Εικαστικα

Ρεβέκκα Καμχή: «Πάντα επιμένω για τις ιδέες που πιστεύω»

Η γνωστή γκαλερίστα μας μιλάει για τη γειτονιά της, το Μεταξουργείο, για την τέχνη και την καθημερινότητα στο κέντρο της πόλης

kiara_souganidou.png
Κιάρα Σουγκανίδου
ΤΕΥΧΟΣ 730
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Rebekka Kamxi
Ρεβέκκα Καμχή © Γιάννης Βελισσαρίδης

Η Ρεβέκκα Καμχή μιλάει για το Μεταξουργείο & την έκθεση «L’ appartement du collectionneur» που συνδιοργανώνει με την Ελένη Μαρτίνου του παλαιοπωλείου Μαρτίνος

«Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, εντελώς μόνος του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της στεριάς, ένα μέρος του όλου».          
Τζον Ντον (1572-1631)

Η Ρεβέκκα Καμχή σίγουρα δεν είναι νησί. Κάθε άλλο. Είναι ένα κομμάτι της αθηναϊκής στεριάς. Είναι μια φωνή, που φέρει πολλά στοιχεία. Μαζί της δεν θα μιλήσεις μόνο για τέχνη. Θα μιλήσεις για όλα. Αλλά πάλι η τέχνη, δεν είναι όλα;

Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη στάθηκε η έκθεση που διοργανώνει στην γκαλερί της στο Μεταξουργείο σε συνεργασία με το ιστορικό παλαιοπωλείο Μαρτίνος. Τίτλος: «L’ appartement du collectionneur». Δηλαδή, το διαμέρισμα του συλλέκτη. Γιατί στα γαλλικά; Ίσως διότι αυτή ήταν η γλώσσα των συζητήσεων στα αθηναϊκά αστικά σαλόνια το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται στα γραπτά του Καραγάτση ή του Θεοτοκά. Και πράγματι, όταν μπήκα στην γκαλερί, που στεγάζεται σε ένα διώροφο αναπαλαιωμένο νεοκλασικό σπίτι επί της οδού Λεωνίδου, ένιωσα σαν να μπαίνω στο αστικό σαλόνι ενός συλλέκτη. Γύρω γύρω έπιπλα της Ελένης Μαρτίνου. Υπέροχα κομμάτια, διαφόρων στιλ και εποχών. Αγγλικά τραπέζια του 18ου αιώνα, ιταλικά φωτιστικά 50s, χειροποίητα χαλιά από την Ανατολή, γαλλικοί καναπέδες του 19ου αιώνα, ένα κέντημα από την Πάτμο, τουρκικά κεραμικά, μια αμερικανική πολυθρόνα αντίκα lazyboy, σκαλιστά χειροποίητα ασημικά, όλα διαλεγμένα ένα ένα. Και στους τοίχους σύγχρονοι καλλιτέχνες που εκπροσωπεί η γκαλερί. Η έκθεση είναι αποτέλεσμα προσωπικής συνεργασίας της Ρεβέκκας Καμχή με την Ελένη Μαρτίνου. Η γκαλερίστα διάλεξε τα έπιπλα και τα αντικείμενα. Η αντικέρ διάλεξε τα έργα. Σημειωτέον, στην έκθεση όλα πωλούνται (έργα, έπιπλα και αντικείμενα) και οι τιμές αρχίζουν από τα 40 ευρώ. 

Πολλές ιστορίες σε ένα σπίτι
Γιατί όμως έγινε αυτή η έκθεση, εξαρχής; Και πώς επιτεύχθηκε ένα πάντρεμα τόσο απροσδόκητο, του σύγχρονου με το κλασικό, μα και τόσο ταιριαστό; «Με επιμονή» μου λέει η Ρεβέκκα Καμχή. «Στη ζωή μου επιμένω γι’ αυτά που πιστεύω. Βεβαίως είχαμε άρτια συνεργασία με την Ελένη Μαρτίνου. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Και πρέπει να πω ότι είναι ο πιο φίνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει…

