οικογενειακής ιστορίας μας, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αφήσαμε το χωριό μέσα μας πραγματικά πίσω μας. Τώρα συγκεκριμένα για τους χαρακτήρες στο έργο μας, αυτό που θεωρώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι σε πολλές στιγμές «το χωριό» και η «μικρή κοινωνία» αναφέρονται ως επιχείρημα, ως δικαιολογία και για την υποστήριξη μιας προσωπικής θέσης τους, για την οποία στη τελική δεν είναι σίγουροι. Αυτή η θέση τους καθρεφτίζει κυρίως την αμηχανία και την ανικανότητα των προσώπων του έργου, να πάρουν πάνω τους μια ευθύνη και να τολμήσουν να υποστηρίξουν τις πραγματικές απόψεις τους. Είναι ο προσωπικός φόβος που τους κάνει μαριονέτες μιας κακής κατάστασης, την οποία έχουν συνδέσει πολύ και πολλές φορές άδικα με «το χωριό». Αυτό το παρατήρησα όπου έχω ζήσει, δεν είναι μόνο ένα θέμα στην Ελλάδα. 

Ο κοσμοπολίτης Τομ επιστρέφει στο χωριό του Έλληνα νεκρού εραστή του, ψάχνοντας… Τι; Να πενθήσει; Να αποκαταστήσει τη μνήμη-χαμένη τιμή του αποσυνάγωγου γκέι αγοριού, που η διαφορετικότητά του το έστειλε μακριά από το μικρό μέρος; Να βρει μέσα στην οικογένειά του μια οικογένεια και γι' αυτόν, που έστω και βαριά - βαθιά συντηρητική και άρρωστη, δεν παύει να είναι η «μήτρα» της ύπαρξης; Του άλλου μεν, μα και δική του πιθανόν, αφού ο «άλλος» είναι και εκείνος αυτός…
Για τον Τομ αυτή η πρώτη επίσκεψη στο περιβάλλον του νεκρού εραστή του είναι και μια πρώτη ευκαιρία να γνωρίσει την οικογένεια και τον τόπο καταγωγής αυτού του ανθρώπου, που θεώρησε για τόσο καιρό τον άνθρωπο της ζωής του. Τώρα ίσως μπορέσει να γνωρίσει από την αρχή και ουσιαστικά αυτόν τον άνθρωπο. Τώρα, αν και αργά, ίσως να βρεθεί στη θέση να κατανοήσει και να βάλει τα πράγματα, που είναι τόσο μπερδεμένα, σε μια σειρά. Το πένθος του είναι αόριστο. Πενθεί για το σώμα του φίλου, που έπαψε να ζει. Πενθεί για έναν έρωτα, τον έρωτα της ζωής του. Και πενθεί για τις τόσες χαμένες ευκαιρίες, που πέρασαν όσο συζούσαν –χωρίς να γνωριστούν πραγματικά, ενώ υπήρξαν ο ένας δίπλα στον άλλον για τόσο καιρό. Έστω και τώρα, αφού θα λέγαμε ότι είναι αργά, ελπίζει να του δοθούν οι απαντήσεις που επιθυμεί τόσο έντονα, για το «ποιος ήταν ο ένας για τον άλλον» και γιατί «τον άφησε».

