- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Σας σοκάρει το γυμνό;
Τι επιτρέπεται και τι όχι στην τέχνη; Πόσα χρόνια θα διαπραγματευόμαστε τα αυτονόητα; Η διακοπή της βιντεοπροβολής του Κρις Βέρντονκ στην πλατεία Κλαυθμώνος ξανανοίγει τη συζήτηση
«Σβήστε τον προτζέκτορα! Ενοχλεί το μόριο». Η επιτακτική φωνή του αστυνομικού που, πριν λίγα βράδια απαιτούσε από την παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών να διακοπεί η δημόσια βιντεοπροβολή γυμνών σωμάτων του Κρις Βέρντονκ στην πλατεία Κλαυθμώνος, πέτυχε πράγματι το σβήσιμο του προτζέκτορα· πυροδότησε όμως, εκ νέου, το debate για το τι επιτρέπεται και τι όχι στην τέχνη. Το αδιευκρίνιστο –και όπως φαίνεται στο διηνεκές– του πόσο υποκειμενική μπορεί να είναι η κρίση απέναντι σε μια (πιθανή) πρόκληση.
Στην προκειμένη περίπτωση αυτόκλητος υπερασπιστής της «δημόσιας αιδούς» ήταν ένας συνήθης ύποπτος, κάποιος ιερέας που έγινε αυτόπτης μάρτυρας προβολής της γυμνής «ζωντανής» τοιχογραφίας. Αισθάνθηκε προσβεβλημένος από τη στιγμιαία απεικόνιση ενός ανδρικού πέους σε τοίχο της οδού Παρνασσού. «Θα μπορούσε κάποιος να αισθανθεί προσβεβλημένος από την κοντή σας φούστα» σαρκάζει ο Χριστόφορος Μαρίνος, επιμελητής της Art Athina και ιστορικός τέχνης. Άρα, η προσβολή είναι σχετικό μέγεθος. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σοκάρει το γυμνό, πώς μπορεί να μας ενοχλεί η τέχνη όταν έχουμε χάσει τον ανθρωπισμό μας σε κάθε επίπεδο. Είναι ασύλληπτα υποκριτικό το γεγονός ότι σε μια πλατεία που μυρίζει ούρα, που οι χρήστες τρυπιούνται απέναντι από τα μπλοκ των αστυνομικών, που ο άστεγος κοιμάται έξω από τον καμένο Κάουφμαν και τα παραπήγματα έξω από το Αττικόν και το Απόλλων παραμένουν στις θέσεις τους, πως όταν συμβαίνει όλο αυτό το μακελειό στην πόλη, ερεθίζει ένα έργο τέχνης» απορεί η κριτικός τέχνης Ίρις Κρητικού, που διατηρεί γραφείο στην οδό Πραξιτέλους και αναγνωρίζει τα πραγματικά προβλήματα της περιοχής όπου εγκαταστάθηκε το έργο του Βέρντονκ. «Είναι πολύ κρίμα να προστίθεται η τέχνη στα θύματα του γενικού αυτού θυμού που μας διακατέχει, ενώ μπορεί να ζωντανέψει και να φωτίσει το δημόσιο χώρο. Ας δεχτούμε ό,τι καλό φέρνει η πόλη με ευγνωμοσύνη, αλλιώς τα καφέ στα mall των βορείων προαστίων θα συνεχίσουν να είναι γεμάτα και το κέντρο θα εγκαταλείπεται κι άλλο».