» Η ιδέα της έκθεσης ήταν η μοναδικότητα. Όπως τα έργα είναι μοναδικά και αλλάζουν χέρια, έτσι και όλα αυτά τα αντικείμενα είναι μοναδικά και αλλάζουν χέρια. Τα έργα δεν είναι διακοσμητικά, το κάθε ένα λέει μια ιστορία. Όμως και τα συγκεκριμένα έπιπλα και αντικείμενα έχουν κατασκευαστεί από κορυφαίους τεχνίτες, έχουν ντύσει τις ζωές μοναδικών ανθρώπων και, όλα, έχουν να πουν από μία ιστορία. Από την άλλη, ήθελα να δείξω ότι η τέχνη δεν είναι απλώς κάτι που το κρεμάς στον τοίχο ή το ακουμπάς σε ένα βάθρο. Η τέχνη είναι ζωή. Είναι όλα. Βλέπουμε πολλές φορές σε σπίτια υπέροχα έργα τέχνης και απαίσια έπιπλα. Ή, το αντίθετο, υπέροχα έπιπλα και απαίσια έργα. Εκεί κάτι δεν πάει καλά. Η τέχνη μάς διδάσκει αισθητική. Η αισθητική μάς οδηγεί στην καλή τέχνη. Με την Ελένη Μαρτίνου μοιραζόμαστε ξεκάθαρα αυτή την ιδέα».

Πράγματι, μια βόλτα στα παλαιοπωλεία Μαρτίνος, στην Πανδρόσου 50 ή στην Πινδάρου 24, διδάσκει ακριβώς αυτό. Η οικογένεια Μαρτίνου, από το 1895, εμπορεύεται μοναδικά αντικείμενα διακόσμησης. Ο πατέρας της Ελένης, Γιάννης Μαρτίνος, ένας άνθρωπος με θρυλικό γούστο και γνήσιος συλλέκτης αντικειμένων και έργων τέχνης, συνεργάστηκε με ονόματα που ορίζουν την ελληνική αστική αισθητική: Μπενάκης, Σταθάτου, Κανελλόπουλος, Παπαστράτος, Οικονομόπουλος, Γουλανδρή… Από παντού ξεχειλίζει η ιστορία.

Ποια όμως είναι η ιστορία της Ρεβέκκας Καμχή; Σε ποια γωνία του δρόμου συναντήθηκε με την τέχνη; «Σπούδασα στο Παρίσι. Μεταξύ άλλων και Ιστορία της Τέχνης. Ταυτόχρονα και μετά το πτυχίο, εργαζόμουν ως stagiaire σε μουσεία σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας. Ήταν η εποχή του Μιτεράν και τότε υπήρχε κρατικό σχέδιο να ανοίγουν μουσεία και να γίνονται σημαντικές εκθέσεις σε όλη τη χώρα. Εκεί, λοιπόν, από πόλη σε πόλη κι από έκθεση σε έκθεση, θεωρώ πως έκανα το μεταπτυχιακό και το διδακτορικό μου. Πάνω στη δουλειά. Στη διοργάνωση εκθέσεων». Τότε, αγόρασε και το πρώτο της έργο τέχνης. Έναν Μπασκιά. Κάπως έτσι αρχίζει να συντίθεται το παζλ. 

dsc_4396.jpg

Ο Τάκης ως άνθρωπος
Ένα ακόμη σημαντικό κομμάτι του παζλ είναι η γνωριμία της με τον Τάκη (1925-2019). Η μεγάλη έκθεση με γλυπτά του στην Tate Modern του Λονδίνου ολοκληρώθηκε τον περασμένο Οκτώβριο. «Στον Τάκη δούλεψα λόγω γλωσσών, είχα μεγάλη ευχέρεια, εκείνος όχι, του έκανα λοιπόν δημόσιες σχέσεις στο Παρίσι. Έμαθα πολλά απ’ αυτόν. Αργότερα, στην Ελλάδα, δουλέψαμε και στο Γεροβουνό, όπου ζούσε». Καθώς μιλάμε με τη Ρεβέκκα Καμχή, βλέπω τα μεταλλικά γλυπτά του πάνω σε δύο τραπέζια αντίκες της έκθεσης.
Τι άνθρωπος ήταν από κοντά; «Δύσκολος και ανάποδος. Ανάποδος. Έξω από το κουτί. Πολύ ελεύθερο πνεύμα. Πολύ δημιουργικό. Μοναδικό. Αλλά δυσκολευόταν με τα υπόλοιπα της ζωής. Και γινόταν δύσκολος». Κάπως έτσι συμβαίνει, είναι η αλήθεια, με τους αντισυμβατικούς ανθρώπους. 

