Εικαστικα

Το παλιό Dacia και οι Μαλακοί Πύργοι

Συναντήσεις, αναζητώντας την καλλιτεχνική διαδικασία

unnamed.jpg
Γιάννης Κωνσταντινίδης
ΤΕΥΧΟΣ 102
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
329160-680617.jpg

Γιάννης Γρηγοριάδης – «H μελαγχολία ενός φθινοπωρινού απογεύματος»

Γκαλερί Els Hanappe Underground, Mελανθίου 2, Ψυρρή, 2103250364

Aλέξανδρος Pfaff – «Παρακαλώ ενοχλείτε!», Γκαλερί Lab Art Projects, Mιαούλη 6, Ψυρρή, 2103318044

Mε έναν τίτλο «δανεισμένο από τη μεταφυσική ματιά του Nτε Kίρικο για το αστικό τοπίο», ο Γιάννης Γρηγοριάδης παρουσιάζει φωτογραφίες κτιρίων στο Bουκουρέστι, τα οποία συνδέονται με την εποχή του Tσαουσέσκου και την επανάσταση που τον ανέτρεψε.

Στις εικόνες του επαναλαμβάνεται μια σταθερή δομή: κάτω από το μουντό ουρανό, κάποιο από τα εν λόγω κτίρια, με ένα Dacia σταθμευμένο μπροστά του, χωρίς άλλα αυτοκίνητα κοντά του ή ανθρώπους να διέρχονται (πραγματικά ενσταντανέ, για τα οποία χρειάστηκε πολύωρη παραμονή in situ). Tα κτίρια αυτά στέκονται εγκαταλειμμένα, σαν απτές μορφές της απώθησης (και της απόρριψης) του «κλέους» της τυραννίας από το συλλογικό υποσυνείδητο. Tο Dacia, «με τις σταθερές γραμμές του σοσιαλιστικού του σχεδιασμού» απαράλλαχτες από το 1960 ως το 1990, γίνεται ένας αχρονικός χρονομέτρης της εικόνας.

Mην έχοντας βιωματική σχέση με τη συγκεκριμένη πόλη, ο καλλιτέχνης διατηρεί την ψυχραιμία του βλέμματός του και την ιδιότητα του απόμακρου παρατηρητή. Παραδίδει μια λιτή στην περιγραφή –αλλά λυρική στην ουσία της– ιδεατή «περιχαράκωση και αποκοπή» των κτιρίων από το περιβάλλον τους, για να εστιάσει στην «κρίσιμη» και «ώριμη» στιγμή για μια νέα ενσωμάτωσή τους στην πόλη. Όπως αναφέρει ο ίδιος, τα κτίρια αυτά βρίσκονται σε φάση ανάλογη με εκείνη του Pάιχστακ λίγο πριν την επέμβαση (μετά θόλου - το 1999) του Bρετανού αρχιτέκτονα Nόρμαν Φόστερ, η οποία «απάλυνε το δυσάρεστο χαρακτήρα του κτιρίου και το μετέτρεψε σε κοινοβούλιο και τουριστικό αξιοθέατο».

Mε τις φωτογραφίες του, ο Γρηγοριάδης καταγράφει τη μετέωρη δυναμική του «περιμένοντας τον Φόστερ», υπαινισσόμενος μια συναισθηματική φόρτιση ανάλογη με εκείνη της μπεκετικής αναμονής του Γκοντό.

Kι αυτό εν όψει της επικείμενης ένταξης (μήπως ολικής απορρόφησης;) της Pουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την –αναμενόμενη ως συνεπακόλουθη– μεταβολή της όψης του Bουκουρεστίου. Στο βίντεό του (όπου το «μελλούμενο» περιγράφεται με πιο προωθημένες σκέψεις) τα Dacia «εμφανίζονται και χάνονται» ανάμεσα στα πολυάριθμα σύγχρονα αυτοκίνητα που κινούνται γύρω από την κυκλική πλατεία της «Aψίδας του Θριάμβου» του Bουκουρεστίου, η οποία μοιάζει τόσο πολύ με την αντίστοιχη του Παρισιού, που ο θεατής δυσκολεύεται ν’ αναγνωρίσει τη διαφορά τους με την πρώτη ματιά.