H "ηλικία" του πέους
Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ένα έργο τέχνης προκαλούσε το «δημόσιο αίσθημα» για θρησκευτικούς ή λόγους «δημόσιας ηθικής». Και κάπως έτσι, ο καλλιτεχνικός κόσμος είχε επαναπαυθεί στην εντύπωση που επαναλάμβαναν πολλοί τις τελευταίες μέρες· πως «δεν πρέπει να διαπραγματευόμαστε τα αυτονόητα. Μερικά πράγματα είναι πλέον κερδισμένα». Να που διαψεύδονται. Νομικά εξακολουθεί να βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του πάσα ένα να αρθρώνει την αντίθεσή του σε αυτό που αξιολογεί ως «άσεμνο». Βασισμένη σε ένα προπολεμικό νόμο του Μεταξά, η έννοια της δημοσίας αιδούς παραμένει κατά την ερμηνεία της ασαφής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν μια τέτοια υπόθεση παίρνει τη δικαστική οδό, η απόφαση είναι αθωωτική – αν και στο μεταξύ η καλλιτεχνική δημιουργία έχει θιγεί. Η υπεράσπιση του Βέρντονκ από τον αναπληρωτή υπουργό Πολιτισμού Νίκο Ξυδάκη πως «οι Καρυάτιδές του δεν προσβάλλουν· παρακινούν και αναστατώνουν: μας θυμίζουν την ανθρώπινη συνθήκη» ήταν ενθαρρυντική. Πόσο μάλλον όταν σε κατ’ ιδίαν συνομιλία ο κ. Ξυδάκης μάς επαναλάμβανε ότι «το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης και απαγορεύει κάθε μορφή κατασταλτικής λογοκρισίας». Θετικά όλα αυτά, αλλά μήπως είναι πολύ θεωρητικά; Γιατί στην πράξη –κι όσο δεν προκύπτει μια επικεντρωμένη στην καλλιτεχνική δημιουργία νομοθετική ρύθμιση– τα εργαλεία προστασίας της είναι μηδαμινά.
Ειδικά όταν αυτή εκτίθεται στο δημόσιο βλέμμα. «Από τη στιγμή που ένα έργο ανοίγεται στη δημόσια σφαίρα αυτομάτως υπόκειται και στην ανεκτικότητα του κοινού. Εκτίθεται στις κοινωνικές συγκρούσεις, στην αρένα που αποτελεί το δημόσιο, ειδικά όταν μιλάμε για την αθηναϊκή κοινωνία – που βρίσκεται σε πτώση και αποσύνθεση. Παρόλα αυτά, τα έργα τέχνης δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε γυάλα προστασίας αλλά σε συνθήκη σώματος. Όπως ακριβώς ένα ανθρώπινο σώμα κινδυνεύει να τραυματιστεί όταν κυκλοφορεί έξω, το ίδιο κι ένα έργο τέχνης κινδυνεύει από υπερέκθεση» εξηγεί ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ.
Ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής της Διεθνούς Έκθεσης Σύγχρονης Τέχνης «Outlook», όταν το 2003 ο πίνακας του Τιερί ντε Κορντιέ περί σεξουαλικότητας του Χριστού σκανδάλιζε και αποκαθηλωνόταν ως βλάσφημος. Η «κάθαρση» είχε επέλθει και πάλι μέσω της λογοκρισίας. «Είχα σοκαριστεί με την απόσυρση του έργου» λέει σήμερα ο κ. Τζιρτζιλάκης. «Ήταν λάθος να εξαιρεθεί ο πίνακας από την έκθεση. Ήταν πιο προσβλητική ως πράξη από το ίδιο το έργο. Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί όλη αυτή η εξέλιξη με μια στοιχειώδη ενημέρωση του επισκέπτη για το περιεχόμενό του».
