Κινηματογραφος

Αρκετά με τον «Τζόκερ». Ας μιλήσουμε για τα «Παράσιτα»!

Όσο σκληρό κι αν είναι το context, όσο αποκαρδιωτικό, η κινηματογραφική αφήγηση παραμένει πρωτίστως ψυχαγωγική, με τρόπο σπουδαίο

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
«Παράσιτα / Parasite» του Bong Jung Ho
© IMDB

Σε αντίθεση με τον «Τζόκερ», στα «Παράσιτα» η αδικία δεν παίρνει καταγγελτική μορφή, ούτε υπάρχει σωτηρία, κάθαρση, δικαίωση κανενός είδους.

Υπάρχουν ταινίες που φεύγοντας από την αίθουσα τις παίρνεις μαζί σου και όσα έχεις δει βλέποντάς τις δεν εξανεμίζονται στους τίτλους τέλους. H ταινία του νιοτιοκορεάτη Bong Jung Ho που παίζεται αυτό τον καιρό στους κινηματογράφους και δικαίως έχει πάρει τόσο καλές κριτικές, μαζί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, ανήκει σε αυτές. Πρόκειται για μια σκληρή ταινία και αυτή είναι η κυρίαρχη αίσθηση που σε συνοδεύει στο τέλος, αλλά στο μεταξύ είναι πολύ περισσότερες οι ποιότητες που έχουν γράψει πάνω σου τα 132 λεπτά που διαρκεί.

Η σύγκριση με τον υπερσυζητημένο «Τζόκερ» έρχεται αναπόφευκτα όχι μόνο γιατί πιθανότατα θα μοιραστούν τα βραβεία στο τέλος της κινηματογραφικής χρονιάς, αλλά κυρίως γιατί και οι δύο αυτές ταινίες μιλούν για τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο της ζωής πασχίζοντας χωρίς τύχη να βρουν μια θέση. Και ενώ στον «Τζόκερ» ο απόκληρος του συστήματος γίνεται εκδικητής τιμωρός, οι ήρωες στα «Παράσιτα», αφού πάρουν φευαγαλέα τη γεύση μιας ζωής πλασμένης για άλλους, καταλήγουν να βουλιάξουν ακόμα πιο πολύ στην ανυπαρξία τους, με ακόμα λιγότερα εφόδια, με λιγότερη πίστη, αποδεκατισμένοι, με αναντικατάστατες απώλειες. Η αδικία εδώ δεν παίρνει καταγγελτική μορφή, ούτε υπάρχει σωτηρία, κάθαρση, δικαίωση κανενός είδους. Μόνο σε κάνει να μελαγχολείς.

Σύγκριση προκύπτει και με τον περσινό Χρυσό Φοίνικα του Χιροκάζου Κόρε-Έντα, μία ιαπωνική ταινία που αξίζει να την αναζητήσει κανείς αν δεν την έχει δει. Στους «Κλέφτες καταστημάτων» (Shoplifters, ο αγγλικός τίτλος) μια ομάδα ανθρώπων αποκτούν δεσμούς οικογένειας χωρίς να είναι προκειμένου να επιβιώσουν σκαρώνοντας μικροαπατεωνιές, εδώ μια οικογένεια υποδύεται τη μη οικογένεια για τους ίδιους λόγους. Και στις δύο περιπτώσεις οι άνθρωποι ζουν στριμωγμένοι σχεδόν κάτω από την επιφάνεια της γης, επιβιώνοντας όπως μπορούν. Τα όρια της ηθικής γίνονται ρευστά από την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση. Στους «Κλέφτες καταστημάτων» οι σχέσεις, η αλληλεγγύη, ο δεσμός που χτίζεται έστω στην ανάγκη, μπορούν να αποτελέσουν διαφυγή, κι ακόμα κι αν στο τέλος ηττηθούν, η καλοσύνη, το νοιάξιμο μένουν ανέπαφα δίπλα σε κάτι τετελεσμένα αποκαρδιωτικό. Στα «Παράσιτα», αντίθετα, το σκοτάδι είναι βαθύ παρά τους στενούς δεσμούς των μελών της οικογένειας και τα σημάδια δυσοίωνα παρά την πρόσκαιρη «καλοτυχία». Οι ήρωες παραδίδονται σε έναν κυνισμό επιβίωσης και μέχρι ένα σημείο τα καταφέρνουν, δεν τους κρίνουμε για τις πράξεις τους. Μόνο που χάνεται το μέτρο. Μια επικίνδυνη ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν την καλή τους τύχη δεν θα είναι χωρίς συνέπειες, δεν ξέρουν πώς παίζεται το παιχνίδι ούτε πού να σταματήσουν. Ίσως επειδή είναι καταδικασμένοι να μείνουν εκεί που είναι ό,τι και να κάνουν, ακόμα κι αν έχουν το δικαίωμα να ονειρεύονται μια άλλη ζωή οι θέσεις είναι a priori μοιρασμένες.