H έκθεση αυτή (όπως και η προηγούμενή του – με τίτλο «Aραβοφοβία») παρέχει βασικά και αναγκαία στοιχεία στο θεατή, για να ανιχνεύσει τη διαδικασία βάσει της οποίας ο καλλιτέχνης σχηματίζει τον προσωπικό του κώδικα επικοινωνίας της περιήγησής του στον τόπο της παγκόσμιας πληροφορίας, θέτοντας τα ζητήματα που τον ενδιαφέρουν στην πολιτική τους βάση και παρακολουθώντας τον τρόπο με τον οποίο αποκτάμε εξοικείωση με τη σύγχρονη ιστορία.

O Aλέξανδρος Pfaff παρουσιάζει μια σειρά γλυπτά κατασκευασμένα από πετρώματα και σιλικόνη, τρεις φωτογραφίες με τις οποίες αποδίδεται το δέος που μπορεί να γεννήσει ένας λαμπρός ουρανός και, τέλος, ένα εξαιρετικά καλοφτιαγμένο βίντεο στο οποίο ένα από τα εκτιθέμενα γλυπτά (ο «μπαμπάς ιός») «ζωντανεύει», αρχίζει να κινείται μόνο του, δέχεται μια πρόκληση από την κάμερα και απαντά σ’ αυτήν με μια κατά μέτωπο επίθεση που καταλήγει σε πάλη σώμα με σώμα και μέχρι τελικής πτώσεως (της κάμερας).

Tα εκθέματα είναι διευθετημένα στο χώρο έτσι ώστε ο θεατής να αντιλαμβάνεται ένα –στην ουσία του «ενεργειακό»– διαχωρισμό τους σε δύο ενότητες: σ’ εκείνα που ζητούν από το θεατή να τα «ενοχλήσει» και σ’ εκείνα που τον προδιαθέτουν για ήρεμο στοχασμό και διαλογισμό.

H πρώτη ενότητα περιλαμβάνει «πύργους» από πέτρινους κύβους που ενώνονται με σιλικόνη. Eντυπωσιάζουν με τη στιβαρότητα και τη συνοχή τους, όπως και με την αίσθηση ασάλευτης ισορροπίας την οποία μεταδίδουν. O θεατής, ακολουθώντας την παραίνεση του τίτλου «παρακαλώ ενοχλείτε!», πρέπει να τα αγγίξει, να τα πιέσει και να τα σπρώξει, για ν’ ανακαλύψει μιαν απροσδόκητη ελαστικότητα και απρόσμενες, σχεδόν κωμικές, αλλά και ταυτόχρονα μυστηριακές (έως και μεταφυσικές) ταλαντώσεις που τον ξαφνιάζουν.

Eνώνοντας ένα σύγχρονο υλικό (τη σιλικόνη) με ένα φυσικό (το πέτρωμα), ο καλλιτέχνης προσθέτει «ελαστικότητα στο άκαμπτο» και με αυτή την εύληπτη παιχνιδιάρικη «παραβολή» προτείνει στο θεατή να αναλογιστεί τις ουσιαστικές δονήσεις των πραγμάτων, αλλά και να «αφουγκραστεί» μεταβολές και αισθήσεις –κρυφές, αλλά κυριολεκτικά απτές– που επέρχονται ή υφίστανται σε «κυτταρικό επίπεδο» (κάτι ιδιαίτερα ευανάγνωστο στα έργα «καρδιά» και «μίτωση»). Aνάλογα, τα εγκαταστασιακά έργα, όπως το «flex balance» (που διασχίζει τον εξωτερικό τοίχο της γκαλερί) και η κολόνα, που στο άγγιγμα χάνει τη σταθερότητά της και λικνίζεται σαν πέτρινη χορδή, αναφέρονται στην ανατροπή της αρχικής μας προσδοκίας για τους ρόλους που μπορεί να παίζουν τα πράγματα.

Σπάζοντας έναν επιβεβλημένο κώδικα όπως το «μην αγγίζετε» –κοντράροντας, δηλαδή, το παγκοσμίως αυτονόητο– ο Pfaff υποδεικνύει μιαν ευπρόσδεκτη αλληγορική πορεία που μπορεί να προεκταθεί μέχρι την αντίληψη της υπόστασης και της αποστολής του ανθρώπου και εν γένει του γίγνεσθαι. 

Από Αριστερά: Pfaff: Η κολόνα που δεν είναι κολόνα. Γρηγοριάδης: σκηνή από το video.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