Παραδόξως, η Αρχιεπισκοπή αποφεύγει να συνδέσει το περιστατικό των γιγάντων του Βέρντονκ με την υπόθεση του «Outlook» – παρότι η κατακλείδα είναι το ίδιο βίαιη· το έργο έχει ακυρωθεί. «Το αν συνιστά ή όχι αδίκημα η αποτύπωση γυμνού σώματος στο δημόσιο χώρο είναι ζήτημα που αφορά τη Δικαιοσύνη και μόνο. Από εκεί και πέρα η Εκκλησία θεωρεί απαράδεκτη και χυδαία την οποιαδήποτε τέτοια αποτύπωση εμπεριέχει ευθεία ή έμμεση προσβολή του θρησκευτικού αισθήματος, κάτι το οποίο είχε συμβεί στην περίπτωση του έργου της έκθεσης “Outlook”» επαναλαμβάνουν εμφατικά κύκλοι της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ωστόσο, δεν στέκεται στην παραδοσιακή σχέση ρήξης μεταξύ τέχνης και θρησκείας. «Θα μπορούσε να είναι μια καθωσπρέπει κυρία που θα διαρρήγνυε τα ιμάτιά της, αντί για τον ιερέα» εκτιμούν. «Η περίπτωση του Βέρντονκ επαναφέρει το ζήτημα για το βαθιά ριζωμένο συντηρητισμό της ελληνικής κοινωνίας. Πιθανότατα, δεν θα ενοχλούσε αν το γυμνό είχε αρχαία καταγωγή. Τι ηλικίας, δηλαδή, πρέπει να είναι το πέος στην τέχνη για να μην ερεθίζει το κοινό αίσθημα; Αντιλαμβάνεστε πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα περιστατικό δαιμονοποίησης της σύγχρονης δημιουργίας και μάλιστα σε μια πόλη με παράδοση στη δημόσια τέχνη όπως η Αθήνα. Διαπιστώνουμε, δηλαδή, μια επιλεκτική ανοχή στο τι ορίζει την κορνίζα του καθωσπρεπισμού μας. Γι’ αυτό το λόγο θα ξαναζήσουμε αντίστοιχα περιστατικά. Σε ό,τι μας αφορά πάντως δεν θα υποχωρήσουμε στην αντίληψή μας για τη δημόσια διαχείριση της τέχνης» παρατηρεί η εκτελεστική υποδιευθύντρια της Στέγης, Αφροδίτη Παναγιωτάκου.
Το απαγορευμένο τώρα δικαιώνεται;
Ένας δημιουργός ή ένας κριτικός τέχνης συνήθως εκφράζεται υπέρ της πρόκλησης ενός έργου. «Με την έννοια της κινητοποίησης, της αφύπνισης του κοινού. Χωρίς να είναι ψεύτικη, κούφια ή επιτηδευμένη η πρόκληση. Έχουμε, άλλωστε, βρεθεί πολλές φορές μπροστά σε έργα φούσκες. Άρα, η υπεράσπιση ενός πίνακα, ας πούμε, σε περιστατικά λογοκρισίας έχει να κάνει με την ποιότητά του, με το πόσο είναι δουλεμένη η ιδέα του» σημειώνει ο Χριστόφορος Μαρίνος.
Ο διάσημος Αμερικανός ιστορικός τέχνης Λίο Στάινμπεργκ υποστήριζε πάλι πως «εάν ένα έργο τέχνης ή ένα νέο καλλιτεχνικό ύφος σάς ενοχλεί, αυτό ίσως σημαίνει ότι πρόκειται για καλό έργο. Εάν σας προκαλεί αηδία, τότε ίσως είναι αριστούργημα» – ανοίγοντας μια τεράστια συζήτηση για την επικύρωση μιας δημιουργίας που ακολουθεί την απαγόρευσή της. Το απαγορευμένο δηλαδή αυτομάτως καταξιώνεται; «Η απαγόρευση δεν είναι διαβατήριο σημαντικότητας. Το κοινό συνήθως τυφλώνεται από επιπολαιότητα και εξιδανικεύει την τέχνη που έχει εγείρει αντιδράσεις. Στην εποχή μας η έννοια του σκανδάλου είναι καταχρηστική. Αν ζούσαμε στα χρόνια του Ντε Σαντ, δηλαδή, δεν θα μπορούσαμε καν να αναγνωρίσουμε την πρόκληση. Προσωπικά, η τοιχογραφία του Βέρντονκ μού ήταν αδιάφορη. Δεν είμαι φίλος του έργου, είχε μια γλώσσα αυτονόητη, έναν εύκολο συναισθηματισμό. Δεν υμνώ το έργο του επειδή κατέβηκε. Ωστόσο, υπερασπίζομαι τον καλλιτέχνη, όπως υπερασπίζομαι και τη γνώμη μου απέναντί του» τονίζει ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης ως οπαδός της κριτικής συνείδησης και της αμφισβήτησης – δομικά υλικά στην ιστορία της Τέχνης, τα οποία, όπως λέει, «έχουμε απεμπολήσει».