«Παράσιτα / Parasite» του Bong Jung Ho
© IMDB

Και παρά το σκοτάδι, γελάμε, τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο, πικρά έστω, ή και όχι, με την αστειότητα των πραγμάτων, γιατί και μέσα στο τραγικό ενυπάρχουν κωμικά στοιχεία, η φάρσα μπορεί να συνοδεύει την αθλιότητα χωρίς να την αλλοιώνει. Το δραματικό στοιχείο παρότι κυρίαρχο δεν διαχέεται με τρόπο που να ισοπεδώνει κάθε τι άλλο, και αυτή είναι η τέχνη του σεναρίου που περνάει από το κοινωνικό δράμα στη μαύρη κωμωδία και από εκεί στην τραγωδία μέσα από το σασπένς και το σπλάτερ σαν να μην υπάρχουν όρια ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη, σαν η φόρμα να είναι κάτι ζωντανό και ρευστό που οικοδομείται μόνο και μόνο για να πει μια ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Και το καταφέρνει. Ο σκηνοθέτης είχε ζητήσει να μην αποκαλυφθεί το στόρι, και καταλαβαίνεις γιατί. Ενώ το πρώτο μισό στο μεγαλύτερο μέρος του ρέει αβίαστα και το τι θα συμβεί είναι απολύτως προβλέψιμο –ο ένας μετά τον άλλο τα μέλη μιας πολύ φτωχής οικογένειας εισχωρούν στη ζωή μιας πολύ πλούσιας αναλαμβάνοντας ρόλους σαν υπηρετικό προσωπικό μέσα από μηχανορραφίες– λίγο πριν το δεύτερο μέρος και έχοντας συμβεί η μεγάλη ανατροπή, ο θεατής μένει μετέωρος να αναρωτιέται, και τώρα τι; Το σενάριο χτίζει αριστοτεχνικά μία δομή που το απρόβλεπτο και το αγωνιώδες του δεύτερου μέρους αναδύονται ακόμα πιο εκκωφαντικά απέναντι στο προβλέψιμο που ήταν λίγο πριν, μια που τελικά τίποτα δεν πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Η σεναριακή σύλληψη της ταινίας και το στήσιμο της δομής της είναι μοναδικά.    

Και όλο αυτό βασισμένο σε μια μεταφορά. Αυτή του τίτλου, αλλά και πολλών άλλων που εγκιβωτίζονται σε αυτούσιες σκηνές, σε στοιχεία της πλοκής ή στις χειρονομίες των χαρακτήρων. Ποιοι είναι τα παράσιτα; Οι φτωχοί που διεισδύουν λαθραία στον κόσμο των πλουσίων για να επιβιώσουν, αλλά και οι πλούσιοι που δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς τη συνδρομή των πρώτων. Ακούγεται απλοϊκά σχηματικό, όμως δεν είναι.

«Παράσιτα / Parasite» του Bong Jung Ho
© IMDB

Οι δύο κόσμοι, εκ θέσεως αντίπαλοι, αλληλοτροφοδοτούνται, κι όταν συναντιούνται γίνονται συνένοχοι σε ένα εύθραστο σκηνικό, όπου η απληστία, η ενοχή και η αθωότητα, η εκμετάλλευση και η προσφορά, η ειλικρίνια και το ψέμα, δεν τοποθετούνται στη μία ή την άλλη πλευρά. Οι υπερπλούσιοι δεν παρουσιάζονται αντιπαθείς, αλλά αφελείς και ανήμποροι, έκθετοι και εγκλωβισμένοι στο δικό τους πολυτελές, αποστειρωμένο σύμπαν. Δεν μπορούν να δουν την κατάστασή τους σε σχέση με τους υπηρέτες τους, παρά μόνο σαν μια αδιόρατη, ενοχλητική μυρωδιά. Το βλέμμα μας όμως είναι στραμμένο στους αναξιοπαθούντες εισβολείς, αυτούς παρακολουθούμε να ψάχνουν σήμα σε υπόγεια ταβάνια, σε έναν σούπερ καλωδιωμένο υπερτεχνολογικό κόσμο, όπως αυτός μιας πόλης σαν τη Σεούλ, που τους αποκλείει και τους στοιβάζει σαν τα ποντίκια έκθετους σε αδικίες και συμφορές. Και τους φωτίζει μέσα στη δική τους αφέλεια, με τις αγωνίες, τα ερωτήματα, μέχρι και τις αμφιβολίες που εισχωρούν στον αγώνα τους να επιβιώσουν με κάθε μέσο. Ο στοχασμός που διδάσκει η ζωή δεν λείπει. Οι πλούσιοι τελικά είναι καλοί, λέει κάποιο μέλος της οικογένειας για να απαντήσει ένα άλλο, μα είναι καλοί γιατί ακριβώς είναι πλούσιοι, ο πλούτος είναι σαν το ηλεκτρικό σίδερο που σιδερώνει τις τσακίσεις.

Πίσω από το άριστο στήσιμο και μια υποβόσκουσα χιουμοριστική διάθεση, το κοινωνικό σχόλιο είναι αμείλικτο. Ο οικογενειακός δεσμός είναι κεντρικός, διαχρονικός και οικείος ακόμα και στη μεγαλύτερη δυστοπία, οι γονείς κάνουν τα πάντα για τα παιδιά τους, τα παιδιά για τους γονείς, τα αδέρφια μεταξύ τους, οι σύζυγοι, αλλά όσο ισχυρός κι αν είναι καταρρέει όταν δεν υποστηρίζεται από πουθενά. Στο ερώτημα αν μπορεί να φύγει κανείς από τη θέση του σε έναν ακραία άνισο κόσμο που υπόσχεται ευκαιρίες μόνο σαν μη πραγματοποιήσιμα όνειρα, η απάντηση είναι αρνητική. Σε έναν κόσμο υπερφτωχών και υπερπλουσίων η μόνη διέξοδος είναι το χάος, κανείς δεν επιβιώνει, κανείς δεν ευημερεί. Το μήνυμα είναι ισχυρό χωρίς να υπάρχει ίχνος διδακτισμού, τίποτα που να θυμίζει αυτό που θα λέγαμε κοινωνικό σινεμά. Κι όσο σκληρό κι αν είναι το context, όσο αποκαρδιωτικό, η κινηματογραφική αφήγηση παραμένει πρωτίστως ψυχαγωγική, με τρόπο σπουδαίο. 

«Παράσιτα / Parasite» του Bong Jung Ho
© IMDB

«Παράσιτα / Parasite» του Bong Jung Ho
© IMDB

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