Άγνοια κινδύνου
Ας επανέλθουμε όμως στα καθ’ ημάς. «Μετά από δέκα περίπου χρόνια στη Γαλλία, επέστρεψα στην Αθήνα. Για μένα ήταν πλέον σαφές: ήθελα να κάνω εκθέσεις. Δεν σκεφτόμουν το εμπόριο τέχνης. Πήγαινα σε μουσεία, σε ιδρύματα, σε κέντρα πολιτισμού και έλεγα “είμαι αυτή, έχω κάνει αυτό, θα σας ενδιέφερε να συνεργαστούμε;”. Δεν… Και τελικά είπα “δεν πάει άλλο, θα ανοίξω δική μου γκαλερί”».

Και άνοιξε τη δική της γκαλερί το 1995, στον τελευταίο όροφο ενός παλιού ξενοδοχείου στη Σοφοκλέους, κοντά στην Αγορά. Πρώτη έκθεση: Ρίτα Άκερμαν. Ακολούθησαν η Ναν Γκόλντιν, ο Ρος Μπλέκνερ, ο Τζούλιαν Όπι, η Τρέισι Μόφατ και άλλα ονόματα διάσημων σύγχρονων καλλιτεχνών, που τα συναντάμε στα σημαντικά διεθνή μουσεία. Μαζί με αυτούς είδαμε και Έλληνες, με αξιοσημείωτη πορεία στο εξωτερικό: πέρα από τον Τάκη, που είχε το δικό του διαμέτρημα, η Ρεβέκκα Καμχή παρουσίασε τον Κωνσταντίνο Κακανιά, την Ντιάννα Μαγκανιά, τον Ανδρέα Αγγελιδάκη, τον Άγγελο Πλέσσα, τη Μανταλίνα Ψωμά, τον Νίκο Αλεξίου, τον Μωρίς Γκανή (1973-2019).

Οι επιλογές της έχουν πάντα κάτι ιδιαίτερο και νεωτερικό. Εκφράζουν μία απόλυτα δική της άποψη. «Να φανταστείς, όταν άρχισα, δεν σκέφτηκα καν, αν ο κόσμος είχε ακουστά αυτούς τους καλλιτέχνες που ήταν πολύ νέοι. Αν θεωρούσε ότι η φωτογραφία είναι τέχνη. Δεν με απασχόλησε στιγμή κάτι τέτοιο». Αυτό το λέμε και «άγνοια κινδύνου». Αλλά μόνο έτσι μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα. Ένας πεπειραμένος γκαλερίστας ίσως να έκανε άλλους υπολογισμούς. Ίσως να μην τολμούσε. Το θέμα είναι ότι η Ρεβέκκα τόλμησε. Και της βγήκε. 

Τα… «Σόχο της Αθήνας»
Όπως της βγήκε και η επιλογή της περιοχής, για την γκαλερί της. Αντί να πάει στο Κολωνάκι, διάλεξε μια παλιά εμπορική γειτονιά του κέντρου, που λίγο πριν το γύρισμα του αιώνα αναβαθμιζόταν, μαζί με το γειτονικό Ψυρρή, στο περίφημο «Σόχο της Αθήνας». Γιατί έφυγε από κει; Μήπως τη χάλασε που στο μεταξύ το Ψυρρή από «Σόχο» έγινε το κέντρο του μεζεδοπωλείου; «Όχι. Υπήρξε μια διαφωνία για το ενοικιοστάσιο. Εγώ υπενοικίαζα τον χώρο, που πριν ήταν αποθήκη υφασμάτων μιας επιχείρησης συγγενούς μου. Όταν προχώρησε η γκαλερί προέκυψαν παράλογες απαιτήσεις (χρηματικές και δώρο ένα έργο!), οπότε αποφάσισα να φύγω». Πόσο ελληνικό είναι αυτό! «Το αστείο είναι πως πολλοί νόμιζαν ότι το κτίριο μού ανήκε. Έλεγα το πρόβλημά μου και ήταν σαν να άκουγα “τι ανάγκη έχεις εσύ;”. Λάθος. Νοίκιαζα τον όροφο, έφυγα και άρχισα να ψάχνω!».