Χωρίζει βεβαίως τεράστια απόσταση την κριτική από τη λογοκρισία. Η λογοκρισία κοιμάται συχνά στη φιλόξενη αγκαλιά του δογματισμού. Κι εδώ σταματάμε να μιλάμε για την ελευθερία της έκφρασης κι αρχίζουμε να παρατηρούμε την τέχνη, τη γυμνή τέχνη ας πούμε, με την ντροπή ενός παραμορφωτικού καθρέφτη. Όπως υπενθυμίζει και ο πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών Πάνος Χαραλάμπους, «δεν μπορούμε να παρεμβαίνουμε με όρους πραγματικότητας στην τέχνη. Δεν πρέπει να την ταυτίζουμε με τη ζωή. Γιατί η τέχνη κινείται ανάμεσα στο ουτοπικό και το αληθινό».
Το χρονικό της πτώσης των «Γιγάντων»
Βράδυ Τρίτης, λίγο μετά τις 22.00. Η κατηφόρα από την πλατεία Καρύτση προς την Κλαυθμώνος γεμίζει περαστικούς. Τίποτα το ασηνήθιστο. Το κτίριο του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» με την «ελεύθερη» πλάτη προς ένα πάρκινγκ φωτίζεται από τα «ζωντανά» γλυπτά του Κρις Βέρντονκ –ο ίδιος τα ονομάζει Stills–, μέρος των δημόσιων δράσεων του Fast Forward Festival που διοργανώνει η Στέγη. Τα Stills, άνδρες και γυναίκες, με διάστικτα από τατουάζ σώματα και new wave χτενίσματα, είναι γυμνά. Πρόβλημα. Ένας διερχόμενος παπάς σκανδαλίζεται, διαφωνεί, εξεγείρεται. Βλέπει το ανδρικό πέος σε δημόσια θέα και τρέχει στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα για καταγγελία. Τη συντάσσει με την κατηγορία της προσβολής δημοσίας αιδούς. Στο μεταξύ, πλήθος περαστικών συγκεντρώνονται στο σημείο της βιντεο-προβολής. Κάποιοι επιχαίρουν τον ιερέα. Κάποιοι άλλοι αντιδρούν στον πουριτανισμό ζητώντας να παραμείνει το έργο στη θέση του. Ο πλέον αρμόδιος πάντως, ο αστυνομικός που σπεύδει εκεί, επιβάλλει την αποκαθήλωση των έργων «αλλιώς θα κινηθεί η αυτόφορη διαδικασία». Μιλάει διαρκώς, όπως και ο παπάς, για το εικονιζόμενο «μόριο». Η Στέγη, προκειμένου να προφυλάξει την υπεύθυνη παραγωγής της περφόρμανς, αποφασίζει ακαριαία την απόσυρση του έργου. Ο προβολέας σβήνει λίγο πριν τα μεσάνυχτα.