sarantos_by_john_mitropoulos_5.jpg

Διαλέγεις σαν εποχή - σκηνικό το ελληνικό καλοκαίρι. Μια εποχή όπου κατεξοχήν και τα ήθη και τα σώματα σχετικά απελευθερώνονται από τα ρούχα και πιθανόν τις συμβάσεις. Μετεωρολογική αντίστιξη με τον χειμωνιάτικο και παγωμένο Καναδά του «πρωτότυπου» θεατρικού. Γιατί διάλεξες τέτοιον κόντρα καιρό-ρόλο;
Το καλοκαίρι στην Ελλάδα είμαστε στα «high» μας. Η συνθήκη του καλοκαιριού με γοήτευσε, προκαλεί η ίδια ανάμεσα στους χαρακτήρες του έργου αυτόματα αυτό που αναζητώ και στις δουλειές μου, αυτό που αναζητώ να υπάρχει αισθητά στη σκηνή και ανάμεσα στους ηθοποιούς: ένταση! Το καλοκαίρι με τη ζέστη, με τον ήλιο και τα τζιτζίκια, το σώμα μας ξυπνάει, καυλώνει, υπάρχει. Ο ύπνος συχνά είναι ελάχιστος. Η φύση γύρω μας είναι έντονη. Τα ένστικτά μας γίνονται –περισσότερο από ό,τι στις υπόλοιπες εποχές– κίνητρο της συμπεριφοράς μας. Το έργο περιγράφει μια ενδιαφέρουσα σχέση του Τομ με την οσμή. Ακριβώς μέσα σε αυτό το περιβάλλον, σε αυτή τη συνθήκη, με ενδιέφερε να θέσω μια ιστορία που περιγράφει έντονα το βασικό θέμα του έργου: τον καταπιεσμένο ερωτισμό. 

Μικρά, πνιγηρά, ασφυκτικά, άρρωστα, επικίνδυνα μέρη που ούτε αντέχουν ούτε και δείχνουν στοργή ή κατανόηση στο «ξένο», το διαφορετικό. Λογικό είναι οι «Συντετριμμένοι» να ρίχνουν μαύρη πέτρα αν θέλουν να επιβιώσουν μα και να «ζήσουν τη ζωή τους». Είναι όμως μόνο η ελληνική επαρχία τόσο «αλλεργική» στο διαφορετικό; Ή μήπως παντού στον κόσμο, πέρα από τις μητροπόλεις, όπου ο καθείς μπορεί να υπάρχει το δυνατότερο ή και απόλυτα κοντά, μαζί και μέσα στο όνειρο-επιθυμία του, η κατάσταση είναι ίδια;
Η κατάσταση που αναφέρετε δυστυχώς μου φαίνεται να μοιάζει σε όλο τον κόσμο. Σίγουρα από παλιά οι μεγάλες πόλεις προσέφεραν και περισσότερες ελευθερίες. Σήμερα όμως, στην εποχή του διαδικτύου και της απόλυτης πρόσβασης σε ενημέρωση και πληροφορία με ένα κλικ, ουσιαστικά πρέπει να συζητήσουμε ξανά τι εννοούμε με τη λέξη «επαρχία». Έναν συγκεκριμένο τόπο; Ή πλέον ένα state of mind; Μου έχουν τύχει στιγμές που η λεγόμενη επαρχία πλέον έμοιαζε να είναι τόσο πιο μπροστά και ενημερωμένη, από ό,τι περίμενα. Και, επίσης, έχω συναντήσει στιγμές απόλυτου επαρχιωτισμού μέσα σε περιβάλλοντα –στο κέντρο μίας μεγαλούπολης, για παράδειγμα– που με πολύ κόπο προσπαθούν να μη φανεί.