Και κατέληξε στο Μεταξουργείο, που το 2004 μετά την καταστροφή και του «δεύτερου Σόχο της Αθήνας» (Γκάζι), είχε αρχίσει να παρουσιάζεται σε δημοσιεύματα ως το «τρίτο Σόχο»… Αυτό έπαιξε ρόλο στην επιλογή; «Βασικά έψαχνα κάτι στο κέντρο της πόλης και ήθελα μια οικιστική και ταυτόχρονα εμπορική περιοχή με ταυτότητα. Έψαξα πολύ, κοίταξα παντού. Και κατέληξα στη Λεωνίδου». Αριθμός 9. Ένα παλιό αθηναϊκό σπίτι, με κήπο γεμάτο δέντρα στην πίσω πλευρά. Στο μπροστινό κομμάτι του κτιρίου, στον πρώτο όροφο λειτουργεί ο χώρος τέχνης και στο ισόγειο το μαγαζί στο οποίο πωλούνται ρούχα, κοσμήματα και αντικείμενα για το σπίτι. Παρεμπιπτόντως, όλα μέσα στο μαγαζί είναι χειροποίητα, διαλεγμένα από την ίδια, απευθείας από τους κατασκευαστές. Υπάρχει ιδεολογία σ’ αυτό. Στο πίσω τμήμα, μέσα στον κήπο, ζει η Ρεβέκκα Καμχή, μαζί με την κόρη της και τη σύντροφό της. «Όταν αγόρασα το σπίτι χρειαζόταν πολλή δουλειά. Η οικοδομική άδεια μού επέτρεπε να το γκρεμίσω και να χτίσω μια πολυκατοικία. Έτσι ίσως μου ’βγαινε πιο εύκολα… Θα μπορούσα στο ρετιρέ να έχω την γκαλερί, να ζω σε ένα διαμέρισμα και τα υπόλοιπα να τα νοικιάζω και να πληρώνω το δάνειο…». 

Όμως διάλεξε τον δύσκολο δρόμο. «Ήθελα το παλιό σπίτι και τον κήπο. Για φαντάσου, να ζεις μέσα στο κέντρο, να ανοίγεις την πόρτα και να βγαίνεις μέσα στα δέντρα! Κι έτσι αναπαλαίωσα το σπίτι. Και μετά ήρθε η κρίση». Και μετά μία ακόμη ιστορία δόσεων… 

dsc_4215.jpg

Ακτιβισμός στο Μεταξουργείο
Όμως, τι απέγιναν τα φιλόδοξα σχέδια του real estate για το Μεταξουργείο; Έγινε τελικά το «τρίτο Σόχο»; Αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. «Ταβέρνες, καφέ, μουσικά μεζεδοπωλεία και κρεπερί. Έχουν έρθει κάποιες γκαλερί, υπάρχει δίπλα το θέατρο Άττις του Θεόδωρου Τερζόπουλου, αλλά η ζωή της γειτονιάς χάνεται. Πάνε τα μαγαζιά. Πάνε οι τεχνίτες. Κλείνουν λόγω κρίσης, λόγω αλλαγής των συνθηκών. 

»Αυτό είναι το πρόβλημα του κέντρου γενικώς. Μιλάνε για αναβίωση στις παλιές γειτονιές και εννοούν τα airbnb και τα φαγάδικα. Δεν λέω, από το να ρημάζουν τα κτίρια καλύτερα να ανακαινίζονται και να αποκτούν μια χρήση. Δεν είμαι φυσικά κατά του τουρισμού! Αλλά δεν θα φέρουν οι τουρίστες την αναβίωση. Ούτε οι περαστικοί Αθηναίοι θα τη φέρουν. Αυτοί που έρχονται εδώ από τα προάστια με τ’ αυτοκίνητά τους, παρκάρουν όπου να ’ναι, πίνουν το ποτό τους και ξαναφεύγουν καταστρέφοντας τις γειτονιές του κέντρου… Το Ψυρρή έχει καταντήσει Ντίσνεϊλαντ. Η πλατεία Αγίας Ειρήνης καταστράφηκε! Το Γκάζι διαλύθηκε! Φασαρία… Εφιάλτης… Είναι κρίμα! Δεν θέλω να έχει την ίδια τύχη το Μεταξουργείο. Με αυτό που πάει να γίνει, θα φύγουν και οι ελάχιστοι κάτοικοι που μένουν εδώ. 

»Πλέον κάνω ακτιβισμό! Προσπαθώ να οργανώσω και να οργανωθώ με τους γείτονες για να δράσουμε. Βγαίνουμε και καθαρίζουμε τους δρόμους. Πλένουμε τα πεζοδρόμια. Στο δικό μου έχω βάλει ζαρντινιέρες. Πηγαίνουμε και φυτεύουμε άδεια οικόπεδα. Προσπαθούμε να εκπαιδεύσουμε τους μετανάστες να σέβονται τους δρόμους. Να τους κρατάνε καθαρούς. Είναι δύσκολο. Γενικά ο κόσμος δεν βοηθάει. Ο καθένας κοιτάζει τη δουλειά του. Έτσι πρέπει, να κοιτάμε τη δουλειά μας, αλλά αν δεν ενωθούμε κιόλας, εμείς θα χάσουμε».