Τι λένε καλλιτέχνες που έχουν υποστεί λογοκρισία
Κρις Βέρντονκ
εικαστικός-σκηνοθέτης
«Δεν είχα καμία πρόθεση να σοκάρω, το αντίθετο μάλιστα. Δεν υπήρχε ίχνος ερωτισμού στο έργο μου και μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς η γύμνια μπορεί να λειτουργήσει προκλητικά στην εποχή μας. Είναι μυστήριο για μένα το ότι ο ιερέας στάθηκε στο γυμνό και όχι στη δυστυχία που εδρεύει κάθε στιγμή στη γύρω περιοχή. Αντιμετωπίζω τους αθώους αυτούς γίγαντες σαν τατουάζ στο σώμα της πόλης. Είναι ένα ποιητικό project χωρίς πολιτικό ή θρησκευτικό σχόλιο. Καταλαβαίνω και σέβομαι προφανώς τη συζήτηση που μπορεί να εγείρει ένα έργο – αν αρέσει ή δεν αρέσει. Δεν σχολιάζω, όμως, αυτό. Με απασχολεί το ότι δεν μπορείς να αποκόβεις ένα έργο από τη φυσική του θέση, από το να εκτίθεται. Δεν είναι ευρωπαϊκή λογική. Εύχομαι μετά από αυτή την ανεπίτρεπτη πράξη να ξεκινήσει ένας δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα για τις παρεμβάσεις τέτοιου τύπου και για την εξάρτηση Εκκλησίας και Κράτους. Θα ήθελα να τεθούν ερωτήματα σε όσους σκέφτονται κατ’ αυτό τον τρόπο, να σκεφτούν πόσο κακό κάνουν στην ελευθερία. Εύχομαι επίσης ο ιερέας που ήρθε σε δύσκολη θέση με το έργο μου, να προτάξει τον ίδιο ηθικό νόμο που ύψωσε απέναντί του και σε όλο το φάσμα της ζωής του: στο πώς ξοδεύει τα χρήματά του, πώς μεγαλώνει τα παιδιά του, πώς συμπεριφέρεται στο σπίτι του».
Τζένη Μαρκέτου
εικαστικός - new media artist
(Το έργο της, η εγκατάσταση «Red Eyed Sky Walker», μια σύνθεση από κόκκινα μπαλόνια στην πλατεία Κοτζιά, κλάπηκε 24 ώρες μετά την έκθεσή του, τον Οκτώβριο του 2011)
«Κάθε φορά που ένα έργο πέφτει θύμα βανδαλισμού γεννά αμέσως ερωτηματικά, κενό, ευθραυστότητα στην ψυχή ενός καλλιτέχνη που προσπαθεί να καταλάβει τι πήγε στραβά. Ανατρέπει τη σχέση ανάμεσα στο δημιουργό, το έργο και το κοινό. Είχα σοκαριστεί όταν πριν από τέσσερα χρόνια το έργο μου είχε κλαπεί γιατί μοναδικός του στόχος ήταν να αναδείξει το δημόσιο χώρο. Δεν υπήρχε τίποτε αμφιλεγόμενο σε αυτό. Από τη στιγμή, λοιπόν, που ένα έργο εκτίθεται στο δημόσιο χώρο παύει να είναι δικό σου, το μοιράζεσαι με τον κόσμο. Είναι σημαντική η συμμετοχή της γειτονιάς σε αυτό το διάλογο, ο οποίος φυσικά προϋποθέτει παιδεία και σεβασμό για την τέχνη. Ωστόσο, σήμερα η Ελλάδα διανύει μια περίοδο ακραίων μετασχηματισμών. Και ο δημόσιος χώρος είναι η καρδιά αυτών των αλλαγών, που καθορίζονται –σε συμβολικό επίπεδο– από την οικονομική κρίση. Οι επιπτώσεις σε κοινωνικό επίπεδο είναι παραπάνω από καταστροφικές και είναι φανερό ότι θα διαταράξουν τον μέχρι τώρα τρόπο επικοινωνίας. Προφανώς αυτές οι αλλαγές δεν αφήνουν την πόλη ανέγγιχτη ως προς τη μορφή και τη λειτουργία της. Η βία έχει γίνει μέσο αντίστασης και επικοινωνίας. Συνεπώς, εμείς οι καλλιτέχνες που εργαζόμαστε στην Αθήνα θα πρέπει να εξετάσουμε το αν η κρίση μάς οδηγεί σε ένα νέο παράδειγμα διαχείρισης της πόλης. Να εισάγουμε μεθόδους συμμετοχικής παραγωγής, εργαστήρια προκειμένου να συμμετέχουν άνθρωποι εντός κι εκτός του καλλιτεχνικού κόσμου για να τεθούν ζητήματα γλώσσας, μεταφοράς και ηθικής».