Φόκους στην Αθήνα, αλλά και τη Θεσσαλονίκη, μητροπόλεις που απέχουν πληθυσμιακά και «κοσμοπολιτικά» από την ελληνική περιφέρεια. Ναι, το «διαφορετικό» μπορεί να υπάρξει «καλύτερα». Μήπως όμως συνολικά η Ελλάδα σαν χώρα, ακόμα και σε πιο ευρείες χωροταξίες έχει θέμα, ρήγμα, gap με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Ακόμα στο Κολωνάκι ή την Τσιμισκή πιάνει το αυτί μου κουβέντες και γέλωτες τύπου «φάε έναν πούστη»…
Σε αυτό το ζήτημα στην Ελλάδα δυστυχώς έχουμε ακόμα πολλή δουλειά μπροστά μας. Και μάλιστα παντού στη χώρα, άσχετα αν μιλάμε για ένα χωριό «στο τέλος του κόσμου» ή για το κέντρο της Αθήνας. Έχω την εντύπωση ότι η ελληνική κοινωνία σε αυτό το ζήτημα διστάζει να πάρει μια ενήλικη, σύγχρονη θέση. Ελπίζω, όμως, σύντομα να τολμήσει. Είμαι αισιόδοξος. Και ελπίζω να είναι μια θέση που αντιστοιχεί στις λεγόμενες ευρωπαϊκές αξίες. Θα έπρεπε. Γιατί υποτίθεται ότι από την Ελλάδα εμπνεύστηκαν αυτές οι βασικές αξίες του δυτικού μας πολιτισμού. Όσο υπερήφανοι είμαστε για την κληρονομιά μας, τόσο υποχρεωμένοι είμαστε, επίσης, να τη συνειδητοποιήσουμε στην ουσία της και να την προστατέψουμε, να κάνουμε ένα βήμα υπέρ του ανθρώπου τελικά, όποιος και να είναι αυτός ο άνθρωπος, άνθρωπος είναι.

tom_in_greece2_john_mitropoulos_for_onassis_stegi_p.jpg

Η μάνα που δεν βάσταξε να στηρίξει το παιδί της κόντρα στις συμβάσεις-νόρμες που επιβάλλει ο «σεμνός» κώδικας συμπεριφοράς. Που «κουκούλωνε», όπως λένε και στα χωριά. Ο τραμπούκος που εκβιάζει, απειλεί, βιαιοπραγεί και στέλνει στον διάβολο το αγόρι. Ο τόπος «σφαγείο», που ακόμα και στην κηδεία κρατά τον «τύπο», αντί μετά τα δάκρυα να έρθουν η λύτρωση, ο στοχασμός και η αποκατάσταση-επούλωση πληγών. Πόσο βαριά ήθελες να είναι η παράσταση; Ως ποιο σημείο;
Ως ένα σημείο που θα μας κάνει να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε και να μιλάμε για υπαρκτές ανθρώπινες ενέργειες, διαλέγοντας έναν καλλιτεχνικό τρόπο και με μια δημιουργική απόσταση. Μέσω μιας απαραίτητης αφαίρεσης, ελπίζω ίσως να βρεθούμε στο θέατρο μαζί, μιλώντας για μια πραγματικότητα που βιώνουμε μαζί. Να την ανακαλύψουμε πάνω στο θέατρο, χωρίς να απαιτούμε έναν συμβατικό «ρεαλισμό». Στόχος μου είναι να τολμήσουμε να πάμε ως το σημείο όπου μπορούμε ίσως πια να πούμε: Τώρα μιλάμε για μια άβυσσο που ονομάζεται «ανθρώπινη ψυχή». Εκεί πια ξεκινάει για μένα το παράλογο. Όταν μιλάμε για την ανθρώπινη ψυχή, δεν παίζει πια ρόλο το φύλο, η καταγωγή ή η σεξουαλικότητα. Η «ψυχή» είναι ένα μυστήριο που δεν τολμάω να απλοποιήσω στη δουλειά μου, τη σέβομαι φοβερά και τη θεωρώ κάτι που ουσιαστικά παραμένει ανεξήγητο για μένα. Ακριβώς εκεί βρίσκεται και η περιπέτεια, όταν θα ασχοληθώ μαζί της. Και ακριβώς εκεί, ίσως, και η γοητεία της. Ακόμα και οι πληγές της έχουν μια ομορφιά. Ας είμαστε γενναιόδωροι. Εκεί, σε αυτό το σημείο, ελπίζω να ξεκινήσουμε ένα ταξίδι μαζί. Αναζητώντας μια περιπέτεια, μια πιθανότητα κατανόησης. Για μένα αυτό είναι ένα βασικό κομμάτι της δουλειάς μας στην τέχνη: η περιγραφή της ύπαρξής μας, η έκφραση της ψυχής μας - με όποιον τρόπο και να διαλέξουμε να το τολμήσουμε αυτό. Απαιτώ να μας αφορά, να μας γίνει εμπειρία. Ονειρεύομαι να μας μείνει αξέχαστο αυτό το ταξίδι. Και προτείνω να μη δικάζουμε, να μη διδάσκουμε και να μην το παίζουμε ανώτεροι. Γιατί δεν είμαστε.