Ένα project για τον δήμαρχο
Έτσι χάνονται οι ευκαιρίες, γενικώς. Σκέφτομαι το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη... Στο κέντρο της Αθήνας, υπάρχουν ακόμα υπέροχα παλιά κτίρια που καταρρέουν από εγκατάλειψη ή γκρεμίζονται… «Σε όλες τις ωραίες πόλεις του κόσμου, τα πιο ακριβά και τα πιο όμορφα σπίτια βρίσκονται στο κέντρο και κατοικούνται. Για να ξαναζήσουν οι παλιές γειτονιές πρέπει να γεμίσουν κατοίκους, παιδιά, σκυλιά, σχολεία, μαγαζιά, παγκάκια, δέντρα…» 

Πρέπει δηλαδή η αναβίωσή τους να σχεδιαστεί με σοβαρότητα και να εκτελεστεί με πρόγραμμα, κάτι που δεν είθισται να συμβαίνει στην Ελλάδα. «Θα ήθελα ο καινούργιος δήμαρχος να δει το Μεταξουργείο ως μία πρόκληση. Να δημιουργήσει μία πρότυπη γειτονιά, με ποδηλατόδρομους, με κάδους ανακύκλωσης, με εμπορικά μαγαζιά και όχι μόνο με φαγάδικα!». 

Ο δρόμος με τις μαμές
Πόσες ιστορίες άραγε έχουν να διηγηθούν οι παλιές γειτονιές της Αθήνας; Για παράδειγμα, η οδός Λεωνίδου ήταν κάποτε ο φημισμένος δρόμος με τις μαμές. Εκεί γεννιούνταν τα παιδιά της πόλης. Και το σπίτι της Ρεβέκκας Καμχή, που στεγάζει την γκαλερί, ήταν ένα σπίτι με μαμές. Στον ίδιο δρόμο γεννήθηκε ο πατέρας της. Εκεί γεννήθηκε και η μητέρα της, που κατάγεται από τη Θεσσαλονίκη. «Η γιαγιά μου στην Κατοχή, όταν κυνηγούσαν τους Εβραίους στη Θεσσαλονίκη, ήρθε στην Αθήνα έγκυος για να γλιτώσει. Και γέννησε τη μητέρα μου εδώ, στη Λεωνίδου. Εγώ δεν είχα ιδέα όταν πήρα το σπίτι. Μετά το έμαθα και μου φάνηκε πολύ παράξενο». 

Η σημασία του να είσαι συλλέκτης
Παράξενες συμπτώσεις. Το παλιό σπίτι με τις μαμές αλλάζει χέρια και για χάρη της έκθεσης μετατρέπεται σε διαμέρισμα ενός συλλέκτη. Αλήθεια, τι γίνεται με τους συλλέκτες τώρα; Περνάει κρίση το εμπόριο τέχνης; Μειώθηκε η πελατεία; Δημιούργησε κενό η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης; Αναγκάζονται οι καλλιτέχνες να παράγουν πιο ευπώλητα έργα; «Η μεσαία τάξη, οι άνθρωποι που είχαν έναν μισθό, ποτέ δεν αγόραζαν έργα τέχνης. Εκείνοι που αγόραζαν, οι αστοί, κάποια στιγμή, λόγω της κατάστασης, έχασαν το κέφι τους. Σήμερα, σιγά-σιγά το ξαναβρίσκουν». 

Ναι, αλλά η γκαλερί είναι μαγαζί. Πώς βγαίνουν τα έξοδα; Πάει μόνο του, όταν η αγορά παγώνει; «Εγώ λειτουργώ και ως σύμβουλος ιστορικός τέχνης. Γνωρίζω καλλιτέχνες, κινούμαι στη διεθνή αγορά και συμβουλεύω αγοραστές και συλλέκτες, σε τι πρέπει να επενδύσουν και πότε ακριβώς πρέπει να το κάνουν. Κανονίζω την αγοραπωλησία και εισπράττω ένα ποσοστό. Για τη σωστή επιλογή ενός έργου δεν αρκεί μόνο η προσωπική αισθητική του αγοραστή. Σε πολλές περιπτώσεις τους γλιτώνω από παγίδες. Όσο για τους καλλιτέχνες, τους σημαντικούς, δεν άλλαξαν κατεύθυνση λόγω κρίσης. Συνέχισαν να κάνουν ό,τι έκαναν πριν. Ίσως και πιο έντονα». 

Η Αθήνα και η «διαφορετικότητα»
Οι καλλιτέχνες, λοιπόν, δεν συμβιβάζονται… Η τέχνη απαιτεί θυσία. Στα δύσκολα δουλεύουν και σερβιτόροι σε μπαρ. Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της κουβέντας με τη Ρεβέκκα Καμχή, την κοιτάζω και σκέφτομαι ότι η ίδια, ούτε στην προσωπική ζωή της συμβιβάστηκε. Πρόσφατα ήρθε η Άννα Γουίντουρ, η ισχυρή διευθύντρια της αμερικανικής Vogue στην Αθήνα, και μίλησε σε εκδήλωση στο Μέγαρο Μουσικής για τη νέα μοντέρνα λέξη: «Διαφορετικότητα». Είναι μια χώρα η Ελλάδα που σέβεται τη διαφορετικότητα; Είναι μια «ανοιχτή» κοινωνία η αθηναϊκή; Η ίδια πώς βιώνει την επιλογή της; «Ο καθένας πρέπει να ζει τη ζωή του, όπως τη νιώθει. Δεν μπορούμε να συζητάμε το 2020 το θέμα της επιλογής ενός ανθρώπου. Ή το θέμα του χρώματος, της εθνικότητας, της θρησκείας».

Ναι, μια βόλτα στο Μεταξουργείο είναι μια βόλτα στην καρδιά της διαφορετικότητας. Πολλά χρώματα, πολλές εθνικότητες, πολλές θρησκείες, πολλά ήθη και έθιμα. Πώς συνυπάρχουν όλα αυτά σε μια γειτονιά; «Υπάρχει χώρος για όλους και για όλα. Αρκεί ο ένας να μην ενοχλεί τον άλλο. Να μην πλήττει τον ζωτικό χώρο του διπλανού του. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα».

dsc_4352-desaturate.jpg

«Αχ μωρή μη μου λες…»
Κάνω άλλη μια βόλτα στο σαλόνι του συλλέκτη. Κοιτάζω τα έργα της Γκόλντιν, του Μανέτα, του Ακριθάκη, του Τάκη, του Αλεξίου… Το μάτι μου σκαλώνει στο «Αχ μωρή μη μου λες…», το έργο του Κακανιά πάνω στον κίτρινο τοίχο. Έχει πλάκα! Είναι μια ευχάριστη ανάσα. Η Ρεβέκκα με πλησιάζει. «Σου αρέσει το κίτρινο; Ήταν ιδέα του Κακανιά. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο για την έκθεση και μου λέει “χρυσό μου, βάψε έναν τοίχο κίτρινο!”».Η ίδια ποιο από τα έργα θα ξεχώριζε; Περπάτησε έναν γύρο την έκθεση. «Μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω…». Στο τέλος άπλωσε το χέρι της σε δύο σχετικά μικρά. «Αυτά, του Μωρίς Γκανή. Τον σκέφτομαι πολύ. Πέθανε τον περασμένο Σεπτέμβριο… Για συναισθηματικούς λόγους, αυτά θα διάλεγα». 

Φεύγοντας, κοιτάζω τα βιβλία που είναι διάσπαρτα. Όλα διαβασμένα. Φαίνεται. Μόνο αυτά δεν πουλιούνται στην έκθεση. Διακρίνω δύο Φράνζεν («Οι διορθώσεις» και η «Ελευθερία»), δύο Ροθ (Η «Ταπείνωση» και ο «Καθένας»), Τανιζάκι («Το εγκώμιο της σκιάς) και την «Καρένινα» του Τολστόι. Είχα διαβάσει κάπου ότι ο αγαπημένος της μυθιστορηματικός ήρωας είναι ο Λέβιν. Τη ρωτάω: γιατί σου αρέσει ο Λέβιν; «Για την καθαρότητα της σκέψης και του χαρακτήρα του. Γιατί είναι αληθινός. Μπεσακλής!».

Info 
Η έκθεση «L’ appartement du collectionneur» θα διαρκέσει ως τις 30 Ιανουαρίου. Αίθουσα τέχνης Ρεβέκκα Καμχή (Λεωνίδου 9, Μεταξουργείο, 2105233049), gallery@rebeccacamhi.com

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