Υπάρχουν βαλβίδες, τρικάκια, εμβόλιμες στιγμές-σκηνές χιούμορ ή γέλιου καραμπινάτου, να τις πω, που αποφορτίζουν τη δράση, ώστε μετά να «ξαναγεμίσεις»; Ή το πας φόρα βαριά και βαθύ μαύρο;
Φυσικά υπάρχουν. Και αν δεν υπήρχαν και στιγμές χιούμορ και γέλιου, δεν θα μιλούσαμε για ζωή. Ειδικά σε μια τόσο υπαρξιακή στιγμή, σαν αυτή την οποία επέλεξε ο συγγραφέας να μας περιγράψει. Στις πρόβες συχνά λέγαμε «στους γάμους κλαίμε, στις κηδείες γελάμε». Κάπου εκεί βρίσκεται η ευκαιρία να μιλήσουμε πραγματικά για τη ζωή. Για τη ζωή έτσι όπως μας παρουσιάζεται σε αντίστοιχες στιγμές και όχι έτσι όπως θα τη θέλαμε πολλές φορές, ειδικά στη δουλειά μας για το θέατρο. Τίποτα στη ζωή δεν είναι μόνο μαύρο και τίποτα δεν είναι μόνο άσπρο. Κανείς δεν είναι μόνο θύμα. Και κανείς δεν είναι μόνο θύτης. Αν μας ενδιαφέρει να δούμε ανθρώπους στη σκηνή –και εγώ αυτό θέλω να δω, και δεν το φοβάμαι– τότε απαραίτητα θα γελάσουμε. Θα γελάσουμε όχι επειδή βλέπουμε κάτι προφανές γελοίο μπροστά μας, όχι! Θα γελάσουμε, επειδή θα αναγνωρίσουμε μια κατάσταση και μια πιθανή στιγμή αλήθειας. Θα γελάσουμε, επειδή θα κατανοήσουμε ανάγκες, τραγικές προσπάθειες και αγώνα. Και αφού γελάσουμε, ίσως συναντήσουμε κάποιον που ξέρουμε καλά, έναν άνθρωπο που μας είναι γνωστός, πιθανό να είναι και ο εαυτό μας. Μακάρι.

Barbarism begins at home, The Smiths: σχολίασε ελεύθερα…
«No, no, no» - ας ξεκινήσουμε με τους τελευταίους στίχους του τραγουδιού. Και όχι, όχι, όχι – δεν είναι τόσο εύκολο. I don’t think it begins at home, but it shows up at home. Μέσα στην οικογένεια δείχνει, δυστυχώς, πολλές φορές ανεξέλεγκτα, ειδικά μια εξωτερική πίεση, που δημιουργεί ένα κοινωνικό περιβάλλον και επηρεάζει αυτή τη μικρή κοινωνία. Θεωρώ την οικογένεια ένα κοινωνικό μικρο-σύστημα, μια μακέτα, η οποία γίνεται σεισμογράφος καταστάσεων που την περικυκλώνουν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον με έχει απασχολήσει σε αρκετές δουλειές μου στο παρελθόν. Την αναλύω με προσοχή, πάθος και αγάπη στη λεπτομέρεια. Αυτό φυσικά εκφράζει και μια διάθεση για κριτική. Μόνο όπου αγαπάμε, επενδύουμε και την ενέργεια να κριτικάρουμε, και να γίνουμε σκληροί. Πρέπει, δυστυχώς, όμως να σας απογοητεύσω: Ακούω πολλά για την ιδιαίτερα «τοξική» ελληνική οικογένεια, αλλά ακραίες καταστάσεις μέσα στην οικογένεια υπάρχουν παντού. Παρατήρησα αντίστοιχα φαινόμενα και σε άλλους πολιτισμούς, λαούς και ανεξάρτητα από θρησκείες. Στο τέλος μένει μόνο ένα, μια οικογένεια. Και αφού αγαπάμε και επιθυμούμε τόσο πια αυτή τη λέξη, ας την πούμε: κανονική.

Γιατί πράγμα μιλάμε όταν λέμε queer θέατρο στη συγκεκριμένη ελληνική χωροχρονική στιγμή; Ποια η σημασία του αλλά και η στόχευση από πλευράς κοινού; Ποιο είναι το to whom it may concern του από πλευράς κοινού; Πόσο ευρεία ή συγκεκριμένη είναι η σάρωσή του;
Κατ’ αρχάς θα έλεγα ότι μιλάμε πλέον για queer θέατρο στην Ελλάδα, το οποίο παραδέχεται ότι υπάρχουμε. Εμείς, ναι, υπάρχουμε. Και μιλάμε για μια θετική εξέλιξη. Το ότι δεν μας θεωρούν πια απλά μια σύγχρονη έκδοση του διασκεδαστικού γελωτοποιού ή της τρελής ή του τρελού του χωριού. Μια απόλυτα λεπτομερής εικόνα της επίκαιρης κατάστασης στο ελληνικό θέατρο δεν μου δόθηκε μέχρι στιγμής ακόμα δυστυχώς. Περιμένω, όμως, με αγωνία και μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρήσω τις μελλοντικές εξελίξεις. Και ελπίζω να μιλήσουμε σύντομα πια σαν θεατρικό κοινό -και σαν κοινωνία- για τα θέματα που μας αφορούν. Μαζί.

Τι θα πει ο κόσμος; Χάθηκε κι εσύ να ήσουν σαν του άλλου του κόσμου τα παιδιά; Τι έχεις, βρε πουλάκι μου, και είσαι τέτοιος; Τρεις κλασικές ατάκες ελληνίδας μάνας, συγγενών, ακόμα και φίλων που ακόμα προσπαθούν να πνίξουν ή να «εξυγιάνουν» το διαφορετικό. Μπορείς να μου παραθέσεις στα γρήγορα τρεις κόντρα ατάκες από το έργο σου σαν πιθανές απαντήσεις στη βία του κόσμου;
Στο έργο δεν υπάρχουν ανάλογες «ατάκες». Κάτι μας λέει, όμως, και αυτό το γεγονός. Το έργο δεν μας δίνει τις ατάκες delivery και έτοιμες για χρήση. Το έργο ούτε θα μας διδάξει πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα. Θα περιγράψει κυρίως πώς δεν είναι δυστυχώς. Και το έργο δεν θα πάρει την ευθύνη από πάνω μας, να απαντήσουμε οι ίδιοι. Ποτέ δεν είναι τόσο εύκολα τα πράγματα, γιατί να ήταν τώρα και στο θέατρο; Το έργο, και ελπίζω και η παράστασή μας, μας καλεί να παρατηρήσουμε μια κατάσταση σαν θεατές και να πάρουμε μια θέση. Και ιδανικά να προκαλέσει τους ίδιους μας να βρούμε την ταιριαστή προσωπική ατάκα μας. Μια ταιριαστή απάντηση στον κόσμο στον οποίο ζούμε, ο καθένας μας και καθημερινά.

tom_in_greece3_john_mitropoulos_for_onassis_stegi_p.jpg
© Γιάννης Μητρόπουλος

Η παράσταση «Tom in Greece» (Tom a la Ferme) παίζεται από τις 12 μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